Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Καλά Χριστούγεννα κύριε δήμαρχε

Είδα στο όνειρο μου
άστεγους, σκιές μέσα στις σκιές
να κατεβάζουν τα λαμπάκια
από το χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας
για να ζεσταθούν με αυτά
και για να μην πεθάνουν από το κρύο
αφού οι ξενώνες αστέγων
ως περιττό αντιμετωπίζονται έξοδο
που δεν προσφέρονται
για εμπορική εκμετάλλευση.
Ξύπνησα.
Φοβισμένος και ιδρωμένος,
σκέπασα το πρόσωπό μου, έτρεμα.
Όχι, δεν έβλεπα όνειρο.
Χειρότερη από τα όνειρα
η πραγματικότητα.
Άστεγοι, άνεργοι και πρόσφυγες
στέκονταν γυμνοί
μπροστά από ένα πολύχρωμο
εκτελεστικό απόσπασμα,
με κασκόλ και σκούφους
χορηγία κάποιας ελληνικής βιοτεχνίας
από την Βουλγαρία,
κατηγορούμενοι ως τρομοκράτες,
ως παράσιτα
γιατί κατέστρεψαν
το πνεύμα των ημερών
ζητώντας μια ψεύτικη φωτιά
για να ζεστάνουν το σαρκίο τους.
Λίγο πιο πέρα, στο ζεστό γραφείο του
με ζεστό καφέ χωρίς ζάχαρη
ζεστές κάλτσες,
καθωσπρέπει σακάκι και παντελόνι,
ο Δήμαρχος
έστελνε τις διαδικτυακές ευχές του
για Καλά Χριστούγεννα.

Ειρηναίος Μαράκης

Η λογική της ποίησης και ο παραλογισμός του κόσμου

Κάθεσαι στην καρέκλα, ανακατεύεις
τα χαρτιά, γράφεις, διαβάζεις.
Η καρδιά συντονίζεται
στα ουράνια εγκάρσια κύματα
ο νους αναπαύεται, η ψυχή
διαστέλλεται και συστέλλεται
σε ρυθμούς ουράνιου τόξου.
Μόλις βγει έξω
το λιοντάρι βρυχάται, ποιον
θα κατασπαράξει.
Ύστερα, πάλι σιωπή, πάλι ηρεμία.
Και μετά, ξανά το λιοντάρι…
μάλλον, ο Θεός κάνει λάθος
που αφήνει και γεννιούνται ποιητές·
μάλλον, κι εγώ, δύσκολο δρόμο διάλεξα.

Στυλιανός Γ. Ξενάκης

Οι οδοιπόροι του Ντουνιά

Μην έχεις την απαίτηση,
να υποβάλλω αίτηση,
ζάπλουτε κλέφτη των φτωχών,
που βρίσκονται εκτός τειχών.
Δραγάτη των κολίγων.
Οι οδοιπόροι του Ντουνιά,
βιώνουνε την απονιά,
μιλώ για μετανάστες,
π’ ελεύθερα κι αν είν’ πουλιά,
ψάχνουνε για ζεστή φωλιά,
μα πέφτουν σε δυνάστες.
Καιρό προσμένουν αίθριο,
φοβούνται το ολέθριο,
σφάλμα μην κάνουν τώρα,
π’ η πανδημία μαίνεται
και δίνει όπως φαίνεται,
τροφή στη… νεκροφόρα.
Οι πλουτοκράτες όπου Γης,
είναι αιτία της πληγής
κι ελέγχουν τη μιζέρια,
στα πόδια της να μη σταθεί,
σ’ όλο τον κόσμο πλέρια.
Αυτοί τα νήματα κινούν,
θέλουν τους άλλους να πεινούν,
να δυστυχούνε πάντα,
της Παγκοσμιοποίησης,
των πάντων της εκποίησης,
κρατούνε τον ιμάντα.
Καλό λες κι έχουνε στο νου
και καταχρώνται τ’ αλλουνού,
τον τίμιο ιδρώτα,
μα θα γυρίσει κι ο τροχός
και θα γελάσει κι ο φτωχός
με του Θεού τη νότα.

Εννιαχωριανός

Μέσα μας είναι ο Θεός

Άθρωπος σαν ευρέθηκε σε τουτονέ τον κόσμο
κοίταξε να προφυλαχτεί και δεν μετρούσε χρόνο.
Είδε πως έχει μια ζωή σε τούτο το βασίλειο
τον ουρανό εξάνοιγε εθαύμαζε τον ήλιο.
Ο θαυμασμός επλήσιανε σαν ηύρε και παρέα
θαρρώ πως εζευγάρωσε και πέρναγε ωραία.
Σαν ήβρε καλοκοιμηθιά θεώρησε πως πρέπει
νάχουν αυτόν για αρχηγό ούλους να τσοι προσέχει.
Έφαε κατακαυκαλιές ο νους στην κεφαλήν του
εγάηρε με τον καιρό, πείρα ούλη δική ντου.
Είδε πως η ομάδα ντου , πούχε και μεγαλώνει
χρειγιάζεται πια δυνατά ζώα για το αλώνι.
Για να γενούν ούλα καλά δύναμη πρέπει να ‘χει

με αθρωπιά και σύνεση δε θέλουνε να τρέχει.
Όσο κι ανέ κουράστηκε άλλο πράμα δεν είδε,
μόνο δύναμη θεϊκή πάντα μπροστά του βρήκε.
Εκείνη, τονέ βοηθά όσο ζώρε κι αν έχει
εκείνονα παρακαλεί στη ζήση ό,τι τύχει.
Ποτές δεν το σκεφτήκαμε πως ο θεός είν’ ένας
ούλο τον κόσμο βοηθά στσι πόνους μίας γέννας.
Κιανείς σε τούτη τη ζωή δε σκέφτηκε ποτές του
η δύναμη απούχουμε ειν’ απού τσί δικές του.
Άλλο Θεό δε βλέπουμε στον κόσμο απού ζούμε
Αυτόν έχουμε μέσα μας, Εκείνον προσκυνούμε.
Ένας Χριστός μιά Παναγιά δίνουν τη δύναμη μας
στσοι επιθέσεις του εχθρού είναι πάντα μαζί μας.

Μαδαρίτης

“Ορκίζομαι”

Είσαι ότι περίμενα από την ζωή,
Ελπίδα κι όνειρο μαζί!
Ο άντρας που πάντα επιθυμούσα να αγγίζω, να κοιτώ! Το μέλλον μου και το παρόν μου Εσύ!
Σε βλέπω χωρίς να σε κοιτώ, σε αγγίζω χωρίς να σε ακουμπώ! Σε μυρίζω χωρίς το άρωμα σου να γνωρίζω,
σε γεύομαι από εδώ!!!
Η δύση και η ανατολή μου, τα άστρα και το φεγγάρι μου,
όλος ο κόσμος μου Εσύ!
Πώς να εξηγήσεις το ανεξήγητο, πώς να προσδιορίσεις αυτό που όρια δεν έχει;
Το απύθμενο, το πέρα από τον ορίζοντα;
Το γλυκό φως της χαραυγής, το μωβ του δειλινού που κοιτώ όταν σε σκέφτομαι
και σε αποζητώ!
Το χαμόγελο των παιδιών,
Το μπρίο και η αισιοδοξία,
Όλα αυτά μαζί!!!
Σε θυμίζουν όλα αυτά και άλλα τόσα
ένα τραγούδι, ένας ήχος, μια σιωπή
το όλον, το τίποτα ΕΣΥ!
Σε δέχομαι για όλα αυτά
το Α και το ωμέγα μου,
το δάκρυ μου και η αναπνοή
όλα ΕΣΥ!
ΕΣΥ και στα χέρια σου αφήνομαι
να με πας μακριά
και όταν αυτό που βλέπεις δεν είμαι «εγώ»
να με γυρνάς.
Όταν χάνω τον δρόμο μου η πυξίδα εσύ
και πόσο δύσκολο να γυρίσω εκεί που πίστευα δεν θα ξαναπατήσω.
Η επιμονή και το θάρρος ΕΣΥ
το τρέμουλο στα χέρια και ο λυγμός ΕΣΥ.
Τα γόνατα που κόβονται σαν σε κοιτώ
η καρδιά που χτυπάει σαν τρελή,
με ένα σου βλέμμα, μην πω για το φιλί!
Μοσχομυριστό με όλες τις ευωδιές των λουλουδιών
το τέλος και η αρχή μου εσύ και πώς να ζήσω όταν γνωρίζω πως δεν θα σε ξαναδώ;
Πώς να ξυπνώ όταν εσύ δεν είσαι εδώ;
Πώς να γελώ όταν εσύ πονάς
πώς να υπάρχω χωρίς να ξέρω αν θα σε ξαναδώ;
Νερό που κυλά εσύ με έμαθες να κολυμπώ
σε βάθη μεγάλα
και η θέα τόσο συνταραχτικά μοναδική,
Θεέ μου!
Μάτι ανθρώπου και αυτί δεν έχει ακούσει ή ξαναδεί μια θέα σαν κι αυτή.
Θέα που η Πίστη σου μου χάρισε η ολοκληρωτική
Που φτάνει ως τα πέρατα της γης.
Της γης και του ουρανού κι όλου του σύμπαντος μαζί.
Πίστεψες σε μένα όσο κανείς
εμπιστοσύνη μου είπες να έχω στην ζωή
στον Δημιουργό της όμως πιο πολύ.
Αυτός ξέρει τι κάνει, τι φέρνει, τι παίρνει πίσω.
Αυτός!
Ελπίδα γέμισα μεμιάς αφού τα δώρα που έφερε δεν τα χωράει ο νους.
Δώρα πολλά, δώρα καρδιάς
ψυχή από χρυσό και βλέμμα θαλασσί.
Όσες φορές κι αν πέσω κι αν χαθώ
εσένα θα ζητώ
να με παρηγορήσεις
να με κρατήσεις αγκαλιά να κοιμηθώ.
Εσένα που με έμαθες ότι το Έρεβος δεν ξέρει να νικά.
Είναι φορές που νόμιζα μου έκλεψε το βλέμμα το βελούδο
την καθαρή ματιά.
Με σήκωσες ξανά και να ξεχάσω δεν μπορώ πως τις πληγές που άνοιγες τις άνοιγες για αυτό.
Για αυτό που την ψυχή μου μαύριζε
Και θόλωνε ο νους.
Να με ξυπνήσεις πάσχιζες μήπως κι από τον πόνο τον πολύ
αναζητήσω την χαρά!
Να την αναζητήσω τόσο
που έρεβος πια να μην υπάρχει στην ψυχή.
Πώς να ξεχάσω που τόσο άδικα σε κακολόγησα και την καρδούλα σου την ράγισα;
«Αυτός, κοιτάχτε έλεγα, μου κάνει τις πληγές, με βρίζει, με χτυπά.»
Που να ήξερα πως το κακό για να κιοτέψει χτύπαγες
να μην γυρίσει πίσω πια.
Όσες φορές κι αν χρειαστεί στον κόσμο θα αποδείξω ότι η ψυχή καθάρισε κι
Εσύ η μόνη γιατρειά.
Εκούσια σου δίνομαι να κάνεις αυτό που πρέπει
κάθε φορά που η καρδιά ξεχνά.
Μαρτύριο
της ψυχής μου και λύτρωση εσύ,
σε σένα δίνω σώμα, καρδιά και ψυχή!
«Ορκίζομαι!»

Ελένη Δασκαλάκη


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα