Πού είσαι, μανούλα μου γλυκιά…
Προχθές, αναστορήθηκα της μάνας μου τους τόπους,
όλα τα χρόνια π’ έζησε στου κύρη μου τους τόπους…
Πρωί–πρωί ξεκίναγε, να πάει στο πηγάδι,
Να φέρει δροσερό νερό, να πίνουμε ως το βράδυ
Κι ύστερα, ρούχα φόρτωνε, να πάει για μπουγάδα,
Όσα στο σπίτι εμάζωνε, όλη την εβδομάδα
Στον ποταμό επήγαινε, για να τα μοσχοπλύνει
Κι ακόμα νιώθω γύρω μου τη μυρωδιά εκείνη,
Από τα λεμονόφυλλα, τη στάχτη, το λουλάκι,
που τα’ κανε να γίνονται κάτασπρα, σα βαμβάκι
Έτρεχ’ η μάνα μου παντού, σ’ ελιές, θέρος και τρύγος
Κι ο κόπος της για όλ’ αυτά…δεν ήτανε και λίγος
Στην κάψα του καλοκαιριού δούλευε το δρεπάνι
Και μέσ’ στο καταχείμωνο ελιές, σωρό να κάνει
Το φαγητό της ήτανε πάντοτε εις την ώρα
Κι ας το’ ψηνε στην πυροστιά, π’ άγνωστη είναι τώρα…
Και ζύμωνε και φούρνιζε ψωμί και παξιμάδι
Και με τα ξυλοκάρβουνα σιδέρωνε το βράδυ
Ποτέ μου δεν την άκουσα, παράπονα να κάνει
κι ολημερίς η έγνοια της ήταν, να μας προκάνει,
να μη μας λείψει τίποτα…Κι ήταν η αγκαλιά της
ένα λιμάνι ήρεμο, να κλείσει τα παιδιά της
Κι όταν η μοίρα το’ γραψε, να μείνει μοναχή της,
σαν κυπαρίσσι όρθιο, στάθηκε το κορμί της
Τώρα, υπάρχουν γύρω μας του κόσμου οι ευκολίες,
…το πάτημα ενός κουμπιού, δεν έχει δυσκολίες
Κι όμως, ποτέ δεν είμαστε-θαρρώ-φχαριστημένες
κι από το βράδυ ως το πρωί, νιώθουμε κουρασμένες
Στον άντρα μας και στα παιδιά τα νεύρα μας ξεσπάμε
και για να ηρεμήσουμε, τη βόλτα μας ζητάμε…
Πού είσαι, μανούλα μου γλυκιά, που ήξερες για βόλτα
το πανηγύρι του χωριού… και της αυλής την πόρτα
Δε λέω, να γυρίσουμε στα παλαιά τα χρόνια,
μα να’ χουμε τις μάνες μας παράδειγμα ΑΙΩΝΙΑ
Στην αγωνίστρια μάνα μου
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
Ave Maria!
Σὰν ἔριχνα τὰ χέρια μου ἀπ’ τὸν λαιμό σου γύρω
κι ἔβλεπα τὸ μέτωπο νὰ στέφουν τὰ μαλλιά σου,
τὰ χείλια σου τὰ πότισε ἡ εὐτυχία μὲ μύρο
καὶ κόκκινο τριαντάφυλλο ἀνοίχτηκε ἡ καρδιά σου.
Σὰν ἔριχνες τὰ χέρια σου τριγύρω ἀπ’ τὸν λαιμό μου,
δάκρυ λατρείας ἔσταξε στὰ σπλάγχνα σου ἡ ψυχή μου·
κι ἔνιωθα νὰ μὲ κράταγες μακριὰ ἀπ’ τὸν θάνατό μου
κι ἔνιωθα νὰ γεννιόσουνα ξανὰ μὲς στὴ ζωή μου!