Τα επίγεια πόστα
Ήταν η κόμη κεφαλής ή στέμμα;
Ήταν ηλιοβασίλεμα ή αίμα;
Ήταν η «μάταιη δόξα» της στιγμής.
Ήταν μες στις ειδήσεις πρώτο θέμα
ήταν το αποτύπωμα απ’ το ψέμα
που έσβησε το βήμα της φυγής…
Και το ‘σβησε το πονεμένο πέλμα
του χρόνου, στου Θεού το νεύμα
μες στ’ αντικείμενά μας της ροής…
Κι ανάκατα και πλήσια ετούτα
σε κιβωτό χωρούν ή κούτα
ως πράγματά μας, της διαλογής.
Κάθε χλιδή του κόσμου ή λούσα
κόμη και κεφαλή σου λούστα
από της επερχόμενης οργής…
Απ’ της «οργής» που στήθηκαν τα τόξα
και στόχευσαν τη μάταιη δόξα
της αμαρτωλής μας συγκομιδής.
Μα είναι ανάγκη να τα δεις
τα απλωμένα ουράνια τόξα,
πέρ’ απ’ τα επίγεια πόστα
που στήθηκαν επί της Γης!
Λένα Αλυγιζάκη
•••
Με αγωνία, σημάδια των καιρών
Ζητώ μια μάνα για να βρω· μια μάνα σαν και ‘κείνη που γέννησε τον Χριστό,
μια κόρη τώρα να γεννήσει, μια κόρη που έχει χαθεί από παντού και την ελένε ειρήνη.
Ν’ ανοίγει σπίτια ειρηνικά, που η αγάπη εκεί να βασιλεύει.
Ο άνδρας να φροντίζει τη γυναίκα με στοργή κι αυτή μ’ αγάπη. Να τον συντροφεύει.
Ζητώ μια μάνα να γεννήσει την ειρήνη μέσα στ’ αδέρφια, με δικαιοσύνη να μοιράζονται το βιος. Χωρίς αντιδικίες, μ’ αγάπη δίπλα δίπλα να γερνούν, δέντρα που βγήκαν απ’ τις ίδιες ρίζες.
Ζητώ μια μάνα να γεννήσει την ειρήνη, στο πέτρινο πεζούλι της αυλής, σαν θα καθίσει,
γύρω οι γειτόνοι να στήσουνε χορό, κάτω απ’ τη γέρικη κληματαριά που νάμα το σταφύλι της θα γίνει.
Ζητώ μια μάνα να γεννήσει την ειρήνη που ν’ αδελφώσει τους λαούς και το μπαρούτι
Ήλιος του καλοκαιριού να γίνει, και να ζεσταίνει μεγάλους και μικρούς.
Ζητώ μια μάνα να γεννήσει την ειρήνη: τα εργοστάσια των όπλων να πα κλείσει,
ν’ ανοίξει άλλα να παράγουνε ψωμί, κέρδος αναίμακτο να βγάζουν κι ο θάνατος της πείνας να χαθεί.
Ζητώ μια μάνα να γεννήσει την ειρήνη, να πάρει απ’ το χέρι τα παιδιά,
στο βάθος του ορίζοντα, ελπιδοφόρο το μέλλον ν’ ατενίζει φεγγοβολώντας μέσα τη γαλήνια τους ματιά.
Ιφιγένεια Μπομπολάκη Βουρδουμπά
Ας διδαχτούμε από τον Κύριο…
Σε γαϊδουράκι κάθισε του κόσμου ο Βασιλέας,
στα Ιεροσόλυμα να μπει κι υποδοχής ωραίας
έτυχε, μα αν και είχανε σπουδαίο Μουσαφίρη,
της Σταύρωσης Τον κέρασαν τ’ ολόπικρο ποτήρι
Άντεξε πόνους, εμπαιγμούς, καρφιά, Σταυρό και ξύδι
κι έφυγε για τ’ ουράνιο, αιώνιο ταξίδι
Αγάπησε όσους σκούπισαν του πόνου τις πληγές Του,
όμως δεν τιμωρήθηκαν ούτε οι σταυρωτές Του
Ας διδαχτούμε όλοι μας απ’ το παράδειγμά Του
και πράξη ας το κάνουμε το θείο θέλημά Του
Μίσος, κακία, εκδίκηση, μακριά μας να κρατούμε,
αλλά κι όσους μας έβλαψαν, όλους να συγχωρούμε
Αν η αγάπη μόνιμα στη γη θα κατοικούσε,
κανείς δεν θα υπέφερε, ούτε και θα πονούσε
Κι αν στη ζωή δε μάθουμε πάντα να αγαπούμε,
κάθε στιγμή, κάθε χρονιά, σταυρούς θα πελεκούμε
Περίσσεψαν οι συμφορές στον κόσμο μας και πάλι
κι αλίμονο…όσοι δε χωρούν στης μάνας την αγκάλη
Αρρώστιες, πόλεμοι, σεισμοί, τον κόσμο ξεκληρίζουν,
μα εις τα χνάρια του Χριστού, ελάχιστοι γυρίζουν
Ας ευχηθούμε η φετινή Του Σταύρωση ,να στείλει
σ’ όλου του κόσμου τις καρδιές, την άνοιξη τ’ Απρίλη
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
Κληρονομιά που χάνεται
Κρήτης την Πολιτισμική, ταυτότητα και ρίζα,
πολιτικοί και Άρχοντες, καθόλου δεν στηρίζαν.
