Ζωή…
Η ζωή ‘ναι γεμάτη με ψέμα.
Συ λαέ ‘χεις πνοή, έχεις αίμα.
Ρουκουνίζουν, μαγερεύουν στο χρόνο.
Στις πληγές π’ έχουν σου ανοίξει, μένεις στον πόνο.
Την ευπρέπεια π’ έχεις τη χάνεις.
Αξιείς, έτσι ‘συ, να πεθάνεις;
Δεν πεθαίνεις, η φλόγα μας μένει.
Στην κορφή σας, κορφή βουνού, πότε γέρνει;
Μας ‘νεβάζουν συχνά τα μποφόρια.
Έχουν λύσσα, έχουν τρέλα, μαζί και χώρια.
Θέλουν τα πάντα δικά τους
ανεβαίνουν σαν ψείρες όλων
των ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΦΑ ΤΟΥΣ.
Νίκ. Ι. Φιλιππάκης
__________
Ομόνοια – αγάπη
Ο κάθα εις πούχει ζωή στον κόσμο κερδισμένη
μόνο υγεία και χαρά να τούρθει περιμένει.
Δε βρίχνεται θαρρώ κιανείς στον κόσμο τον απάνω
σαν ηρεμήσει να σκεφτεί ειντάναι αυτά που κάνω;
Μήμπανα μην ταιριάζουνε με τα μυαλά του κόσμου
κι ανάποδα βαδίζω ΄γω για τήρηση του νόμου;
Ανέ την βάνει έτσιδα τη σκέψη ντου καθένας
πρέπει να τρέχει να χωστεί αλάργο τση ταβέρνας.
Ετσά πρέπει να σκέφτεται καθένας απ’ τσ’ αθρώπους
μην κάνει πράξεις άσκημες προσβάλλοντας τσοι τόπους.
Στη σκέψη ντου κάθε Ρωμιός αυτό θα πρέπει νάχει
για να συναναστρέφεται με όποιο θα του λάχει.
Καθένας έχει μια ζωή, ετσά ‘χουν ούλοι άλλοι
φροντίζουν να βαστήξουνε στα χρόνια πια μεγάλη.
Εδά θωρούνε πονηρούς γη δαίμονες γη κλέφτες
που τους παιδεύουν τη ζωή και φέρνουνται σαν ψεύτες.
Μονάχα η ομόνοια θα μάσε ηρεμήσει
ούλος ο κόσμος ετσιδά μπορεί να ευτυχήσει.
Ερήνη και ομόνοια βαστούν τη Λευτεριά
κι έχει ο κόσμος όρεξη μονάχα για δουλειά.
Πάνω στη γη σαν είμαστε λαοί αδελφωμένοι
ξανοίγει ο Πλάστης και θωρεί κοντά μας πάντα μένει.
Στσοι κοινωνίες πούχουνε Χριστό Χρισιανοσύνη
αυτές θα νιώθουνε Θεό σωστή ζωή θα γίνει.
Μαδαρίτης
_____________
Εικόνες μιας άλλης εποχής
Η μορφονιά
Ρίχνει με χάρη η λυγερή τη σκάφη της στον ώμο
να πάει κάτω στη ρεματιά να πλύνει τα προικιά της,
σαν τη λαφίνα, ανάλαφρη, περπάταγε στο δρόμο
ενώ στον ήλιο έλαμπαν τα μακριά μαλλιά της.
Μύρια πουλιά στην στράτα της με χάρη κελαηδούσαν,
άλλα ορφανά, ολομόναχα κι άλλα ζευγαρωμένα
κι ενώ τα μοσχολούλουδα θαρρείς τη χαιρετούσαν
όλα τα δέντρα έμοιαζαν σαν νύφες στολισμένα.
Έφθασε η κόρη στην πηγή, κάτω στη ρεματιά,
κι έβγαλε από τη σκάφη της τα πλουμιστά προικιά της
για να τα πλύνει και τους έριξε μια τρυφερή ματιά
ενώ στο νου της έπλεκε τα ώρια όνειρά της!
Παρέκει η λεύκα κούναγε τα δροσερά της φύλλα
σαν να την καλωσόριζαν, κι η κόρη, στο κορμί της,
μιαν ανεξήγητη ένιωσε γλυκιάν ανατριχίλα,
ενώ μιαν αγαλλίαση απαλή τύλιξε την ψυχή της!
