Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Δυο φίλοι μοιράζονται ένα ποίημα

Με στίχο ενδεκασύλλαβο πλεγμένο,
το ποίημα, φίλε, που φτερά ‘χει ανοίξει,
τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου
της πεθυμιάς σας φτάνει καλεσμένο!
Της πεθυμιάς σας, γιατί κι άλλο “φίλο”
θαρρώ πως κλείνεις μες στα σωθικά σου
και ως με τη σκέψη τώρα τονε βλέπω
το ποίημα να κοιτά με τόσο ζήλο
και ρούπι να μη φεύγει από κοντά σου,
τάδε… λαλώ, στο μυστικό σου φίλο:
Του φίλου “φίλε” συ, τι νέο φέρνει
το ποίημα τούτο -τάχα- τσ’ αφεντιάς σου
κι από χαρά ο νους σου παραδέρνει;
Ως το ‘δες, πώς ετούρλωσες τ’ αυτιά σου,
πώς άνοιξες διάπλατα τα μάτια
να ξετοπώσεις όλα τα δικά σου!
Στου έρωτα μπας κι έμπλεξες τα πάθια
κι όταν γλυκά τον δεις να σου γελάσει,
απ’ τη χαρά σου γίνεσαι κομμάτια;
Όμως, τόση πολλή μην έχεις βιάση
και τράβηξε το γκέμι της καρδιάς σου
τι πρέπει ο αφεντικός να τα μοιράσει
για να μπορείς να τα πάρεις… τα δικά σου!
… Και πριν το καρδιοχτύπι σας κοπάσει
ακούγοντας του τραγουδιού το λάλο,
ατέλειωτο ν’ αρχίσετε γιορτάσι
να φύγει αγάλι αγάλι το μεγάλο,
τ’ ασήκωτο που σας πλακώνει βάρος
κι αποξεχνώντας της ζωής το σάλο,
ανάλαφρα η ψυχή, σαν άσπρος γλάρος
να φτερουγίζει πάνω απ’ τη ρουτίνα
συνεπαρμένη απ’ τ’ Όνειρου το θάμπος
γεμάτη αγάπη, δύναμη κι ελπίδα!

Ελισάβετ Διαμαντάκη-Κωνσταντουδάκη

 

O αργαλειός κι η λυγερή

Έστησε η κόρη η λυγερή τον ώριο(ν) αργαλειό της
κι ολημερίς ακούραστη ύφαινε τα προικιά της
και σ’ όραμα ολοζώντανο θωρούσε τον καλό της
κι από χαρά στα στήθια της έτρεμε(ν) η καρδιά της!
Παίρναε την σαΐτα της και χτύπαγε το χτένι
κι αγάλλιαζε η ψυχούλα της και σιγοτραγουδούσε
κι αν μια κλωστούλα έβλεπε πως ήταν μπερδεμένη,
σαν μάνα, στο *βλαστάρι της το άτακτο της μιλούσε.
Εκεί την είδε μορφονιός και πόνεσε η καρδιά του,
προξενητάδες έστειλε για να την κάνει ταίρι
και με λαχτάρα ανείπωτη από τα γονικά του
ζητάει την ώρια τους ευχή και τους φιλάει το χέρι!
Κι ήρθε μι αυγή την άνοιξη και γίνανε ζευγάρι
μα έρμος απόμεινε ο αργαλειός κι αράχνιασε το χτένι…
και λέει μι’ αυγή στον άνδρα της να πάει να τον πάρει
γιατί θωρεί η σαΐτα της, στον ύπνο της, της κρένει.
Και τώρα πια μεσόκοπη με εγγόνια ολόγυρά της
ξυπνάει απ’ τα χαράματα και πάει στον αργαλειό,
όπως παλιά που ήταν νιά χτενίζει τα μαλλιά της
και υφαίνει, ώσπου τα εγγόνια της να ρθουν απ’ το σχολειό.
*βλαστάρι της: παιδί της

Δημήτρης Κ. Τυραϊδής

συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων

Ἐρωτικὸν

I
Στὰ μάτια δάκρυ κουβαλῶ, ἀστραφτερὸ διαμάντι,
ποὺ μοῦ πλουτίζει τὴ ζωὴ γι’ αὐτὸ καὶ τὸ φυλάσσω.
Μὰ καρτερεῖ πικρὸ φευγιὸ ποὺ πάντα τό ’χω ἀγνάντι
κι ἔτσι θὰ κλάψω, τὸ νογῶ, γιὰ πάντα νὰ τὸ χάσω . . .

II
Ἕλενα, τὴν ἀγάπη μου, γιὰ σένανε, τὴν πλήθια
δές, μὲ τὶς φλέβες μου θαρρῶ πὼς τώρα τὴ ματώνω·
Ἕλενα, ἡ ἀγάπη μου μοσχοβολάει στὰ στήθια
γιατὶ μοῦ δίνεις στὴ ζωὴ ῥυθμὸ κι ὡραῖο τόνο!

