Μάχη τσι Κρήτης
παιδικές αναμνήσεις
Κάμποσα που θυμούμαστε ογδόντα ένα χρόνια
έπρεπε να τα λεμ’ εδά ν’ ακούνε παιδιά κι εγγόνια.
Πολλά ν’ όσα βαστήξαμε στο παιδικό μυαλό μας
απού γενήκαν τοτεσάς έρχουντεδά στο νου μας.
Θυμούμαστε και μερικά που κάναν οι μεγάλοι
σε κάθε μια επέτειο στο νου έρχονται πάλι.
Αεροπλάνα είδαμε πρώτη φορά στον τόπο
απού πολυβολούσανε την κίνηση αθρώπω.
Σε μια σπηλιά χωστήκαμε στο Χαλασέ πια πέρα
επήραμε και τη γιαγιά που έτρεμ’ ούλη μέρα.
Στο Κολυμπάρι Ευέλπιδες βγήκανε με καράβι
εις τη Γωνιά επήγανε τη νύχτα με σκοτάδι.
Αποκειδά σαν βγήκανε στα Ροδωπού να πάνε
οι Γερμανοί αρχίξανε να τσοι πολυβολάνε.
Κρυβόμενοι αποκειδά την Κίσαμο περάσαν
την άλλη μέρα το πρωί στο Σάσαλο εφτάξαν.
Η Λάλη μου εζύμωνε ψωμιά αυτή τη ώρα
εμύριζ’ ούλο το χωριό το φουρνιστό αέρα
Ευέλπιδες ζητήξανε να φάνε εκειά πέρα.
Εδώκαμ’ ούλο το ψωμί δεν πήραμε δεκάρα
αυτοί αγωνιζότανε για ούλη την Ελλάδα.
Εγώ σαν είμουνε μιτσός πρώτη φορά θωρούσα
άντρες ναν’ ομοιόμορφοι τουφέκια και βαστούσαν.
Ετσά σαν είμουνε παιδί δεν το κατανοούσα,
έμαθα όμως αργότερα κι από χαρά ξεσπούσα
Θυμουμ’ εγώ κι άλλα πολλά άλλη φορα θα γράψω
ανε μ’ αφήσει ο Θεός μαζί να μην τα θάψω
Μαδαρίτης
Επίκαιροι στίχοι
Η δικαίωση
Απόστασε ν’ ανεβεί την ανηφόρα
ώσπου να φτάσει στην πανύψηλη κορφή,
όμως αντίκρισε των κόπων του τα δώρα
κι ένιωσε μι’ αγαλλίαση κρυφή μες στην ψυχή.
Μπόρα τον χτύπησε και μαύρη καταιγίδα
και καταχνιές τον κύκλωσαν πολλές,
μα πότιζε με ιδρώτα την ελπίδα
και κείνη του ‘λεγε: «δεν κατακτιούνται εύκολα οι κορφές!»
Τώρα εκεί τη βίγλα του έχει κτισμένη
κι όλο τον κόσμο τον θωρεί από ψηλά
κι ακούει την πατρίδα του που είναι ευτυχισμένη
«χαλάλι σου που για σένα ξόδεψα αγαθά πολλά!»
Και με τα μάτια της ψυχής θωρεί τον γέρο του πατέρα
πως όργωνε τη γη κι η μάνα να πηγαίνει από κοντά,
απ’ τη φαμίλια τίποτα μη λείψει, ώσπου μια μέρα
της εκκλησίας η καμπάνα πένθιμα χτύπησε και δυνατά.
Μα πριν να πετάξει στα ουράνια η ψυχή τους
κι αφήσουν αδειανή χωρίς φωτιά την παραστιά,
μια Κυριακή πρωί του δώσαν την γλυκιά(ν) ευχή τους
γιατί ένοιωθαν βαριά στους ώμους τους τα γηρατειά.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Κοιμάσαι και ονειρεύεσαι
Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι αϊδόνι ευτυχισμένο,
γιατ’ η ζωή σου χάρισε ταίρι γλυκοπλασμένο.
Π’ έχει τσ’ αγάπης ομορφιές του έρωντα στολίδια,
και τη χαρά ντου τραγουδεί στσ’ άνοιξης τα παιγνίδια.
Είς το χορό τση άνοιξης είναι προσκαλεσμένο,
και κελαηδεί χωρίς στεμό ωσάν το μαγεμένο.
Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι γεμάτη τη φωλιά σου,
όμορφα αϊδονόπουλα νάχεις στην αγκαλιά σου.
Να τα φροντίζεις στοργικά με του πουλιού το γάλα,
σιγά-σιγά να τα θωρείς να γίνουνται μεγάλα.
Να τα μαθαίνεις να πετούν να κάνουνε καντάδες,
σε γλέντια με χαροκοπιές να νιώθουν βασιλιάδες.
Αϊδόνι μερακλήδικο οντέ θα ξεκινήσεις,
να τραγουδείς μαγευτικά ποτές μη σταματήσεις.
Μ’ αγάπης κελαηδίσματα σε ρεματιές με ρυάκια,
και στσ’ άνοιξης τσ’ αροδαμούς πούχουνε λουλουδάκια.
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Συγγραφέας