Για χρόνια οι υπεύθυνοι, φορείς αυτού του τόπου,
πράττουν σαν να μη ξέρουνε, το χρέος του ανθρώπου.
Που είναι η ανάδειξη και η μελέτη όλων,
των ντοκουμέντων που μετρούν και έχουν παίξει ρόλον.
Στση Κρήτης την μακραίωνη, πορεία στους αιώνες
και στης απελευθέρωσης, τους επικούς αγώνες.
Όλα τα πολιτισμικά, τα δρώμενα του τόπου,
να βγουν απ’ την αφάνεια, έστω και μετά κόπου.
Το υλικό Παύλου Βλαστού, στ’ Ιστορικό Αρχείο,
είναι χρυσάφ’ αμάλαγο, κρυμμένο σ’… ορυχείο.
Κρητών λαϊκά άσματα, είναι καταγραμμένα,
όμως εις το ευρύ κοινό, δεν είν’ εκτεθειμένα.
Και χρόνια, τώρα δυστυχώς, μουχλιάζουνε σε σάκους
και ελλοχεύ’ ο κίνδυνος, να πιάσουνε… μαντάκους.
Μέσα υπάρχει συλλογή, ποιήσεως ποικίλης
με κρητική ντοπιολαλιά, Έμπα αρχαίας πύλης.
Θέληση και διάθεση, έχει ανάγκη μόνο
και τολμηρή απόφαση, εις τον παρόντα χρόνο.
Όλα τα άλλα είναι μια, φτηνή δικαιολογία,
για ν’ απομείνει η υπόθεση και πάλι στα ψυγεία.
Μα όποιος βγάλει σήμερα, το φίδ’ από τη τρύπα
πως σ’ τσ’ εκλογές θα πληρωθεί, το καμπανάκι εχτύπα.
Ευγνωμοσύν’ απέραντη, θα του χρωστάμε όλοι,
αν κάμει το Ιστορικό Αρχείο μας περιβόλι.
Εννιαχωριανός
Φυσική διατροφή
Όντε μας έβαλ’ ο Θεός σέ τουτηνέ τη φύση
ήθελε κάθα εις πού μας σώστα να εκτιμήσει.
Είχαμε ούλοι τοτεσάς μέσα για να τραφούμε
να τον ευχαριστήσουμε πάντα να ευτυχούμε.
Με τον καιρό χαλάσαμε φύση και κόσμ’ ωραία
ζητούσαμε να έχουμε το κάθε τι μηραίο.
Δεν απομείναμ’ εκειδά συνέχεια ζητούμε
πράμα πολύ καλύτερο πο κείνονα που ζούμε.
Ετσά εκαταντήσαμε εγωιστές μεγάλοι
και δε χορταίνουμε ποτές πράμα που φέρνουν άλλοι.
Να σταματήσουμε εδά, ίντα τροφές ζητούμε
που δε μας ικανοποιούν στον τόπο απού ζούμε.
Τα φαητά απούχουμε απού τη γεωργία
δε μάσε δυναμώνουμε πούνε χωρίς νοθεία;
Ζητούμε τα Βρωπαϊκά γή απού ξένες χώρες
θέλουμε πάντα νάχουμε ούλες τσί μέρας τσ’ ώρες.
Βιοτεχνία ελληνική ότι και να σκαρώνει
καθόλου δεν τα θέλουμε ζητούμε νάναι ξένη.
Πολλάναι ταντικείμενα που εύκολα πετούμε
χωρίς να λογαριάζουμε ατμόσφαιρα χαλούμε.
Θεός απού μας έβαλε σε παραδείσου κήπο
εμείς τον καταντήσαμε γεμάτο από ρύπο.
Ούλοι θαρούμε πως μπορεί διόρθωση ένα χρόνο
δε γίνεται α δέ γενεί σωστή ζωή με τόνο.
Η φύση για να ξαναβρεί πάλι τον εαυτόν τζη
μεγάλη θελ’ υπομονή και σεβασμό δικό τζη.
Πόλεις, χωριά και εξοχές αν δε συμαζωχτούνε
θα λείψουνε απού τη γη αθρώποι που θα ζούνε;
Μαδαρίτης
Θάνατος
Δε σε φοβάμαι, θάνατε, καθόλου·
το ξέρω πως θα ‘ρθεις· το περιμένω·
μα ωστόσο, φιλέ, μέχρι ν’ ανασαίνω
κάτω απ’ το πλήθιο φως τ’ Ουράνιου θόλου,
θα κάνω ό,τι μπορώ, ν’ αργοπορήσει
ο μπιστεμένος δούλος σου, ο χάρος,
που των θνητών φορτώνεται το βάρος
το στάχυ της ζωής μου να θερίσει.
Όμως, το τέλος κάποτε θα φτάσει…
Ω, της ζωής μας γρήγορο ταξίδι
και ποιος μπορεί θνητός να σε χορτάσει!
Μα έτσι για μας η φύση έχει ορίσει
κι αφού θνητού “φοράμε δαχτυλίδι”,
αιώνια δε μπορεί κανείς να ζήσει!