Και μη σκορπάτε…
Εσείς όπου στα χέρια σας κρατάτε
το Αύριο ετούτου του πλανήτη,
πάψετε να ‘χετε καρδιά γρανίτη
και ξαναδέστε αυτά που μελετάτε…
Βάλετε το συμφέρο πια στην άκρη!
Σκεφτείτε πως ο κόσμος δεν αντέχει
τα τόσα χρόνια που “ταγούς” σάς έχει
να πνίγεται στο αίμα και στο δάκρυ…
Τον άνθρωπο που λεύτερος λογάται,
ανάθελά του στου Μολώχ τη δίνη
χρόνια και χρόνια σκλάβο τον κρατάτε!…
Τον όποιο κλήρο που δε σας ανήκει,
σ’ αυτούς π’ ανήκει αφήστε τον να μείνει
και μη σκορπάτε που στη Γη τη φρίκη!
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Το ρολόι που
χτυπούσε ρυθμικά
Το ρολόι του θανάτου χτύπησε·
η ζωή όμως το έκανε κομμάτια.
Με τη «Δαμόκλειο σπάθη» αφουγκράζομαι
το σκοτάδι και γίνομαι εν δυνάμει ηγέτης.
Βάζω φωτιά στα ρούχα μου, όπως αυτός
που πυρπολήθηκε στο βάθος της θάλασσας.
Ανοίγω τις στρόφιγγες του ανέμου και ταξιδεύω
ναυαγός, πάνω στα λευκά, κοριτσίστικα σώματα.
Κρύβομαι· φοράω μαργαριταρένιο στεφάνι
σαν το ηλιοτρόπιο που φλερτάρει με τον άνεμο.
Ο μάντης «Τειρεσίας» με φόβισε για το μέλλον
κι η μικρή, μαύρη γαλή, έτριψε τη μουσούδα της
πάνω στο αμπιγέ μου παπούτσι.
Υπάρχουν «πράγματα» που δε λέγονται και
άνθρωποι ρηχοί, ξένοι και κατηφείς.
Τώρα, που το καλοκαίρι προχωράει, το ρετιρέ
νοικιάστηκε και η κυρία Βίκυ μετακόμισε
στη διπλανή πολυκατοικία.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Τώρα που η γης μοσχοβολάει
Φύσα αεράκι δροσερό κι ανάλαφρο τ’ Απρίλη
και της αγάπης σκόρπισε την τρυφερή πνοή.
Τώρα που η γης μοσχοβολάει κι ανθεί το χαμομήλι
να βρει η χαρά ζεστή φωλιά, το γέλιο της η ζωή.
Να σεργιανίσει ο έρωτας του πλάστη ο χαϊδεμένος
να νιώσουν την ανάσα του τα πλάσματα της γης,
να ερωτευτούν, ω, και να δουν πόσο είναι μαγεμένος
κι αυτοί που δεν τον γνώρισαν στο διάβα της ζωής.
Να φέρει γλυκοσκίρτημα σ’ όποια καρδιά πονάει
τρυπώντας την με τις γλυκιές χρυσές του σαϊτιές,
να μας κεράσει το κρασί που όποιος το πιει μεθάει,
ν’ ανάψει μες στα στήθια μας του πόθου πυρκαγιές.
Οι πεταλούδες, τα πουλιά εκείνον καρτερούνε
και το σκουλήκι μες στη γη και στ’ ακρογιάλι οι γλάροι,
η πλάση όλη μυστικό θαρρείς κρατάει δοξάρι,
κι όλα τη γλύκα του έρωτα και τις χαρές του υμνούνε.
Κι όσες ψυχούλες έχασαν το τρυφερό του χάδι
μια πικραυγή κι απόμειναν βορά της μοναξιάς
ας τις αγκάλιαζε απαλά πλάστη μου κάποιο βράδυ
ν’ ανθίσει πάλι η μυγδαλιά στο κήπο της καρδιάς.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Στο λιμάνι του Έρωτα
Ζούμε σε ένα λιμάνι, όμορφο, μεγάλο.
Ένα λιμάνι, άλλοτε ήρεμο, άλλοτε φουρτουνιασμένο.
Κοιτάζω γύρω μου, τους υπόλοιπους ψαράδες, να ετοιμάζουν τα σύνεργά τους.
Και εγώ μονάχα με ένα καλάμι και τα δολώματά μου προσπαθώ να σε πιάσω.
Βλέπω τους έμπειρους ψαράδες σε λίγα μόλις λεπτά να πιάνουν ψάρια μεγάλα και πλούσια σε χρώματα.
Μα δε γνωρίζουν για την άνοστη γεύση τους;
Άρα ξεχωρίζουν αυτά με το δηλητήριο;
Μα εγώ προσπαθώ να πιάσω εσένα. Ένα μικρό και άχρωμο ψάρι για τους άλλους. Εγώ ξέρω καλά τι νόστιμη γεύση έχεις.
Συνέχεια παίζεις με το δόλωμα. Ακόμη κι’ αν πιάνεσαι από την άκρη των χειλιών σου στο αγκίστρι, με ένα λίκνισμα του κορμιού σου πέφτεις ξανά στο νερό.
Ξημεροβραδιάζομαι στον μόλο, και τα δολώματα τελείωσαν
Και τώρα αναρωτιέμαι αν πρέπει ν’ αλλάξω λιμάνι ή να πέσω στο νερό να κολυμπήσω μαζί σου.
Θέλω, αλλά φοβάμαι να μην πνιγώ…
Ειρήνη Καραντωνάκη
Ρακόμελο -ρακί & μέλι
Φτιάχνω ένα ρακόμελο με ρακί και μέλι
και λέω είναι αδύνατον και ο Θεός το θέλει!
Έχει σπιρτάδα ή ρακί και το μέλι γλύκα
την έξυπνη τη συνταγή νομίζω πως εβρήκα..
Λίγη καννέλα άμα μπεί γίνεται κάτι άλλο,
ποτό σαν το ρακόμελο που δεν υπάρχει άλλο!
Στο αίμα άμα κυκλοφορεί η γλύκα και η σπιρτάδα,
διεγείρεται ο εγκέφαλος με όμορφη ζαλάδα..
Το μέλι νάναι κρητικό νάναι και θυμαρίσιο,
να μυρίζει βότανο, το νέκταρ το βουνίσιο!
Αν η κανέλλα είναι καλή είναι και Κεϋλάνης,
τότε αν δεν πιείς ρακόμελο εσύ μονάχα χάνεις..
Στην κάψα είναι απίθανο και στο Θεό σε στέλνει,
για την «Υγειά σου ο Θεός» αγγέλους αποστέλνει!
Στην Κρήτη το ρακόμελο τόχουνε συντροφιά τους,
διπλό-τριπλό τζουγκρίζουνε και λένε στην υγειά τους..
Με γραβιεροπαξίμαδα και με ελιές τσουνάτες,
στήνεται γλέντι δυνατό με αντοχές βαρβάτες!
Βλέπεις και τα πρόσωπα πως αλλάζουνε όψη
τα λόγια τους μην μπαίνουνε στου μαχαιριού την κόψη..
Κρήτη χωρίς ρακό-μελο πράμα δεν εννοείται,
με πλούσια εδέσματα η Κρήτη ευνοείται!
Μια μαντινάδα θε να πώ απάνω στις μαδάρες
η Κρήτη έχει ομορφιές και λεβεντιές και χάρες..
Έγινε το ρακόμελλο ηδύποτο της Κρήτης
για Υγεία και καλή καρδιά, -Υψώνει ο Ψηλορείτης!!
ερωτικό:
Για κοίτα το ρακόμελο χρώμα που το έχει
ο έρωτας θα χτύπησε του φεγγαριού και βρέχει!
Μιχάλης Παπαδερός
Αττίλας
Κύπρος 1974
Στον τόπο που ανεδύθη απ’ τον αφρό
η Κύπρια Αφροδίτη η Ουράνια,
στον τόπο αυτό του Αττίλα οι ορδές
κόκκινα βάφουν της Κυρήνειας τα λιμάνια.
Το Καλοκαίρι εκείνο δεν ξεχνώ,
η λέξη επιστράτευση όντως ξένη,
το κλάμα των μανάδων γοερό,
«παιδάκια μου και τι σας περιμένει.
Γρηγόρει μάνα Ελλάδα, τι αργείς ,
πάλαι ποτέ εχθροί σκοτώνουν, βιάζουν
η ανθρωπότης πάγωσε, μα αυτοί
της λευτεριάς το φόρεμα λεκιάζουν.
Κλάματα, θρήνοι, γόοι, χαλασμός
η μπλαβομάτα θάλασσα θολώνει,
ρίξε ουρανέ, του Δία τον κεραυνό,
η Κύπρος μάχεται παντέρημη και μόνη.
Στο γαλανόλευκο νησί μας, κόσμε δες,
σημαία με μισοφέγγαρο ανεμίζει.
Με πράσινη γραμμή ο ΟΗΕ
τα κατεχόμενα, ο φονιάς, αναγνωρίζει.
Πέρασαν χρόνια κατοχής πολλά
Αμμόχωστος, Κυρήνεια, Λευκωσία
χώρισαν το εδώ, απ΄ το εκεί.
Την Κύπρο αποικίσανε θεριά απ΄ την Ασία.
Άσπονδοι φίλοι, σύμμαχοι λαοί,
πώς διαγράφετε, άκριτα, εγκλήματα πολέμου,
κι ας στοίχειωσε της μάνας η φωνή,
«γύρισε σπλάχνο μου ακριβό, που είσαι γιε μου»;
Ελένη Μανιοράκη
Το βοσκοτόπι
Με ένα μα τεράστιο, φαντάζ’ η Γη μας τόπι,
που το ‘χει για προσωρινό ο κόσμος βοσκοτόπι.
Όλ’ είμαστε περαστικοί, κανείς δε ζει αιώνια,
ελάχιστ’ είναι που περνούν, τα εκατό τα χρόνια.
Πλούτη κι αν αποκτήσουμε, καλά γνωρίζουμ’ ότι,
όλα τ’ αφήνουμε εδώ, τα πάντα ματαιότη.
Πως τίποτα δεν παίρνουμε, Γήινο και φθαρμένο,
σαν φύγουμε οριστικά, αυτό ‘ναι δεδομένο.
Τα υλικά τα αγαθά, μικρή ‘χουνε αξία
και σφάλλουν όσοι δίνουνε, σ’ αυτά υπεραξία.
Η καλοσύνη μοναχά, τ’ ανθρώπου παραμένει,
μέσα στα βάθη τση ψυχής κι ανάσταση προσμένει.
Για τούτο να μην κάνουμε, αγώνα για τα πλούτη,
παρά για τ’ απαραίτητα, εις τη ζωή ετούτη.
Άρτον τον επιούσιον, ν’ επιζητούμε μόνο
κι όχι για να πλουτίζουμε, να κάνουμε και… φόνο.
Εφόσον Θείες εντολές, ακολουθήσουν όλοι,
η Οικουμένη θα γενεί, ολάνθιστο περβόλι.
Θα σταματήσουν τα κακά, θα πάψουν οι πολέμοι
και θα φυσούνε ούριοι, πάνω στη Γη ανέμοι.
Μυαλό και γνώση ο Θεός, έδωσε στον καθένα,
άνθρωπο του Πλανήτη μας, σωστά, μελετημένα.
Ελεύθερο του άφησε, το πνεύμα και τη σκέψη,
να πράττει όπως θελ’ αυτός κι όπως ο νους του τρέξει.
Μ’ ανάλογα των έργων του, θα πληρωθεί στο τέλος
και στην πορεία θα φανεί, που οδηγεί το βέλος.
Ο Παντοδύναμος Θεός, αλλά και Παντογνώστης,
δεν θ’ απομείνει σ’ άνθρωπο, για τίποτα χρεώστης.
Όλοι μας θα περάσουμε, απ’ τη δική του κρίση
κι απλήρωτο δεν πρόκειται κανένα μας ν’ αφήσει.
Εννιαχωριανός