Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

8 + 8 = 88
Δυο οχταράκια σμίξανε και κάνουνε παρέα
πάντα πηγαίνουνε μαζί και τα περνούν ωραία.

Χρόνια πολλά εζήσανε και είν’ αγαπημένα
και κάθονται κι αναπολούν όλα τα περασμένα.

Το ‘να οκτώ έχει πολλά στην πλάτη του χρονάκια
το άλλο είναι νήπιο μα είναι φιλαράκια.

Καθώς βαδίζουνε μαζί το ένα λέει στ’ άλλο:
Λέει το νήπιο οκτώ στ’ ογδόντα το μεγάλο:

Θυμάσαι φίλε μου πιστέ τον περασμένο αιώνα
που ‘ταν οι μέρες ξένοιαστες και όμορφα τα χρόνια;

Και βέβαια θυμούμαι ντα, εύκολ’ αυτά ξεχνιούνται;
τα χρόνια τα νεανικά δύσκολα λησμονιούνται.

Θυμάσαι όταν τρέχαμε πάντα μαζί στσ’ αλάνες
και παίζαμε στις γειτονιές ξυλίκι και αμάδες;

Αυτά θυμούμαι φίλε μου για τούτο συλλογιέμαι
και χαίρομαι τα χρόνια μου για τούτο και καυχιέμαι.

Τώρα θα σου θυμίσω ‘γω τα χρόνια στο σχολείο
τότε που μας καθίσανε στο πρώτο το θρανίο.

Μα κάτσανε μπροστά – μπροστά κι όλ’ οι άλλοι πίσω
και σκέφτηκά το σοβαρά αν πρέπει να καθίσω.

Μα του δασκάλου η ματιά μού έκοψε τη φόρα
και είπα: “Δεν σηκώνει πια μόνο μουρμού… προχώρα”.

Ο δάσκαλος με κοίταζε κι έψαχνε ευκαιρίες
και όλο με ερώταγε αν έχω απορίες.

Μα απορίες δάσκαλε του ‘λεγα ‘γω δεν έχω
κι ο δάσκαλος με κοίταζε κι έλεγε: “Δεν σ’ αντέχω”!

Αυτά και άλλα λέγανε τα δύο φιλαράκια
κι αναπολούσαν τα παλιά τα παιδικά χρονάκια.

Έτσι τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό στ’ αυλάκι
και δεν χωρίστηκε ποτέ τ’ ωραίο παρεάκι.

Τώρα που μεγαλώσανε κολλήσανε τα δυο τους
και γίναν ογδόντα οκτώ! Μεγάλος ο καημός τους!

Τα πόδια τους λυγίζουνε τ’ αυτιά τους δεν ακούνε
τα μάτια τους δεν βλέπουνε, τα χέρια τους πονούνε.

Τι να σου κάνουν κι οι γιατροί; “εγέρασες” σου λένε.
Τα χρόνια αυτά που κουβαλάς αυτά ‘ναι που σου φταίνε.

Να λέμε: “Δόξα τω Θεώ!” να τον ευχαριστούμε
που ‘μαστ’ ακόμη όρθιοι κι ακόμη περπατούμε.

Τα εκατό θα φθάσουμε
και ‘γω κι όλ’ η παρέα
θα φύγουνε τα δυο οκτώ (88)
και θα ‘ρθουν δυο εννέα (99).

Δασκαλάκης Δημήτρης
συνταξιούχος δάσκαλος

Ιντα περνά η αθρωπότητα
Επά σε τούτη τη ζωή που ζιούμε στον πλανήτη
φαίνεται πως χρειγιάζεται, να μασε πιάνει γρίπη.
Κακή ‘ναι μα σαν έρχεται για λίγο αρρωστούμε
μιας και τσοι χρόνους τσοι παλιούς γλήγορα τσοι ξεχνούμε.
Ποτές μας δεν εκάτσαμε ξωπίσω μας να δούμε
ίντα ζωή περάσαμε κι εδά πώς τα περνούμε.
Ήρθε εδά ένας ιός κακός, θανατηφόρος
ταλαιπωρεί πολλούς λαούς και έθνη ο μαριόλος.
Ζήση καλή περάσαμε, φρόνιμη στον καιρό μας
εδά η ώρα έφταξε ήρθε ο δάσκαλός μας.
Την μέρα που στον τόπο μας επεριμένουμ’ ήλιο
επέσαμε σε σκοτεινιά θανάτου το βασίλειο.
Εδά εδιδαχτήκαμε χωρίς σκολειά, βιβλία
πώς ζούσαν πρώτα οι άθρωποι χωρίς τα μεγαλεία.
Πρέπει να καταλάβουμε, να το χωνέψου’ ούλοι
ότι Θεός μας έπλασε εκείνου είμαστε δούλοι.
Τη γη απου μας έδωκε πρέπει να συντηρούμε
και σαν αυτή φιλόξενη δεν πρόκειται να βρούμε.
Ετσά την έπλασε τη γη, την ήθελε, τη θέλει
να συντηρείται αρμονικά, να ‘ναι γλυκιά σαν μέλι.
Αθρώποι να ‘χουν σύμπνοια, όχι μίσος, κακίες
πάντοτε να δουλεύουνε και να ‘χουνε φιλίες.
Μαδαρίτης

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Ο ψαράς

Τα δίχτυα του έσερνε ο ψαράς μ’ ασήμι φορτωμένα
κι έλεγε: «ψωμοδότρα μας θάλασσα αγαπημένη
θλίβομαι που τα σπλάχνα σου χωρίς οίκτο κανένα
τα φαρμακώνουν κι η ζωή σιγά – σιγά λιγαίνει!»

