Επίκαιροι στίχοι
Ως άνθρωπος, ντρέπομαι
Θεέ μου, τι χέρια είναι αυτά που κόβουν τα λουλούδια
από το περιβόλι τους και τα τσαλαπατούν;
Δίχως να δείχνουν έλεος τα στέλνουν στ’ αγγελούδια
και τον καρπό τους άγουρο θέλουν να τον γευτούν.
Πως στο μικρό κορμάκι τους καρφώνουνε λεπίδα
που τους ανοίγει μια πληγή που θα αιμορραγεί
και για να θρέψει, όσο ζουν, καμιά δεν έχει ελπίδα…
με τι ψυχή στα πόδια σου θα πέσουν μια(ν) αυγή!
Δεν λιώνει η σιδερένια τους ψυχή από τα δάκρυα
που σαν τη λάβα τρέχουνε απ’ τα μάτια της ψυχής τους;
Δεν γίνονται απ’ τους στεναγμούς τα σπλάχνα τους κομμάτια,
δεν ντρέπονται όταν αγγίζουνε το τρυφερό κορμί τους;
Ω Θεέ μου, ρίξε κεραυνό και κάψε το κορμί μου,
ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος, σαν χάρη στο ζητώ,
συγχώρα την αμαρτωλή κι ανάξια ψυχή μου…
θαρρώ φίδια με ζώνουνε όπου κι αν περπατώ!
Κάλλιο ν’ ακούσω να χτυπάει πένθιμα η καμπάνα,
πριν ξεψυχήσω Πλάστη μου μη σώσω άλλη φορά
ν’ ακούσω πως το σπλάχνο της τ’ ανέβασε μια μάνα
πάνω στου χάρου το άλογο που μαύρα έχει φτερά.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Δασικοί χάρτες
Πολύ μασε ζαλίζουνε με Δασικούς τους χάρτες
του Δασαρχείου μέντορες, φαντάζουνε με… γδάρτες.
Θέλουνε να στερήσουνε του φουκαρά τ’ αγρότη
χωράφια που καλλιεργεί σχεδόν από τη νιότη.
Ογδοηντάρης σήμερα ίσως και κατ’ ακόμα
να χάσει το καλύτερο καλουργισμένο χώμα.
Στο μάτι και στο στόχαστρο εβάλανε κομμάτια
αμπέλια κι ελαιόδεντρα που τώρα βγάζουν μάτια.
Αγρότες μας από παλιά τα ‘χουν ξελουθρεμμένα
και τα εκμεταλλεύονται άξια και τιμημένα.
Εργατικοί κι ακούραστοι από γεννησιμιού τους
κοιτάζουν ν’ αυγατίσουνε το βίος του κυρού τους.
Να έχουνε εισόδημα που θα τους επιτρέπει
παιδιά κι εγγόνι’ αργότερα, να ζούνε όπως πρέπει.
Ότι εξεχερσέψανε σε περασμένα χρόνια
να μείνει στους αγρότες μας, δείξετε μια συμπόνια.
Αν κάποιος καταπάτησε ένα μικρό κομμάτι
από χωράφι δασικό δεν του ‘βγαλε το μάτι.
Εάν τον κυνηγήσουμε για λίγα μέτρα δάσους
αναλγησία δείχνουμε μετά περίσσιου θράσους.
Αυτοσυγκράτηση λοιπόν και σύνεση μεγάλη
χρειάζεται μη βάλουμε τσ’ αγρότες σε κανάλι.
Η χώρα μας να μην γενεί, των ξένων βοσκοτόπι
και οι γερόντοι να μη λεν’ πως χάθηκαν οι κόποι.
