Μαθητευόμενοι άγιοι
Μαθητευόμενοι ως άγιοι,
στον αγιασμένο τους βίο,
κι ιστάμενοι όλοι πλησίον,
καθένας, ζωή αναπαράγει…
“Στα φυλλοβόλα τα δέντρα μας”
ο Εκφύων της ζήσης κι ο σείων,
ο Κτίστης κι ο Καταλύων
τα σταθμά και τα μέτρα μας…
Και υφή παίρνουν τα βράδια μας
απ’ το επέκεινα αγνάντια μας,
και ζώντας σε μια αγρανάπαυση
παίρνει η ελπίδα παράταση…
Κι όλως μπροστά μας και πλάγια μας
ορίζοντες και λιβάδια μας,
ο σαββατισμός κι η ανάπαυση,
η Κυριακή κι η εξανάσταση.
Μαθητευόμενοι ως άγιοι,
γίνονται ορίζοντες πλάι μας
ένα τραπέζι απέναντι,
ένα κοινό μας πεζούλι…
Και η έρημος έναντι,
σαν του παραδείσου γιούλι,
καθώς σμικραίνουν τα χάη μας,
καθετί, τη χαρά θα παράγει…
Μαθητευόμενοι ως άγιοι
οι κλίνες της ασθενείας μας
αγγίζουν τη σωτηρία μας
και κάθε πόνος υπάγει…
Μαθητευόμενοι ως άγιοι,
εγγύς στην ελευθερία μας,
στου παραδείσου πλατεία μας,
σε ήλιο αιώνιο που θα βγει…
Λένα Αλυγιζάκη
Αφιερωμένο στον εγγονό μου
Ανδρέα Σκαλιδάκη
Σε μια πατρίδα θέλουνε
Στ’ αγιόκλημα φιλοξενώ Πουλάκια φωλεμένα,
που τραγουδούν μελωδικά σα να ‘ναι μαγεμένα.
Μόλις εχτίσανε φωλιά επιάσαμε φιλία,
τα μυστικά τους λένε μου που έχουν ιστορία.
Τά ‘χει ο θεός περίτεχνα ομορφοπλουμισμένα,
και εις τα κελαηδίσματα ονειροπλουτισμένα.
Είναι Πουλιά τσι ξενιθιάς πολυταξιδεμένα,
μα ‘χουν καλές πατρίδες δυο γι ´αυτό ‘ναι λυπημένα.
Όσα Πουλάκια γεννηθούν τους λέμε την αλήθεια,
για δυό πατρίδες πούχουμε και όχι παραμύθια.
Πιενόρχουνται για δε μπορούν θέλουνε να στεριώσουν,
γι’ αυτό και ξενιτεύουνται μόλις τα μεγαλώσουν.
Τραγουδιστά μιλούνε μου παρηγοριά ζητούνε,
να τονέ δώσω σιμβουλή θαρρώ παρακαλούνε.
Τα παρηγόρησα γλυκά με λόγια τση ψυχής μου,
με τση καρδιάς μου μυστικά και πάθη τση ζωής μου.
Σε μια πατρίδα θέλουνε παντοτινό κονάκι,
μα Στσι καιρούς π’ αλλάζουνε τα παίρνει τ’αεράκι.
Στην άλλη τη πατρίδα τους βρίσκουνε λιμανάκι,
και ξαναχτίζουνε φωλιά μ’ ελπίδα και μεράκι.
Μαρία Νίκ. Γρυφάκη
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Κόρη ακριβή της άνοιξης του Μάη πρώτη μέρα
που με μι(α) ανείπωτη χαρά όλοι σε καρτερούν,
στον ερχομό σου εγώ θαρρώ χρυσή παίζεις φλογέρα
και μια ουράνια μουσική οι νότες της σκορπούν.
Ω, στ’ άκουσμά της το γλυκό η πλάση όλη χορεύει
τ’ αηδόνι σέρνει το χορό και τ’ άλλα ακολουθούν
του κόσμου τα πετούμενα, το κύμα αργοσαλεύει,
κάμποι βουνά και λαγκαδιές από χαρά μεθούν.
Πολλοί το λεν κι έρωτας τα βέλη του πυρώνει
στον ήλιο σου κι όποιον χτυπούν στη μέρα σου γλυκόν
πόνο νιώθει στα στήθια του που μέσα του ριζώνει
κι όσο θα ζει, για κείνον ζει και σβήνεται μ’ αυτόν.
Κόρη ακριβή, μυριόχαρη του Μάη θυγατέρα
στον άλλο σου τον ερχομό φέρε χαράς πνοή
για ν’ απλωθεί σαν βάλσαμο στην πλάση πέρα ως πέρα
κλείνοντας όλες τις πληγές που αιμορραγούν στην γη.
Ελπίδας φέρε μήνυμα σε όσους πονούν και τρέμουν
απ’ του πολέμου την οργή, ειρήνης ζεστασιά
φέρε ψωμί σ’ όσους πεινούν, δύναμη σ’ όσους γέρνουν
απ’ τα πολλά τα βάσανα, δουλειά στην εργατιά.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Χρονοκρατορία
Κύκνοι λευκοί ισορροπούν με το απαλό άγγιγμα του ανέμου.
Μίλησε στην κοπέλα που περιμένει κάπου στη γωνιά της ψυχής σου για να γεμίσει η νύχτα άνθη θαλερά.
Κοιμάμαι, γιατί μόνο τότε δεν πονάω.
Ονειρεύομαι, γιατί έτσι ο Σταυρός μου, γίνεται πιο ελαφρύς.
Τα απογεύματα καταγίνομαι με την κηπουρική κι αγναντεύω τις πρασινάδες της εξοχής, καθώς ταξιδεύω στο χωριό που έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Εσύ, μην κάνεις τίποτε.
Απλώς, διάβασέ με, ασχολήσου με το κουβάρι που η σκέψη μου ξετυλίγει. Από τις νύχτες της ενδοσκόπησης, καταλήγω στις λεπτές ισορροπίες της ζωής, που με κάνουν να ποθώ ακόμα πιο πολύ, την αιωνιότητα.
Δεν κρατάω κακία, μόνο υψώνω το ανάστημά μου, εκεί που τα λόγια θίγουν το σύμπαν του κόσμου μου.
Ρουφάω το μεδούλι των βιβλίων μου και τυλίγομαι σε θυελλώδεις νύχτες καπνού και δακρύων.
Δίνω ώρα στη σκέψη καθώς ο χρόνος κυλάει κι αφήνει πάνω στο σώμα μου, ανεξίτηλα τα σημάδια του.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Τα παιδικά μας χρόνια
Τα παιδικά τα χρόνια μας αξέχαστα ‘χουν μείνει
κι αναπολούμε σήμερα μια εποχή που σβήνει.
Μικρά παιδιά επαίζαμε με τόπι και με μπάλα
εις των σπιτιών μας την αυλή με τα παιδάκια τ’ άλλα.
Μια πέτρα στήναμε ορθή, τη βάζαμε για μπούτι
κι αντί για τόπι είχαμε συχνά γαλατοκούτι.
Άλλες φορές εσιάζαμε μπάλα με τα κουρέλια
κι έτσι διασκεδάζαμε σαν είμαστε κοπέλια.
Ξύλινες ρόδες κόβαμε και κάναμε πατίνι
μ’ αυτά περνούσ’ η ώρα μας, την εποχή εκείνη.
Ξυπόλητα επαίζαμε με κρύο και αντάρα
αμπάριζα, κυνηγητό και την ξυλογαϊδάρα.
Επέφταμε, χτυπούσαμε και έτρεχε το αίμα
μα το ξεπλέναμε καλά στο διπλανό το ρέμα.
Ύστερα συνεχίζαμε, με πάθος το παιγνίδι
με πέτρες κυνηγούσαμε και ποντικό και φίδι.
Αργότερα εκάναμε αγώνες εις το Βλάτος
κι επίπεδος γινότανε, ο πιο ψηλός ο… βάτος.
Πλάκες εστήναμε παιδιά και πιάναμε πουλάκια
κι ένα κουρούπι γέμιζε, τσίχλες και γιαννακάκια.
Στον Πλάτανο ερχότανε για εκδρομή σχολεία
και να μας πάει ο Μαθιός, δεν είχε δυσκολία.
Κι αν στο σκολειό μαθαίναμε το Βήτα και το Κάπα
στον αχεριώνα φέρναμε τ’ άχερα με την κάπα.
Βοηθούσαμε και στις ελιές, στο θερισμό, στον τρύγο
και στης ζωής το νόημα μπαίναμε λίγο λίγο.
Σταφύλια σαν πατούσαμε μέσα στο πατητήρι
με μπακαλιάρο «καφαλτί», κάναμε πανηγύρι.
Με ήλιο εδουλεύαμε και με μεγάλη ζέστη
μα πάντα περιμέναμε να ‘ρθει «Χριστός Ανέστη».
Το Πάσχα ήτανε για μας, η πιο καλή μας μέρα
γιατί μας έκαν’ ο μπαμπάς και την καλή του χέρα.
Παραμονή Χριστούγεννα και του Αγιού Βασίλη
ελέγαμε τα κάλαντρα, απ’ το πρωί ως το δείλι.
Οι χωριανοί μας δίνανε, πάντα καλοχερίδια
κι ένα καλάθι τρούλιαζε, μύγδαλα και καρύδια.
Έτσι περνούσαμε εμείς, σε περασμένα χρόνια
μα τα σημερινά παιδιά τη βγάζουν στα… σαλόνια.
Εις τις σχολές μαθαίνουνε και το χορό ακόμα
κι ύστερα ξεκουράζονται, σε πουπουλένιο στρώμα.
Εμείς σχολές δεν είχαμε κι αν μάθαμε και κάτι
το πήραμ’ από το χορό, αν έκοβε το… μάτι.
Αυτά που γράφω σήμερα, θυμούμ’ ακόμη κι άλλα
μ’ άλλη φορά θα σας τα πω προτού τα πάρ’ η μπάλα.
Εννιαχωριανός
Οι δυο μου αγάπες
Νιώθω βαθιά μου μια πνοή ν’ ασφυκτιά
γιατί στενός πολύ της φαίνεται ο χώρος.
Ζητά να φύγει, ν’ απλωθεί, να υψωθεί,
και σα μαγνήτης την τραβά ο Ουράνιος θόλος.
Λες νιώθει εκεί σα μια πατρίδα της παλιά
σ’ άγνωστο χώρο μακρινό να την προσμένει.
Αιώνες πριν σα να ‘χε ζήσει κάπου εκεί
προτού βρεθεί στον τόπο τούτο “εξορισμένη”.
Ποτέ δεν μπόρεσαν της σκέψης τα φτερά
στον τόπο εκείνο του μυστηρίου να σιμώσουν
και την εικόνα του σαν όραμα ιλαρό
μπροστά στα μάτια τα θνητά να ξεδιπλώσουν…
Τούτο τον τόπο τον αγάπησα πολύ
αλλά δεν είναι βολετό εδώ να μείνω·
μα και τον άλλο όπου στ’ Όνειρο ζητώ,
ζεστά πολύ μες την καρδιά κι αυτόν τον κλείνω!
Μες στις αγάπες μου τις δυο αναμεσός,
τη μι’ αγκαλιάζω. Ονειρεύομαι την άλλη…
Περ’ απ’ τα γήινα η σκέψη με τραβά
νοσταλγικά να τη ζητώ πάλι και πάλι!
Πολύ φοβάμαι θα τις χάσω και τις δυο.
Αγάλι- αγάλι για τη μια ο χρόνος φτάνει…
Μα για την άλλη που η ψυχή μου αναζητά,
ας μην αφήσω την ελπίδα να πεθάνει!