III
Ὅπως ἡ νύχτα ξεψυχᾶ ὅταν ὁ ἥλιος βγαίνῃ
καὶ τὸ σκοτάδι χάνεται κι ἡ πούλια ὅλο λυγάει,
ὅμοια κι ἡ ἀγάπη σου, ἀνήμπορη, μακραίνει:
ἕνα ποτάμι δροσερὸ ποὺ φεύγει κι ὅλο πάει . . . .

IV
Μέσα στὴ νύχτα τριγυρνᾶς σὰν τ’ ὄμορφο μπεγίρι,
τὰ βήματά σου ἀκολουθοῦν τὰ ἴχνη τὰ δικά μου,
ὁ κόρφος σου στὸν κόρφο μου νιώθω νὰ ἔχῃ γείρει
καὶ οἱ στρατιὲς τῶν ἀστεριῶν νὰ ὁρμοῦν στὰ ὄνειρά μου!

V
Ἡ ἀνείπωτη τοῦ πόθου σου φωνή, ποὺ μὲ κατέχει,
μοῦ ξεφυλλίζει τὴν ψυχὴ καὶ χύνεται στὸ φῶς.
Δές! τὸ φιλί σου μέσα μου σὰν πύρινο αἷμα τρέχει
καὶ φτάνει μία μας στιγμὴ ν’ ἀνοίξῃ ὁ οὐρανός.

VI
Πόσο πολὺ θὰ ἤθελα καλή μου Εὐγενία
ἕνα φιλί σου μοναχὰ τὸν πόθο μου νὰ δένῃ·
ἕνα φιλὶ κι ἂς γνώριζα πὼς ἔχει συνοδεία
τοῦ κάτω κόσμου τὴ βοὴ στὰ βύθια του κρυμμένη.

Κωνσταντῖνος Βελίνης

 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΓΡΑΦΗΣ
Η ευχή της μάνας

Γιε μου, ζητώ συγχώρεση που βγήκα μι’ άλλη μάνα.
Στο βολεμένο σόι μας ποτέ δεν πήγα αντάμα.
Βαθιά μέσα στη σκέψη μου φωλιά έχτιζ’ η φτώχεια
αθρώπω που μοχθούσανε σε κοντινά μετόχια.
Μα πιο πολύ εβλάστησα στην πίκρα και στον πόνο
μαύρων κεφαλομάντηλων που σου μιλάνε μόνο
στην άγια γλώσσα της σιωπής για να μπορείς να βλέπεις
τη γνήσια κι όμορφη ζωή οντέ στερείσαι ό,τι έχεις.
Σ’ ίντα καθρέφτη εθώρουνα κι η μνήμη μου εκόλλα
σ’ αλώνια, στάβλους, χαρουπιές και στ’ αργαλειού την ώρα.
Πώς θησαυρίζαν τ’ άχερα σ’ ένα παμπάλαιο σπίτι,
σ’ ασβεστωμένο ντενεκέ και σιδερένιο δίχτυ
βασιλικά, γαρύφαλλα, γεράνια, κατιφέδες
δοκάρια ή στέρνα, παραστιά, δαντελωτοί μπαξέδες…
Εκειά, την ύστατη φορά, σα φάγαμε παρέα
όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, πετάξαν την ιδέα
ανάμεσα, δυο κυνηγοί, για λαδιτάκια, ορτύκια…
Πήραν τσι σφαίρες, τα όπλα ντων, σηκώσαν τα μανίκια.
Κι όντε γυρίσαν, τι να ιδώ; Ένα πουλί, γεράκι!
Με χτυπημένο το φτερό. Σκισμένο ένα σακάκι
από τα νύχια της οργής στο άδικο του κόσμου,
φωνάζει ο γείς του αλλουνού: «Μια πετσέτα δως μου!»
Κι εκειά, ομπρός στα βλέμματα εμέ και τ’ αδερφού μου
το πνίξανε το δύστυχο, μπλαβίζοντας τον νου μου.
Μέτα, το ταριχέψανε και μας το φέραν δώρο
στο ράφι καμαρώνοντας και για να κάμει ντόρο.
Τότες θαρρώ πώς πνίγηκε κι η νιότη η εδική μου·
και δεν εξαναπίστεψα στο δίκαιο, παιδί μου.
Εμίσησα και τ’ άδικο κι ορκίστηκα να ζήσω
αλλότρια. Μες σε ταπεινούς. Ωσάν αυτούς να σβήσω.
Γνωστοί και ντόπιοι δίδασκαν να ‘σαι έξυπνη γυναίκα
και να διαλέξεις γι’ άντρα σου ανάμεσα σε δέκα
κι εκατό ανέ μπορείς, πλούσιο, κι ας είν’ και γέρος.
Τόξο έκαμα το σώμα μου και το μυαλό μου βέλος.
Διάλεξα. Και απάντηξα τον πάππο, τη γιαγιά μου
και την Αθήνα για σπουδές, μακριά απ’ τα γονικά μου.
Πόσο κουράγιο κι αρχοντιά κρύβει η ψυχή του αθρώπου
σαν είναι γέρος, άπορος κι ήρωας του Μετώπου.
Γιατί ο παππούς πολέμησε μακριά στην Αλβανία
τους Ιταλούς και Γερμανούς, σε ρεθεμνιά επαρχία.
Γερόντια δυο, θεόφτωχα, που ‘κόβαν και κερνούσαν
γειτόνους, χόρτα, τζάνερα, λεμόνια, σαν περνούσαν.
Μα κάποτε, η βάβω μου απ’ την πολλή τζη πείνα
μια φάκα στέριωσε γερά, ψηλά στην κρεβατίνα.
Όλο σπουργίτια μάγκωνε, να τα ξεπουπουλιάσουν
κι αμέσως τα τηγάνιζε, να φαν και να χορτάσουν.
Ένα πουρνό, η Λαμπρινή, φίλη της, Κερκυραία,
ήρθε να μας επισκεφτεί, να κάνουμε παρέα.
Βράζαν τ’ αυγά… Τι φλύαρα, καρέκλα και ντιβάνι!
Τ’ αυγά ήπιαν ούλο το νερό κι εσκάσαν στο ταβάνι.
Τ’ απομεσήμερα η γιαγιά εδιάβαζε. Στ’ αλήθεια.
Ρωτόκριτο και Κασσιανή, Ιλιάδα και Οδύσσεια.
Κι ο πάππος μου σαν έπιανε χελώνες, παραπέρα,
τις έβαφε με κόκκινο, να φέγγει η νύχτα, μέρα.
Ποτέ τους δε με μάλωναν. Με λόγια όλο δώρα
διαβάζοντας στο βλέμμα τους: «Γγόνι μας, μπρος! Προχώρα!»
Γλυκιά μου, αγνή φτωχολογιά, σκλάβα, κατατρεγμένη,
με ξενιτιές και προσφυγιά, ούτε μοίρα σου μένει.
Μήνες μετά, στο μνήμα σας έρχουμαι και ανοίγω
το τζάμι, την εικόνα σας να κλέψω και να φύγω.
Δε ντράπηκα γι’ αυτό, ποτέ. Καμιά τύψη δεν έχω.
Να σας θωρώ, ρίζες βαθιές, για να μπορώ ν’ αντέχω.
Από νωρίς, η προσφυγιά εμπήκε στη ζωή μου.
Φτώχεια, ορφάνια, μοναξιά: σε γέννησαν, παιδί μου.
Κρατήσου, γιέ μου, στη ζωή και μην υποδουλώσεις
μήτε κορμί μήτε μυαλό για να επιβιώσεις.
Να ‘σαι πάντα περήφανος απού ‘χει δυο πατρίδες
κι όντε θωρείς την προσφυγιά, κάμε δικό σου ό,τι είδες:
τον πόνο, την απώλεια, τη φτώχεια και τον κόπο.
Ετούτα σπέρνουν δύναμη και βρίστουν νέο τόπο.
Μη φοβηθείς, αγόρι μου, αυτόν που ταπεινώνει
παιδί ορφανό, μάνα ορφανή, απού το μεγαλώνει.
Ποτές μου δε μετάνιωσα για τη ζωή που ζούμε
γιατί τα γένεις θεριακλής, έστω κι αν χωριστούμε.
Ευκή σου δίδω, γιόκα μου, ορίζοντες ν’ ανοίξεις,
μονάχα μη μου ξαναπείς ότι θα καταλήξεις
στο Κουρδιστάν ν’ αγωνιστείς για να το λευτερώσεις
μη σκοτωθείς, αντράκι μου, τον νου σου να τους δώσεις.
Δίπλα να ‘σαι στον πρόσφυγα, σε φτώχεια κι αδικία
κι όντε θωρείς τον τύραννο, μη σε τρομάζει η βία.
Θυμήσου πόσους ήρωες εγέννησεν η πλάση
και γίνε ένας απ’ αυτούς, χωρίς ζωή να χάσει.
Σημαία να ‘χεις το κορμί και πλούτο το μυαλό σου
κι όπου κι αν πας, να μην ξεχνάς το γνήσιο ριζικό σου.
Μια τελευταία συμβουλή κι έχε την για λαμπάδα:
Όπου κι αν πας, ποτέ σου μην ξεχάσεις την Ελλάδα.

Στέλλα Καντεράκη

Σημ.: Αφιερωμένο
στον Σελίμ Σωκράτη Ακκούς


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα