Τούτη τη νύχτα
Τούτη τη νύχτα πάλι “ταξιδεύω”
σε κόσμους μαγικούς κι ονειρεμένους
κάπου μέσα στο σύμπαν ξεχασμένους
και της ειρήνης τον ανθό γυρεύω…
Εδώ στη Γη μας έπαψε να θάλλει
τι κι αν μες στις καρδιές μας έχει θέση,
δεν είναι βολετό καρπό να δέσει
γιατί δεν τον αφήνουν οι Μεγάλοι…
Γι’ αυτό και ο νους μου κίνησε κουρσάρος
ειρηνανθούς στο σύμπαν να γυρεύει
εκεί που μερτικό δεν έχει ο χάρος!
Τούτη τη νύχτα της βαθιάς γαλήνης,
πέρ’ από του καιρού μας τα ερέβη
τον ώριο ανθό γυρεύω της ειρήνης!
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Αρίγανη
Το Σάββατο εις το χωριό, βρήκα λιγάκι χρόνο
και μάζεψα αρίγανη, για χρήση μου και μόνο.
Οταν η ψέστη κόπασε, απόγεμε βραδάκι,
έπιασα ‘γω τ’ ανάπλαγα, στ’ όμορφο χωριουδάκι.
Αφού εφοδιάστηκα, μ’ ένα ψαλίδι πρώτα,
βγήκα προς αναζήτηση, χωρίς πολύ ιδρώτα.
Παλιά εφύτρων’ αρκετή, στα πλάγια του Κουτρούλη,
όμως τα φυτοφάρμακα, την αφανίσαν ούλη.
Ελάχιστη παρέμεινε, σ’ απόμερα σημεία,
γνωστά σ’ όσους στο βότανο, έχουν αδυναμία.
Τοποθεσίες δεν θα πω, να μην τσι μάθουν κι άλλοι
και χάσω το εισόδημα, που βάζω στο βουργιάλι.
Καρύκευμα μοναδικό, Ελληνικής κουζίνας,
που εις τα χέρια γυναικώ, γεύσεις μας δίνει φίνας.
Δικαίως απαραίτητο, απ’ όλους θεωρείται,
που νοστιμίζει φαγητά, για τούτο κινηθείτε.
Ρίγανη να μαζέψετε, είναι καιρός ακόμα,
κι αν βγείτε σ’ αναζήτηση, θα κάμετε και… χρώμα.
Εγώ στο Βλάτος σαν βρεθώ, δεν σταματώ να τρέχω,
γι’ αψέκαστα φαγώσιμα και την υγειά μου έχω.
Ομως μετ’ αριγάνεως, δεν τρώγω κολοκύθια,
ούτε τα ρέγομαι ποτέ, λέω την πάσ’ αλήθεια.
Εννιαχωριανός-
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Δημήτηρ
Στὸν ὕπνο μου ταξίδευες τὸ χτεσινὸ τὸ βράδυ
ζωσμένη μὲ τοὺς ὄμορφους κι ἐρωτικοὺς ῥυθμούς·
κι εἶπα πὼς ἂν θανατωθῶ, θ’ ἀνέβω ἀπ’ τὸν Ἅδη,
στ’ ὁρκίζομαι, γιὰ νὰ γευτῶ τῆς νιότης τοὺς καρπούς!
Στὸν ξύπνο μου ἀναστήθηκε ὁ πόθος μου στὴ σκέψη·
κι ἦταν ἡ γεύση τοῦ φιλιοῦ παρηγοριᾶς νερό.
Ἐτούτη ἡ λαχτάρα μου, Θέε μου, ἂς μὴν στερέψῃ
κι ἃς στροβιλίζομαι τρελλὰ στοῦ ἰλίγγου τὸν χορό!
Κωνσταντίνος Βελίνης
Ο κόσμος που χαλάσαμε
Θεός Μεγαλοδύναμος χάρισ’ ένα πλανήτη
Έβαλ’ ούλα τα ζωντανά πράμα δεν τωνε λείπει
Ανάγκες δεν υπήρχανε σε τούτονέ τον κόσμο
Περβόλι ήτονε λαμπρό πουχ’ ομορφιές και τρόμο
Οι ομορφιές προσέχανε παντού τσι αγριάδες
Εχτίσανε παντού φωλιές μοιάζανε σαν πουλάδες
Με τσι φωλιές που χτίσανε γενήκανε χιλιάδες
Τα άγκριγια που τρέχανε εστένανε μπροσκάδες
Μροσκάδες για να πιάνουνε οτ’ ήτονε στην πλάση
Εμείς την ερημώσαμε, λίγο πρωτού γεράσει
Θεός ξανοίγει τη θωρεί λένε πως θα τη φτιάξει
Μα δεν κατέω πράμα μπλιό που γίνεται ν’ αλλάξει
Πόλεμοι αρχινήξανε πού ‘χουν διεκδικήσεις
Μα δεν κατέμ’ είντά ‘ναι μπλιό πού ‘χουνε απαιτήσεις
Εδά ξανοίγει ο Θεός, κόσμο που ‘χε στολίσει
Θέλει ωραίος να γενεί να μας τόνε χαρίσει
Ομως για να γενεί ξανά πρέπει να γίνει θαύμα
Να μετανοιώσουμ’ ούλοι μας να κάμουμ’ ένα τάμα
Πως προσκυνούμε το Θεό και θα συμαζωχτούμε
εις το Μεγαλοδύναμο πάντα να Του χρωστούμε
Μόνο αγάπη του Θεού πίστη αρετή κι αγάπη
Μπορούν να θεραπέψουνε της γης που κατεστράφη.
“Μαδαρίτης”
Ήταν, λέει Βασιλιάς…*
Ήτανε, λέει, Βασιλιάς και ήθελα ρωτήσω
πώς έφτασε ως στον Σταυρό δίχως Του ο Πατέρας,
«Θεός» καταπώς έλεγε ήτανε και Αφέντης,
πώς το παιδί του το ακριβό εθώριε να πονάει
για αλλωνών τ’αμάρτημα, για αλλωνών τα αίσχη.
Μικρός στρατιώτης και πολλά να πω δεν τα κατέχω
μα αν Αφέντης ήμουνα, «Θεός» καταπώς λέει
και ήβλεπά μου τον υγιό σαν σκλάβος να ‘ποφέρει
θά’δινα μια! στον Ουρανό, την Γης θα την χαλούσα
με ενα σεισμό, κακό σεισμό και μια βοή του πόνου
που έσυράν μου το παιδί ωσάν τον κάθε κλέφτη
και στον Σταυρό την άφηκε τη ύστερη πνοή του…
Βαρύ πολύ μου φάνηκε σαν προσταγήν επήρα
καρφί να βάλω πάνω Του, και Εκείνος με κοιτούσε,
δάκρυα τρέχαν τα μάτια μου, ευχόμουν να τον πάρει
ο Δίας ο καλόβουλος που σίγουρα εθώριε
ένα του κόσμου πρόβατο σαν σφάγιο να σπαράσσει..
Δία που όλα τα θωρείς απ’ τον χρυσό Σου θρόνο
λύπηση δείξε στον φτωχό απού θαρρεί Πατέρα
πως έχει άλλονε θεό, τάχα καλύτερό σου!
Μα να! σεισμός εφάνηκε στην Γης ευθύς που Εκείνος
έγειρε το κεφάλι του στα αίματα γιομάτο
κι είπε κουβέντα του στερνή κάτι σαν «μην δικάσεις,
γιατί –είπε – δεν κατέχουνε τι κάνουν και ποιος είμαι.»
Σείστηκε η Γης μα ο Σταυρός στη θέση του ακέριος!
Και το λιανό κορμάκι Του χιλιομαστιγωμένο,
και όπου στάλα έπεφτε φυτρώνει παπαρούνα!
Θεέ μου!
μην είσαι ο Πατέρας του και Δία δεν σε λένε;
Μην λάθος όσα πίστευα και αλλού είναι η Αλήθεια;
Φωνή ακούγω μέσα μου, σκύβω και προσκυνάω
τον ματωμένο τον σταυρό, τα πόδια Του φιλάω
και η καρδιά μου ένιωσε ποιος ήταν ο Θεός μου,
ποιος ο βοσκός μου ο καλός, ο ταπεινός του Κόσμου
που σήκωσε στους ώμους του άλλων τις αμαρτίες.
Και ήταν, Ένας, άκουσα, Υγιός, Πατέρας, Πνεύμα.
Ένα οι Τρεις τους θαυμαστό, έτσι στην κεφαλή μου
ακούστηκε γλυκά –γλυκά. Τώρα το νιο κορμάκι
που χιλιομαστιγώθηκε και όμοιαζε πριν με σφάγιο,
τώρα νιογάμπρι φάνηκε μες σε χρυσό στεφάνι
κι όχι αγκάθια που ΄γδαραν το θείο μέτωπό Του…
Και είπαν μου να τον φυλώ, θα τονε κλέψουν βράδυ
κι ύστερα θα καμώνονται πως ανεστήθη τάχα!
Σε ποιον επήγε η διαταγή, πχινού ορμήνεια δώσαν;
Ήμουν εγώ που λόγχισα και είπα πως εσβήστη
από τα μάτια Του η ζωή, μα η Ζωή είναιΤούτος.
Χριστέ μου πώς να πίστευαν κι οι άλλοι που κοντά μου
τρέμοντας τα ισκιώματα όλο σιμά μου στέκουν.
Μα να! που φτάνω να θωρώ φως από ‘Ηλιου τάχα
μα από τον τάφο έβγαινε και Εκείνος με κοιτούσε!
Στον ζωντανων την πάνω Γης, τον Χάρο νίκησέ τον
και πίσω άφησε λευκό το άγιο σάβανό Του!
Στα γόνατα έπεσα ευθύς, μην αξιος να κοιτάξω
Αυτόν που γκρέμισε θεούς από χρυσά παλάτια
και με στεφάνι αγκάθινο ενίκησε τον Ήλιο
Απόλλωνα θεό παλιό με το χρυσό Του βλέμμα,
πού ‘πεσε και στον άμαθο τον ταπεινό στρατιώτη
εμένα που του λόγχισα το τρυφερό κορμάκι .
Δέξου Χριστέ μου όμορφε κι εμένα τον Ρωμαίο
με όσους είχαν τυχερό μαζι Σου να βαδίσουν .
Αργά σηκώνω την ματιά, πάνω Του την αφήνω
έτσι να πω «ευχαριστώ» στον άγιο Αμνό του Κόσμου
που δέχτηκε να σταυρωθεί, δέχτηκε να ΄ποφέρει
για λόγου σας και μένα, τον στρατιώτη τον τυφλό
απού το Φως του βρήκε, το φως μα και το άρωμα
του Παραδείσου όλου που ξέφυγε σαν αστραπή
απ’το κιβούρι μέσα και έδειξέ μου καθαρά
ποιος ο Θεός του Κόσμου, ποιος ο αμνός, ποιος ο βοσκός
για λόγου σας και μένα…
*το ποίημα αναφέρεται
στον βίο του Αγίου Λογγίνου
Πολενάκη Πόππυ