Κι έπλενε η κόρη τα προικιά και σιγοτραγουδούσε
σαν να ‘λεγε στην μοίρα της να στείλει τον καλό της,
να φτιάξει ήθελε φαμελιά και σπιτικό δικό της…
ενώ τ’ αηδόνι πλάι της σεκόντο της κρατούσε.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
___________________
Όνειρο
Στη γειτονιά του φεγγαριού
Στου ουρανού τον κήπο.
Στη χώρα του παραμυθιού
Βρέθηκα για λίγο.
Τ’ Αστέρια κάνανε γιορτή
Η Πούλια τραγουδούσε.
Μία νεράιδα του βουνού
Για σένα μου μιλούσε.
Μαργαριτάρια του γυαλιού
Και ασημένια Κρίνα.
Στόλισανε το όνειρο
Που χθες το βράδυ είδα.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
______________________
Εξαγνισμός
Ανοίγω τα μάτια στο φως του ήλιου· συγκινούμαι
από τα όμορφα πρόσωπα των κοριτσιών. Μια φλόγα
μου καίει την καρδιά και με σπρώχνει σ’ ένα εσωτερικό
πανηγύρι χαράς. Το σούρουπο σαν φτάνει, έχω να σου πω
πολλά, μυστικά κι εμπειρίες βγαλμένες από τον διάλογο
με τον Θεό. Περπατάω σαν θάμνος που πάνω του προσγειώνονται
οι φλεγόμενοι μαθητές. Στης εφηβείας μου την ανάμνηση, μια
πυρκαγιά κεριού και μια στάλα από δάκρυ, στολίζουν την
ετερόφωτη σαγήνη της λύπης. Με μαύρα ενδύματα και
βελούδινους δερμάτινους χιτώνες, κρύβεται ο πόθος της ψυχής μου
για αλήθεια και καθαρότητα. Η νύχτα έρχεται στην ώρα της, με
την εξαγνιστική της δύναμη, να μου γεμίσει το κενό, συγγνώμη.
Σιωπή κι εσωτερική πληρότητα· αυτάρκεια και πνευματικοί
πειρασμοί. Χρόνια και χρόνια, μόνος έμεινε στα κλώνια να φυσά
ο αγέρας, παγερός, θυμωμένος, για να με ξυπνήσει από της
χειμερίας νάρκης μου, τη λήθη.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
________________
Μαντινάδα – ρίμα – ριζίτικο
Η μαντινάδα που γροικάς, στη Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη
κι η ρίμα η παμπάλαιη, φέρνουν στα μάθια δάκρυ.
Όπως και το ριζίτικο, στη Δυτική τη Κρήτη,
π’ οι κάτοικοι της το ‘χουνε, εις τον αιματοκρίτη.
Προγόνους μας θυμίζουνε, που ζήσανε σε χρόνους
κι αιώνες προγενέστερους κι αφήσαν απογόνους.
Τούτο θα συνεχίζεται στου χρόνου την πορεία
κι έτσι θα γράφετ’ η μακρά τση Κρήτης ιστορία.
Καταγραμμένες μένουνε, ρίμες και μαντινάδες
ακούσματα των προγόνων, που κρύβουν ομορφάδες.
Αιώνων τα βιώματα με μπόλικο μεράκι,
π’ εδρεύει μέσα στο μυαλό σαν ριζιμιό χαράκι.
Κι αφού εκ γενετής αυτό, ρίμας στολή εφόρει,
τα ζάλα ντου σε οδηγούν, σε τούτο τ’ ανηφόρι.
Όσο θα στεκ’ ελεύθερη και ζωντανή η Κρήτη,
ρίμας σοκάκι θα τραβά, του γέρο Ψηλορείτη.
Κι από τα Όρη τα Λευκά, που λένε και Μαδάρες
θ’ ακούγονται ριζίτικα, που ‘χουν δικές τους χάρες.
Του μισεμού, του γυρισμού, τση τάβλας και τση στράτας,
που σχέση με τα βήματα, έχουνε π’ επερπάτας.
Δικαίως Λευκορίτικα, τα ‘π’ ο Ψαρός Νικόλας,
ο λαογράφος που γι’ αυτά, έσκιζε… μετζισόλας.
Παντέρμη Κρητ’ όσο περνούν και φεύγουνε τα χρόνια,
θα ζεις κι οι ομορφάδες σου, θα μένουν στα εγγόνια.
Μα να ξεχάσουν θα πρεπε, παλιότερα μας λάθη,
που κάναν οι προγόνοι μας και του «Σασμού» τα πάθη.
Εννιαχωριανός