Εννιαχωριανός
Το χέρι σου
Ήταν μια μέρα ιστορική, με μνήμες φορτωμένη
κι ένιωθα μέσα μου χαρά, συγκίνηση βαθιά
καθώς ήμουν ολάκερη στις μνήμες βυθισμένη
και ξαναζούσα τις στιγμές, που ζήσαν τα παιδιά…
Τα γεγονότα «ζωντανά», στο νου μου φτερουγίζαν·
συγκινημένες, σιωπηλές, διαβαίναν οι στιγμές
καθώς τα μάτια της ψυχής, ολόγυρ’ αντικρίζαν
το Νοεμβριάτικ’ όραμα, να πάλλει τις καρδιές…
Μα ξάφνου, ως μου μίλησες, σβήστηκ’ ο στοχασμός μου
κι όσο κι αν κείνο τ’ όραμα, το υπέροχο, αγαπώ,
σκορπίστηκε και χάθηκε αξάφνου από μπρος μου
σαν το δικό σου βρέθηκα το χέρι να κρατώ.
Το χέρι αυτό, το χέρι σου, που τόσο τ’ αγαπούσα
στη θύμηση του π’ έγειρα, φορές να ονειρευτώ,
το χέρι αυτό τα σκόρπισε, όλα που πριν λογιούσα.
Όλ’ απ’ τη σκέψη του ‘σβησε, κι έμεινε μόνο αυτό!
Ελισάβετ Διαμαντάκη Κωνσταντουδάκη
Χαιρεθιανά
Δεκάδες όμορφα χωριά
Στην Κίσσαμο θα βρείτε.
Σίγουρα τα Χαιρεθιανα
Να τα επισκεφτείτε.
Οι κάτοικοι φιλόξενοι
Θα σας καλωσορίσουν.
Θα σας κεράσουν μία ρακί
Και θα σας ξεναγήσουν.
Μία εκκλησία γραφική
Στολίζει το χωριό τους.
Τον Άη Γιώργη μεθυστή
Έχουνε στο πλευρό τους.
Χαιρεθιανη μου πέρδικα
Που είναι η φωλιά σου.
Να έρθω ν αποκοιμηθω
Μέσα στην αγκαλιά σου.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
Φιλοξενία
Θυμούμαι όντεν είμαστε, εμείς μιτσά κοπέλια
παίζαμε πήδους στο χώριο εσκούσαμε στα γέλια.
Καθίζαμε και φρόνημα λέγαμε παραμύθια
κάναμε ότι βλέπαμε από παλιούς συνήθεια.
Στα σπίθια μας ελέγαμε έχουμε ξενομπάτες
είμαστε ούλοι φρόνιμοι μη γίνουμε κι αντάρτες.
Τσοι ξένους απού είχαμε φιλοξενούσαμε τζοι
τσοι τραπεζώναμε σαφής περιποιούμαστε τζοι.
Ετσά μαθαίναμε θαρρώ μάς έγινε συνήθεια
αυτό που λέγεται εδά είναι φιλοξενία.
Φιλόξενα ελέγαμε τσ’ Ελλάδας τα χωριά
εδά μαθαίνουμ’ έθιμα πουν ευρωπαϊκά.
Θαρρώ ακολουθούμ’ εδά συνήθειες των ξένων
φιλοξενία βρίσκεται σε χώρο ξεχασμένων.
Φιλοξενία εθνική μεγάλη έχει αξία
μαθαίνουνε στην ξενιθειά κι έρχουνται με μανία.
Εδά π’ αλλάξαν οι καιροί έρχουνται οι τουρίστες
γεμίζουνε τη χώρα μας κάθονται μέρες νύχτες.
Θα πρέπει να μαθαίνουμε οι νιοι φιλοξενίες
και να μάσε παινεύουνε σ’ ούλες τσοι κοινωνίες.
Επά που ήμασταν εμείς και μένουμε μονάχοι
φιλόξενοι να είμαστε, ευγενικοί όη σκάρτοι.
Φιλοξενία Ελληνική ούλος ο κόσμος θέλει
τουρίστες θάρχουνται πολλοί ούλα τσι γης τα μέρη.
Μαδαρίτης