Σαν μου ’φτιαχνες πλεξίδες ….
Εκεί , ΄πο πίσω από τ’ αυτί, άφε μου ένα φιλάκι
μάνα μου γλυκομάνα μου, σαν πλέκεις τις κοτσίδες.
Εκεί μέσ’ στην αγκάλη σου κρύψε με σαν μικράκι
και όσα δεν πρόλαβες να πεις, πε μου τα, πόσα είδες.
Πε μου πως με καμάρωνες όταν ανατρανούσα
και σαν μικρούλα ροδαριά πλήθαινα πεταλάκια,
μα πίσω έψαχνα να δω, μήπως και σε ξεχνούσα
πώς ήσουν ολοζώντανη, πώς μού ‘ καμες χαδάκια
σαν τις πλεξίδες έπλεκες, με το χρυσό σου χτένι.
Και στην ποδιά με κάθιζες, μου γλυκοτραγουδούσες…
Βαρύς είναι ο θάνατος, κακό κεντρί που μένει
σαν μπάμπουρας που δάγκανε, μα τότε το φιλιούσες
και έφευγε ο πόνος μακριά, στέρευε και το κλάμα…
Μα ήρθε ο Χρόνος ο σκληρός, κι απόμεινε στη μέση
ο χρυσοπόταμος μαλλί που ανεστορώ σαν θάμα.
Μου λείπεις μάνα μου γλυκιά, και άφησα και το χτένι
απ’ την δική μου αγκαλιά στον τάφο σου να στέσει…
.
Καλλιόπη Πολενάκη
χημικός – λογοτέχνις
.
.
Ο μοναδικά υπέροχος πίνακας «Câlinerie» (χάδι) φιλοτεχνήθηκε από τον William Adolphe Bouguereau το σωτήριον έτος 1890.
Στον Γιάννη Πέτρου Μαρκαντωνάκη,
πλαστουργό – ρακοσσυλλέκτη
Όταν η Τέχνη έχει τον Λόγο
στον δικό της Χώρο
χέρια πλαστουργών παρεμβαίνουν
και ράκη της Ύλης
μετουσιώνονται
σε έμβιες υπάρξεις
που μεταγγίζουν πνοή
καθώς τα έως μόλις πριν ατελή
αναβιβάζονται σε βάθρα ισονομίας.
Είναι που ο Μαέστρος
με ένθεο οίστρο
αποδίδει, στην κάθε στιγμή,
την οφειλόμενη αναγνώριση.
Τότε οι ωροδείκτες αρχίζουν να κινούνται ανάστροφα
καταλύουν την κηδεμονία του Χρόνου
η Λήθη παύει να εφευρίσκει προφάσεις
κι οι πολιτείες,
που μόλις αναδύθηκαν απ΄τους βυθούς,
ορθώνονται με φρουρούς
άγρυπνους γρύπες.
Στην υποχθόνια κρύπτη
με τον διάφανο θόλο
περιδεής λυγίζει το γόνυ ο Μινώταυρος
ενώ διάδρομοι και σκαλοπάτια
προσκαλούν εκεί όπου
μονάχα ο στοχασμός κανοναρχεί.
Αν θα υπήρχε επίγραμμα
άξιο να στέψει, σαν αέτωμα,
αυτό το θεσπέσιο έργο,
ίσως θα έλεγε:
“ΣΟΦΟΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΑΜΑ
ΔΙΚΑΙΟΝ
ΕΡΓΩ ΕΤΙΜΗΣΕΝ”.
Πηνελόπη Ντουντουλάκη
Πίστη – Πατρίδα – Λευτεριά
Τρεις είναι οι αθάνατες παντοτινές ιδέες
που συνοδεύουν άθρωπο αθάνατες κι ωραίες.
Και οι τρεις στον κόσμο βρίσκουνται αιώνια δοσμένες
σ’ ούλο τον κόσμο αρεστές και παρεξηγημένες.
Η πρώτη μπαίνει εξαρχής, καθένα συνοδεύει
αν δε σκοντάψει, πουληθεί στο δρόμο δε λατρεύει.
Ο μέγας Πλάστης φρόντισε να ‘χουμε μία θρησκεία
αφήνουμε και χάνεται στου κόσμου αδιαφορία.
