Το φλουρί της βασιλόπιτας
Τετραμελής η οικογένεια.
Γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Κόβουν οι γονείς τη βασιλόπιτα.
Το πρώτο κομμάτι, του Χριστού.
Το δεύτερο κομμάτι, του σπιτιού.
Το τρίτο, του ξένου.
Το τέταρτο;
Ο πατέρας το δίνει στο γιο,
που διαβάζει για τις σχολικές εξετάσεις.
Ο γιος το παραχωρεί στην κόρη,
που έχει δύσκολη εφηβεία.
Η κόρη το χαρίζει στη μάνα,
που για όλους νοιάζεται.
Η μάνα το προσφέρει στον πατέρα,
που με κόπο βγάζει τα προς το ζην.
Και να δες! Το φλουρί ξεπροβάλλει!
Σε όλους εξίσου χαμογελά.
Αγάπη το λένε
και τυχαίνει σε κάθε ανθρώπου καρδιά.
(Γ. Απτεραίος,
παραλλαγή γνωστού παραμυθιού)
Αναμνήσεις από
τη σχολική ζωή
Οι αναμνήσεις που κρατώ από μικρό παιδάκι
σαν μαθητής Δημοτικού μ’ ανάβουνε λαμπάκι.
Όσα ‘χουν μείνει στο μυαλό και όσ’ αναστορούμαι
ρίμες και στίχοι να γενούν πριν πάψω να θυμούμαι.
Από τη σχολική ζωή συμβάντα, γεγονότα
να παραμείνουν ζωντανά χωρίς σταγόν’ ιδρώτα.
Τσι πια φορές ξυπόλυτα πηγαίναμε σχολείο
μ’ εφόδια τετράδιο, μολύβι και βιβλίο.
Κι αλίμονο στον μαθητή π’ αδιάβαστος θα πάει
μια μέρα στο σχολείο του τι ξύλο που θα φάει.
Αφού επιτρεπότανε εκείνανα τα χρόνια
μα τώρ’ απαγορεύεται κι αυτό θα στέκ’ αιώνια.
Το πρόσωπο την πλήρωνε και το αφτί επίσης
των μαθητών που δίνανε λάθος τις απαντήσεις.
Η βέργα, σωφρονιστικό έπαιζε τότε ρόλο
κι οι δάσκαλοι βαράγανε στα χέρια και στον… κώλο.
Δάσκαλος κοπελιά ρωτά, τα ερπετά αν ξέρει
ονόματα για να του πει και να του αναφέρει.
Εκείνη του απάντησε οι σφήγκες κι οι μπουμπούροι
κι ένα σκαμπίλι δέχτηκε αδύναμο στη μούρη.
Τα ερπετά με έντομα εμπέρδεψ’ η κοπέλα
και το χαστούκι έφαε και όλ’ η τάξ’ εγέλα.
Μα και τσιμπίδι τρύπησε, δάκτυλο του δασκάλου
σε χτύπημα τση κεφαλής του κοριτσιού του άλλου.
Αυτά και άλλα μένουνε εις του μυαλού το βάθος
για απαντήσεις μαθητών πέρα για πέρα λάθος.
Τώρα ‘χει κλείσει το σκολειό εις το χωριό του Βλάτους
όπως και σ’ αρκετά χωριά, του εδικού μας κράτους.
Μα το δικό μας σήμερα Μουσείο έχει γίνει
για αντικείμενα παλιά με του συλλόγ’ ευθύνη.
Εννιαχωριανός
Μάνα
Δεν εγεννήθηκε ποτές εις τον πλανήτη πλάσμα
που να μην έει δυο γονιούς και προπαντός μια μάνα.
Μια μάνα που το γέννησε με στεναγμό και πόνο
κι εκείνη το αγάπησε όσο κιανείς στον κόσμο.
Το κάθε πλάσμα στη ζωή νάχει μια μάνα πρέπει
μάνα που το ανάθρεψε και κεινηνά το τρέφει.
Εκείνη πρώτη και ο Θεός έχουν μεγάλη ευθύνη
για το φαΐ και τσι αρχές που στα παιδιά τζη δίνει.
Μάνα πολύ κουράζεται, να θρέψει τα παιδιά τζη
να ‘χουν καλή αναθροφή και έθιμα δικά τζη.
Πάντοτε μάνα προσπαθεί παιδιά τζη να προσφέρει
καθημερνά ίντα περνά μόνο αυτή τη ξέρει.
Μέσα στην οικογένεια η μάνα είναι μία
την καλοσύνη και χαρά δε δούδει άλλη καμία.
Δουλεύει και κουράζεται πάντοτε για φαμελιά
πασκίζει και ζορίζεται ώρες για τα παιδιά.
Η κάθε νια που παντρευτεί πίν’ εκκλησιάς το νάμα
και σα θα κάμει τα παιδιά πάσχει μην πάθουν πράμα.
Μάνα πολύ κουράζεται να γίνουνε μεγάλα
να στέσουν οικογένειες που να ψηφούν Ελλάδα.
Πάντα Θεό να ‘χουν κοντά μη χάνουνε ελπίδα
πως θα ‘χουνε παράδεισο ελεύτερη πατρίδα.
Μαδαρίτης
Η κόρη της εξοχής
και του ήλιου
Μητέρα είχε την εξοχή, τον ήλιο είχε πατέρα
κι αδέλφια είχε τα πουλιά, τα δέντρα τα λουλούδια,
την στόλιζε η ροδόπεπλη αυγούλα κάθε μέρα
και την αποκοιμίζανε οι νεράιδες με τραγούδια.
Σκέπασμα είχε τ’ ανάλαφρο της νύχτας το μαγνάδι
και την νανούριζε απαλά το θρόισμα τ’ αγέρα
και την αγκάλιαζε το φως των άστρων ωσάν χάδι
κι ο Αυγερινός την ξύπναγε πριχού ροδίσει η μέρα.
Λούζονταν και χτενίζονταν στις δροσερές βρυσούλες
με τις νεράιδες χόρευε στις ώριες ρεματιές,
θυμάρι που μοσχοβολάει μάζευε στις ραχούλες
και τον ανθό απ’ τ’ αγιόκλημα και τ’ άνθη απ’ τις ιτιές.
Μήτε οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούσαν να τη δούνε
μήτε οι θερίστριες μήτε κι οι θεριστάδες
μπορούσαν όταν τραγούδαγε να την αφουγκραστούνε,
μονάχα οι στάλες της βροχής και του χιονιού οι νιφάδες.
Όταν ο αητός την έβλεπε στα όρη ν’ ανεβαίνει
κατέβαινε και της χάιδευε τα ολόξανθα μαλλιά της
και η αράχνη δώρο της έκανε το εδικό της χτένι
στον αργαλειό της άνοιξης να πλέξει τα προικιά της.
Πολλές φορές κατέβαινε ‘κει στους μεγάλους κάμπους
κι είχε οδηγό των ποταμών το γάργαρο νερό,
μάζευε και στολίζονταν με τ’ άνθη απ’ τους θάμνους
κι έπαιζε με τον κάτασπρο των ποταμών αφρό.
Κι ύστερα πάλι ανέβαινε με τα φτερά τ’ αγέρα
πάνω στις χιονοσκέπαστες ψηλές βουνοκορφές
και μες στο χιόνι φάνταζε άσπρη σαν περιστέρα
κι έγερνε ν’ αποκοιμηθεί σ’ απόκρυφες σπηλιές.
Και την αυγή ο πατέρας της, με τις χρυσές του αχτίδες,
ζέσταινε το κατάκρυο απ’ τα κρούσταλλα νερό,
την χτένιζαν τ’ αερικά κι έπλεκαν τις κοτσίδες
ενώ οι νιφάδες έστηναν τριγύρω της χορό.
Μα ότι γεννιέται – είπε ο Θεός – μια μέρα να πεθάνει
κι όπως απ’ τ’ άγνωστο έρχεται εκεί ξαναγυρνάει
και δεν υπάρχει αθάνατο στον κόσμο αυτό βοτάνι,
όμως ο κύκλος της ζωής ποτέ δεν σταματάει.
Και μια(ν) αυγή δεν ξύπνησε να βγει να σεργιανίσει,
σαν άγγελο στη κλίνη της την εύρηκε η αυγούλα.
Δάκρυα πικρά τα μάτια της έτρεχαν σαν την βρύση
και με πολλές δροσοσταλιές την έπλυνε η δροσούλα.
Την τύλιξε στα ρόδα της και τα πουλιά τραγούδια
λυπητερά της έλεγαν να την ξεπροβοδίσουν
και τα λουλούδια γίνηκαν λευκόφτερα αγγελούδια
κι όλα τ’ αγρίμια σίμωσαν για να την χαιρετίσουν.
Κι ύστερα ο ήλιος στ’ άρμα του παίρνει τη δόλια κόρη
κι αιώνες στο ταξίδι του μαζί του τριγυρνάει,
θωρεί τα ρόδα η μάνα της που τα ‘χει πανωφόρι
εκεί ψηλά είναι και ζει και τηνε ξεπονάει.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου
Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών
Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Μωραΐτικο
Με πήρε ο ύπνος κι έγειρα σε κρύο μαξιλάρι
κι ήρθε τ’ αηδόνι της αυγής κι εγλυκοξύπνησέ με.
– Ξύπνα κι εσύ καλό πουλί να κελαηδήσεις πάλι.
Στη Ρούμελη μωρέ παιδιά,
στη Ρούμελη και στο Μοριά
έχει κορίτσια λεβεδιά.
Για μια Λιδορικιώτισσα
πολλούς καημούς απόκτησα.
Εκεί ψηλά στον Άι Λιά βαρούν κλαρίνα και βιολιά.
Μωρέ παντρεύουν τη Μαρίνα κι αφήσαν τη Κατίνα,
μα παντρεύεται κι αυτή μα την άλλη Κυριακή.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
– Πάντα μ’ αρέσει να γλεντώ μ’ άντρες που γλεντούνε
μαθαίνουνε κι οι νέοι μας εκειά να πορπατούνε.
– Πολλά χωριά εγύρισα, πολλούς λεβέντες είδα
σαν τη δική σας λεβεδιά, αλλού ποθές δεν ήβρα.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.