Ταιριάζοντας τα δίχτυα του με τα έμπειρα του χέρια
η αύρα του ανακάτευε τ’ αχτένιστα μαλλιά,
ενώ στο δώμα τ’ ουρανού τρεμόσβηναν τ’ αστέρια
σαν να του έστελναν γλυκά κι αμέτρητα φιλιά.

Πριν φύγει για τ’ απάνεμο ν’ αράξει λιμανάκι
να δώσει τα καλούδια του να ζήσει η φαμελιά,
ένιωθε από τα χείλη του πως στάλαζε φαρμάκι
αναπολώντας με καημό τα χρόνια τα παλιά.

Γύρω απ’ το καΐκι του μύριοι γλάροι πετούσαν
κι ορμούσανε στα κύματα με χάρη κι ομορφιά
κι ήταν σαν να του μίλαγαν , σαν να τον χαιρετούσαν,
κι είπε ο ψαράς τηρώντας τους «πιστή μου συντροφιά!»

Φεύγοντας, απ’ τα δίχτυα του δύο χούφτες παίρνει ασήμι
και το σκορπάει στο πέλαος κι οι γλάροι με χαρά
ακροβατώντας το έπιαναν στο κύμα, ενώ στην πρύμη
του καϊκιού λευκό χαλί άπλωνε στα νερά.

Δεξιά ζερβά στη στράτα του πολλά θαλασσοπούλια
με χάρη ορμούσαν στα νερά να βρουν όλα τροφή
κι ενώ σφιχταγκαλιάζονταν η δύση με την πούλια
η αυγούλα πίσω απ’ του βουνού πρόβαινε την κορφή.

Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων

«Καρτερικότητα»
Τριγύρω υδάτινος κόσμος!
Αφρισμένα κύματα παντού!
Πιο κει, γιγάντια βράχια υποταγμένα.
Σκυφτά στο πέρασμα των κυμάτων.
Σκυφτά, μα ακλόνητα προτάσσουν το κορμί τους.
Ζουν για τις λιγοστές μπονάτσες.
Τότε που τα ήρεμα νερά, χαϊδεύουν
το σκληρό κορμί τους.
Δικαιωμένος αγώνας!
Μαίρη Σκαμνάκη Κουτρούλη
Ιδ. Υπάλληλος – συγγραφέας
Μέλος Δ.Σ. Ένωσης Πνευματικών
Δημιουργών Χανίων

Καντάδα βγήκε ο κορωνοϊός…
σε Ρε Μινόρε…!!!
Σε περιμένω στη γωνιά …. έξω από το σπίτι
είμαι ο ιός της γειτονιάς… σε όλο τον πλανήτη

Πάρε το δρόμο το φαρδύ έλα να γνωριστούμε
τώρα που ήρθα να σε βρω να σφιχταγκαλιαστούμε

Άνοιξε το παράθυρο μη το’ χεις σφαλιγμένο
εγώ για σένα τραγουδώ και θα σε περιμένω.

Σε περιμένω με χαρά σε δρόμους και πλατείες
τα μεσημέρια τα ζεστά και τις βραδιές τις κρύες

Αντέχω εγώ την μοναξιά το κρύο και το χιόνι
μα η δική σου απονιά είναι που με σκοτώνει

Θα φύγω για δε τη βαστώ την άπονη καρδιά σου
αφού στο σπίτι κλείστηκες εσύ κι η γειτονιά σου

Κλείσαν τις πόρτες των σπιτιών όλοι μικροί μεγάλοι
της γειτονιάς τους ο ιός μέσα να μη προβάλλει .

Και σαν επήρε το στρατί κι έπαψε το μινόρε
όλες οι πόρτες άνοιξαν και με το ρε ματζόρε .
Νίκος Φλεμετάκης

Λύση στο φαγητό
Συγγραφέας: Φακαλάς

Ο Νικολής πεθύμησε
γίδα να μαγειρέψει
κι απ’ του Στρατή προτίμησε
τη στάνη να την κλέψει.

Έτσι μια νύχτα φωτεινή
στη σύζυγό του Μαίρη
είπε μια πρόφαση φτηνή
πως πάει για καρτέρι *.

Με ένα σκοινί κι ένα φακό
τράβηξε για τη στάνη
περπάταγε σαν ξωτικό
θόρυβο να μην κάνει.

Σε μια στιγμή σα ν’ άκουσε
σε ερημική οικία
κραυγές που δεν ξανάκουσε…
και μια φωνή οικεία.

Σίμωσε κι ό,τι αντίκρισε
δεν θέλει να πιστέψει
γιατί η χαρά πλημμύρισε
την πονηρή του σκέψη.

Η Μαίρη του με τον Στρατή
κάναν «εργολαβία…»
γι’ αυτό της στάνης το στρατί
πήρε με δίχως βία.

Με γίδες δυο σκεπτότανε
απόψε θα πατσίσει
και σύγκορμος παλλότανε
γιατί είχε βρει τη λύση.

Κι όταν θα θέλει φαγητό
κρέας, θα λέει στη Μαίρη
το παραμύθι το γνωστό
πως πάει για καρτέρι.

* Στα αγριοκάτσικα.
Παπαϊωάννου Κώστας
Κύπρος
26η θέση στον 6ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό
“Παύλος Πολυχρονάκης”

Κατ’ οίκον περιορισμός
Κατ’ οίκον περιορισμό
Μια στιγμή ποιητών
αναρχικών φωνών
μιας κανονικότητας
που ερχόταν εκ των άνω
Μια στιγμή αθώων πολιτών
ψιθυριστών φωνών
μιας συνείδησης συλλογικής
που έρχεται εκ των έσω
Μια στιγμή επαναστατών
ανυπότακτων φωνών
σε κατ’ οίκον περιορισμό
στο Μεγάλο Κάστρο

Στέλλα Χαιρέτη


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα