Αφού το ξέρεις…
Μια νοσταλγία μέσα μου ξυπνάει
κι αρχίζει να χτυπά γοργά η καρδιά.
Στο παρελθόν η σκέψη μου γυρνάει
και ζωντανεύουν όλα τα παλιά.
Γοργά το τώρα χάνεται και σβήνει
ζω και κινούμαι πίσω στα παλιά
κι όσα το σπλάχνο μου βαθιά του κλείνει,
τα βλέπω και τα νιώθω ζωντανά…
Η Μούσα δίπλα μου χαμογελάει
γιατί με κέρασε άλλη μια φορά
το μαγικό πιοτό της που μεθάει
και περ’ από του χρόνου τη φθορά,
περ’ απ’ τη ζωντανή πικρή αλήθεια
στης νιότης τον παράδεισο ξανά,
όπως συμβαίνει μες στα παραμύθια
σ’ ονειρεμένους τόπους με γυρνά…
Ύστερα μες στα μάτια με κοιτάζει
και λέει: Φεύγω τώρα. Έχε γεια!
Αλλά που φεύγω, διόλου μη σε νοιάζει
αφού το ξέρεις πως θα ‘ρθω ξανά!
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Ασπάζου…
Ασπάζου τα τεκταινόμενα
μέσα στις άγιες εικόνες,
της αγίας ζωής τα δρώμενα
κι αναψυχής τους θαμώνες.
Σπεύδε, που παρακινούμενοι
στους ιερούς αγώνες και λόγια,
όλοι τους ευωχούμενοι
μεσ’ στου ουρανού τα ανώγεια.
Μυρίπνοι ίασμοι εξανθήσαντες
μες στις ροές των αιμάτων τους,
ασπάζου, τον δρόμο δείξαντες,
και στη γιατρειά των ασμάτων τους.
Ασπάζου, π’ άγγελος κάνει σήμα,
γράψε! Κι απέξω μένουν οι γρίφοι,
λάβε την χάρη προσκύνα!…
κι απέξω απομένουν σαν τύρφη.
Ασπάζου των εικόνων σιγή καρποφόρα
κ’ είναι οι μέρες μας άκυρες,
κ’ οι προσπάθειες άκαρπες κ’ η ώρα,
μην αργείς, να προφήτες και μάρτυρες…
Σπεύδε σε σιωπή κυλώμενη
προχωρούν κ’ οι επόμενοι
με αγιασμένες μορφές οι διαβάτες.
Έξω οι τόποι αλώμενοι
σε μια σάλπιγγα παλλόμενη
οι χαμερπείς κ’ οι αποστάτες.
Λένα Αλυγιζάκη
Το χωριό μου Βλάτος
Απ’ έξω κι ανακατωτά, σε μήκος και σε πλάτος,
γνωρίζω το γενέθλιο, τόπο μου και το Βλάτος.
Ξέρω την κάθε γειτονιά κι ας έχει πέσει μέσα,
γιατί κι αν μένω στα Χανιά, καμπάνες μου βαρέσαν.
Μια αναπαλαιώθηκε, που ‘χε ριμάξει χρόνια
κι οι κτήτορες εκάμανε, στη θέση της… σαλόνια.
Τ’ όνομα πήρε τση παλιάς, η νέα συνοικία,
μα δεν οικοδομήθηκε, ‘δω πολυκατοικία.
Δωμάτια εγίνανε, για τουρισμό και μόνο
και έν’ εστιατόριο, που στέκονται στο χρόνο.
Κάποτε με τ’ αδέρφια μου και με τον Σφηναριώτη,
εις τη Μηλιά βρεθήκαμε κι εκεί τον είπα “πότη”.
Εκείνος παρεξήγησε και κόντρα ξεκινάμε,
στα Νέα τα Χανιώτικα, π’ ακόμη τη θυμάμαι.
Μα βγηκ’ απ’ την πορεία μου, πήρ’ άλλο μονοπάτι,
αφού με σπηρουνήσανε, τσ’ ανάμνησης οι βάτοι.
Για τούτο και ξαναγυρνώ, εις τα παλιά στρατάκια,
εκείνα που ξεκίνησα, να γράφω στα στιχάκια.
Που τα γνωρίζ’ από μικρό κι αμούστακο παιδάκι
και τα διαβαίνω σαν βρεθώ, στ’ όμορφο χωριουδάκι.
Απ’ του Κουτρούλι τσι πλαγιές, μέχρι και τα χαλάρια,
μ’ αρέσει να γυρνοβολώ, να βρίσκω μανιτάρια.
Αλλά και χόρτα τσ’ εποχής, έμαθ’ εγώ να βρίσκω,
τσόχους, ραδίκια και λοιπά, έστω με κάποιο ρίσκο.
Φρούτα απ’ άγρια δεντρά, τρώγω με βουλιμία,
κούμαρα και βατόμουρα, δική μ’ επιθυμία.
Το λάδι κάνω του φαγιού, από ελιές τσουνάτες,
που μια χρονιά είν’ αδειανές και μια χρονιά γεμάτες.
Καθόλου τση λιανής ελιάς, το λάδι δεν μ’ αρέσει,
ενώ το τσουνατόλαδο, έχει γλυκιά μια γεύση.
Ετούτα μόνο σήμερα, για το χωριό μου Βλάτος,
που αναμνήσεις παιδικές, είμ’ απ’ αυτό γεμάτος.
Εννιαχωριανός
Νίκος Κακαουνάκης
30-12-2009
Δεν εφοβήθη ο χάροντας του αετού το βλέμμα,
και τ’ ακροφτεροζύγιασμα πούκανε στον αέρα;
Άραγε που το πέτυχε με τα φτερά κλεισμένα,
χωρίς το βλέμμα το άγρυπνο τα βλέφαρα γερμένα;
Κι εσίμωσε του ύπουλα σαν τον γλυκό μορφέα,
και το κορμί του κέντισε η φοβερή ρομφέα!!!
Κι έφταξε το χαμπέρι ντου σαν κεραυνός στην Κρήτη
και το Καστέλι δάκρυσε, Αητέ μου λευκορίτη.
Δεν σκέφτηκες καμιά φορά το χάρο να καλέσεις
με το καρφί στο μπέτη του βαριά να τον πονέσεις!!!
Που να μην έχει γιατρειά, ν’ αφήσει το σπαθί ντου
να τίγεται και να πονεί, ώστε να βγει η ψυχή ντου.
Να γλίτωναν οι σταυραετοί, οι πρεσβευτές τσ’ αλήθειας…
Ιφιγένεια Μπομπολάκη – Βουρδουμπά
Η Αυστηρότητα
Με την αυστηρότητα γλιτώνεις πολλά πράγματα.
Αυστηρός κριτής του εαυτού σου και αυστηρός
κριτής των έργων σου.
Έτσι η απόρριψη φεύγει ντροπιασμένη και
η λεπίδα που είναι καρφωμένη στην πλάτη σου,
σε κάνει απρόσβλητο.
Φεγγάρια κομμάτια, με τον ήλιο να λάμπει και
αχτίδες φωτεινές να πυρώνουν τα φτερά των πουλιών.
Σιγοψιθυρίζω για τα νεαρά ζευγάρια που κάθονται
δίπλα, στα θρανία των καθηγητικών αιθουσών
των Γυμνασίων.
Ζωγραφίζω πάνω στον πίνακα, σβήνω και γράφω.
Φυλάω Θερμοπύλες και αναδιοργανώνω
τις παγανιστικές γιορτές και Διονυσιακές λατρείες.
Κοιταζόμαστε με ντροπή, ηβίσκος κρασιού να μας
μεθύσει και να μας κλειδώσει στα κελάρια, εκεί
που ωριμάζει η φλόγα της ψυχής κι ο νους ταξιδεύει
σε χώρες μακρινές.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Τώρα στα λιομαζώματα
Τώρα στα λιομαζώματα θα βγω στον κάμπο πέρα,
που χάρες έχει αμέτρητες η φύση κι ομορφιές
για να ρουφήξω αχόρταγα τον καθαρόν αγέρα,
να καμαρώσω νιούς και νιές και τις νοικοκυρές
που με τραγούδια ολημερίς μαζεύουν τις ελιές.
Να δω τον γέρο κλαδευτή τα δέντρα να κλαδεύει,
με την περίσσια τέχνη του και χέρι σταθερό
να λέει στον ακάτεχο νιό να τον συμβουλεύει
πώς να φροντίζει το δεντρί για να ‘ναι καρπερό,
να παίξω σαν μικρό παιδί σ’ ελιών τρανό σωρό.
Να δω πως λάμπει από χαρά η χρυσοχέρα κόρη
που ακούραστη σαν μέλισσα δουλεύει ολημερίς
με ροδαλό το πρόσωπο από το ξεροβόρι,
να κυλιστώ στα χώματα της νοτισμένης γης
κι απ’ το νερό να δροσιστώ μιάς γάργαρης πηγής.
Και ν’ ανέβω τ’ απόβραδο στη ράχη στο εκκλησάκι
με ευλάβεια στον άγιο του να πω μια προσευχή,
ν’ ανάψω το καντήλι του κι ένα μικρό κεράκι,
να μου αναδέψει τα μαλλιά τ’ ανάλαφρο αεράκι,
να γαληνέψει η ανήσυχη στα στήθη μου ψυχή.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων