Αφιέρωμα στη Μάχη της Κρήτης
ΡΙΜΑ
Στην Κρήτη ριζοβλάστησε τση αντρειάς φυντάνι
κι οι αετοί τση λευτεριάς το πλέξανε στεφάνι.
Σαν τ΄άγιο δισκοπότηρο κι άγιου φωτός λαμπάδα,
η μάχη τση, άγια λευτεριάς λογάται καντουνάδα.
Κρήτη μ΄ολόχρυσο σταυρό σου πρέπει ΄κονοστάσι
που μόνη μπέτη έστεξες τ΄οχτρού που ΄χεν η πλάση.
Κι ως άγιους τσ΄οπλαρχηγούς βάλτε προσκυνητήρι
που με θυσία βάστηξαν τση λευτεριάς χατίρι.
Χατίρι , μνώξανε, ακριβό τση λευτεριάς τση βγαίνει
κατσούνες, πέτρες και ψυχή, χαλί ήταν να διαβαίνει.
Τση μάχης σου τσ΄ηρωικής σ΄όποιο χωριο κι αν φτάσω
απ΄άκρη σ΄άκρη Κρήτη μου, με μόσκους θα θυμιάσω.
Στ΄Ανώγεια τα μαρτυρικά, στην πονεμένη Βιάννο,
με τ΄άγιο μοσκολίβανο ευχέλαιο θα κάνω.
Σε Μάλεμε και Γαλατά, σε Κάντανο και Σούδα,
κι οι πέτρες απ΄αντίκρυσα ηρωισμό αναδούδα(ν).
Ποιο πρώτο ν΄αναστορηθώ, δάκρυ για ποιο ν΄αφήσω
που σ΄όλα των ευλαβικά πρέπει να γονατίσω!!!
Στέξετε αδριάντα στσ’ αντρειάς και λευτεριάς τη φύτρα
και γράψτε με δαφνόφυλλα, Κρήτη αετογεννήτρα!!!
ΝΕΟΡΙΖΙΤΙΚΟ
Σ’ ούλη την πλάση καταχνιά, πολέμου κατσιφάρα
σκορπίσανε τα νέφαλα π’ ούλα τα σκοτεινιάσαν,
κι αντάμα με το χάροντα θερίζαν παλικάρια
καπεταναίους στ’ άρματα και στην αντρειά ξαθέρια.
Μ’ ανάμεσα στα νέφαλα φέγγει μια αντιλαψίδα!!!
Προβαίν’ η Κρήτη και βαστά τη λευτεριά ‘π’ τη χέρα
η ρήγισσα η ξακουστή, η αετογεννήτρα,
π’ άφτει καντήλι λευτεριάς με πέτρες και κατσούνες,
με τσ’ αντρειάς τσ’ οπλαρχηγούς τσι αρματοζωσμένους
στη μάχη π’ όντε χύθηκαν, μπαρουτοκαπνιστήκαν
κι εξεμιστεύτηκε ο ντουνιάς, κι άλλαξε τύχη ο κόσμος
Κρήτη μου με τη μάχη σου.
Χαρούλα Ιωάννη Τζιγκουνάκη
Άνθρωποι και Υπάνθρωποι
Ο ανταριασμένος Ωρίωνας και η χαμένη Ατλαντίδα
βυθίζονται στη θάλασσα.
Το μαύρο ένδυμα περιμένει τις γυναίκες
να το φορέσουν.
Αιματοβαμμένα χέρια στρατιωτών, βομβαρδισμένες πολιτείες
και κλάματα, συμπληρώνουν τον καμβά του πολέμου.
Φως που γίνεται σκοτάδι, μέρα που δεν ξέρεις
αν ξημερώσει.
Με τα χέρια παγωμένα και μάτια όλο φωτιά·
ψυχρές κουβέντες και διαγγέλματα, ομιλίες
και ψεύτικες υποσχέσεις.
Έτσι, ζουν ανένοχα τη ζωή τους οι ηγέτες.
Η γλυκιά καρέκλα της εξουσίας·
οι ψυχές με γιγαντώδη πάθη, εκτονώνουν
τις ενοχές τους σε αθώους ανθρώπους.
«Ο πόλεμος και το χρυσάφι· αυτή ήταν ανέκαθεν
η ιστορία του κόσμου· ο πόλεμος και το χρυσάφι».
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Επίκαιροι στίχοι
Καρτερώντας τη νίκη
Κράταγε ο γέρος κι έκλαιγε στην αγκαλιά το εγγόνι
κλεισμένο στο υπόγειο δίχως σταλιά νερό
κι ένιωθε μες στις φλέβες του το αίμα να παγώνει
κι έλεγε ‘’Θεέ μου άσε με τη νίκη να χαρώ!’’
Η μάνα εθελόντρια πήγε να βοηθήσει
τους τραυματίες που σπάραζαν στη ματωμένη γη,
ενώ ο πατέρας έφυγε να πάει να πολεμήσει
τον βάρβαρο, που ‘χει ψυχή γιομάτη με οργή.
Σκόρπια κορμιά, δεξιά – ζερβά κείτονταν μες στους δρόμους,
μάνες που κράταγαν παιδιά νεκρά στην αγκαλιά
ενώ οι γριούλες βάδιζαν με κυρτωμένους ώμους
και στις φωλιές τους τα πουλιά δεν έβγαζαν λαλιά.
Σίδερο, ατσάλι και φωτιά έπεφτε απ’ τα αιθέρια
κι ενώ η ειρήνη πάλευε να βγει από τη φωτιά
η ελπίδα έκλαιε στη γωνιά με ματωμένα χέρια,
σμήνη κοράκων φάνηκαν στο βάθος μακριά.
Ο γέρος στο εγγόνι του έλεγε σιγαλά:
‘’Η νίκη θα ‘ρθει, δεν αργεί, με ορθάνοιχτα φτερά
και θα επουλώσει τις πληγές και θα χορτάσεις γάλα
στο κόρφο της μανούλας σου γεμάτος με χαρά!’’
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Υ Μ Ν Ο Σ
Στον Σεβασμιώτατον Αρχιεπίσκοπον Κρήτης
κ.κ. Ευγένιον Αντωνόπουλον
(Ἀκροστιχίδα)
Ἄ ξιος, θεοπρόβλητος, Κρήτης Πρωθιεράρχης,
Ρ αίνομε ἄνθη, ὅπου περνᾶ τοῦ Κάστρου ὁ Ποιμενάρχης.
Χ αρὰ ἐμπνέεις στοὺς πιστοὺς καὶ χαίρονται μαζί σου,
Ἰ δανικὰ καὶ ἀρετὲς κοσμοῦν τὴν ὕπαρξή σου.
Ε ὐχόμεθα ὁ Κύριος κι ἡ Παναγιὰ Μαρία,
Π λούσια εἰς τὸ ἔργον σου νὰ δίνουν εὐλογία.
Ἰ σχὺς καὶ δύναμη πνοῆς γιὰ θεῖες προσδοκίες,
Σ ὺ κατευθύνεις τοὺς πιστοὺς σὲ ἄφθαρτες ἀξίες.
Κ έντρο ἑνότητας πιστῶν Ναὸς καὶ Ἐκκλησία,
Ὅ λοι μὲ πόθο λαχταροῦν δική σας παρουσία.
Π άντα κηρύττεις στοὺς πιστοὺς ἀγάπη καὶ εἰρήνη,
Ὁ μόνοια, πραότητα, χαρά, δικαιοσύνη.
Σ κοπὸς ἡ μίμησις Χριστοῦ, νόμος ζωῆς νὰ γίνει.
Κ άστρο, χωριὰ σᾶς χαίρονται, ἡ Κρήτη πέρα ὡς πέρα,
Ρ ωτοῦν νὰ ἀνταμώσουνε τὸν φαεινὸ ἀστέρα.
Ἤ ρεμα στρέφεις τοὺς πιστοὺς σὲ ἔργα εὐποιΐας,
Τ ονώνεις δύναμη ψυχῆς, θάρρους καὶ παρρησίας.
Ἡ πόλις, τὸ Ἡράκλειο, ἀγάλλεται καὶ χαίρει,
Σ ὺ τ’ ἁγιάζεις κι εὐλογεῖς μὲ τὸ δεξί σου χέρι.
Ε ὐχόμεθά σου, Δέσποτα, εὐλογημένα χρόνια,
Ὑ γείαν ἀδιάπτωτον, ἰδανικὰ αἰώνια.
Γ αλήνιος, εὐγενικός, μὲ θεῖες προσδοκίες,
Ἐ νθουσιάζεις τοὺς πιστοὺς μὲ αἰσιοδοξίες.
Ν όμος γιὰ Σᾶς ἡ προσφορὰ καὶ ἡ φιλανθρωπία,
Ἰ διαιτέρως συγκινεῖ μιὰ θαυμαστὴ πορεία.
Ὅ λη ἡ Κρήτη χαίρεται κι ἀγάλλεται μαζί σου,
Σ υγχαίρει πανηγυρικὰ ἐπάξια ἐκλογή σου.
Ἀ στείρευτη πηγὴ χαρᾶς στὸ δάκρυ καὶ στὸν πόνο,
Ν έοι καὶ γέροι λαχταροῦν τὸ βλέμμα σου καὶ μόνο.
Τ ώρα καιρὸς γιὰ προσευχή, δράση, δημιουργία,
Ω ραῖο πρότυπο ζωῆς μέσα στὴν κοινωνία.
Ν έος μὲ ὁραματισμοὺς καὶ αἰσιοδοξίες,
Ὄ νειρα ἐκπληρώνονται μὲ μόχθους καὶ θυσίες.
Π αράδειγμα πρὸς μίμηση ἀγάπης καὶ εἰρήνης,
Ὅ λοι στὸν δρόμο τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δικαιοσύνης.
Ὑ πόδειγμα εἰρηνικοῦ καὶ ἐναρέτου βίου,
Λ άτρης ὁσίων, ἱερῶν καὶ μίμησις Κυρίου.
Ὁ λόψυχα εὐχόμεθα καλὴ Ποιμαντορία,
Σ υνοδοιπόροι στὴ ζωή, χαρὰ και εὐδαιμονία.
Τοῦ Ἠλία Μετοχιανάκη,
Καθηγητῆ Πανεπιστημίου Κρήτης
Η ομάδα της Εμπορικής Σχολής Χανίων 1971 συγχαίρει θερμά την συμμαθήτρια τους Γεωργία Ελευθ. Πιακουλάκη από τα Περιβόλια Κυδωνίας για τη διάκριση της στον 12ου Παγκόσμιο Λογοτεχνικό και Καλλιτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ με το β’ βραβείο στο ποίημα “Δύναμη ψυχής” τιμώντας τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή.
Δύναμη ψυχής
Πέρασαν χρόνια εκατό μαύρα στην ιστορία
που έγινε η καταστροφή εις την Μικρά Ασία.
Οι Τούρκοι άγρια θεριά μ’ όλη τους την μανία
ρήμαξαν πόλεις και χωριά σ’ όλη την Ιωνία.
Η Σμύρνη πόλη ήτανε ένα μαργαριτάρι
όλοι γι’ αυτήν μιλούσανε με περισσό καμάρι
Οι Τούρκοι εκεί ξεσπάσανε με λύσσα και την κάψαν
τον άμοιρο τον πληθυσμό τον βίασαν τον σφάξαν.
Πρόσφυγες καταφτάσανε μακριά ‘πο την πατρίδα
έκλαιγαν για την μοίρα τους δεν είχανε ελπίδα.
Νοικοκυραίοι ήτανε ζούσαν ευτυχισμένοι
και σε μια μέρα γίνανε όλοι δ δυστυχισμένοι.
Έχασε η μάνα τα παιδιά και τα παιδιά τον κύρη
έμειναν σπίτια αδειανά χωρίς τον νοικοκύρη.
Με όση δύναμη ψυχής τους είχε απομείνει
ξεκίνησαν απ’ την αρχή άναψαν σαν καμίνι.
Μάζεψαν τα κομμάτια τους και ξαναζωντάνεψαν
με πείσμα, αγάπη για ζωή τα όνειρα τους θρέψαν.
Και ανασκουμπωθήκανε άσπρισαν τα δρομάκια
και μυρωδιές ξεχύθηκαν σε όλα τα σοκάκια.
Κρατώντας τα κειμήλια και όσα είχαν φέρει
δείξανε τον πολιτισμό σ’ όλης της γης τα μέρη.
Αγαπημένη Σμύρνη μου που έγινες ταινία
τα πάθη σου γραφτήκανε σε άπειρα βιβλία
(Η Περβολιανή)