Πολλά ‘ναι τα εμπόδια που κόσμο ξεστρατίζουν
θρησκείες ξεφυτρώνουνε τσοί πονηρούς πλουτίζουν.
Και κάμποσοι υπάρχουνε θρησκεία αγαπούνε
πολιτική αν κάνουνε τον κόσμο ξεγελούνε.
Τα πρώτα που πιστέψαμε θρησκεία και πατρίδα
κάνουνε το συνδυασμό σα δυνατή ελπίδα.
Για την πατρίδα μεριμνούν οι νιοι σαν μεγαλώσουν
και δε δειλιάζουνε ποτές και τη ζωή να δώσουν.
Εδά τα πάντα αλλάξανε κιανένας μπλιο δε θέλει
ανέ αρχίξει πόλεμος μην πάει το κοπέλι.
Κοπέλια νιοί δε θέλουνε να ‘χουνε φασαρία
εκπαίδευση εκάμανε για πλήρη ελευτερία.
Ετσά εμάθανε εδά οι άθρωποι στον κόσμο
να ‘χουνε ούλοι λευτεριά αυτό ζητούνε μόνο.
Ο κόσμος πρέπει να περνά με πλήρη ελευτερία
αγάπη νάχει θεϊκή που φέρνει τη σοφία.
Πίστη, αγάπη, αθρωπιά και πλήρης ελευτερία
δε θα χαθούν δε χάνονται στου κόσμου τα θηρία.
Μαδαρίτης
Στις Δεκαεφτά…
Στις Δεκαεφτά κάθε Νοεμβρίου
στα παιδιά τρέχει του Πολυτεχνείου
η σκέψη, που για την ελευθερία
έπεσαν, για την τιμή, για την παιδεία…
Τα νιάτα όρθωσαν στο τυραννικό
καθεστώς, το δρόμο δείξαν στο λαό
πώς ό,τι αξίζει μόνον στη ζωή
η ελευθερία είναι στην ψυχή!
Στις Δεκαεφτά κάθε Νοεμβρίου
στο αίμα φτάνει του Πολυτεχνείου
η σκέψη, μα και προς το μέλλον κοιτά:
Πάντα θα θυμάται τούτα τα παιδιά…
Γ. Η. Ορφανός
Μα όταν…
Οι Δυνατοί της Γης καλοπερνάνε.
Έγνοια για τι θα φαν, θα πιουν, δεν έχουν!
Γι’ άλλα αυτοί τυρβάζουν, γι’ άλλα τρέχουν,
κι αδιάκοπα τα κέρδη τους μετράνε…
Ωσάν θεό λατρεύουνε το χρήμα
κι ολοζωής εκείνο κυνηγούνε.
Των αλλονών το δίκιο δεν ψηφούνε,
μήτε και δε φοβούνται αυτοί το κρίμα!
Ξέχειλο πάντα θέλουν το πουγκί τους
και συνεχώς για ‘κείνο μεριμνούνε,
γιατί το χρήμα είναι η δύναμη τους!
Μα όταν τον ψεύτη τούτο κόσμο αφήσουν
στον αλλό, τον αληθινό να βγούνε,
ό,τι δω κάτω σπείραν, θα θερίσουν!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Ανεπίτρεπτα λάθη
Νέο αεροδρόμιο, βρίσκετ’ εν εξελίξει,
κατά τα Ηρακλειώτικα κι ο χρόνος θα μας δείξει.
Πότε θα είναι έτοιμο, πότε θα λειτουργήσει,
των αερομεταφορών, προβλήματα να λύσει.
Που συνεχώς αυξάνονται και χρόνο με το χρόνο,
τουρίστες περισσότεροι, μας δίνουνε τον τόνο.
Στην ενδοχώρα του Νομού, διαλέξανε τη θέση,
κι ο λίθος ο θεμέλιος, δυο χρόνια έχει πέσει.
Μ’ ακούγεται πως γίνανε, πολύ μεγάλα λάθη,
στον τόπο της κατασκευής κι ο κόσμος αντετάχθη,
Να παραχώσουν θέλησαν, ένα μικρό ξωκκλήσι,
με χώματα το σκέπασαν, εύκολη βρήκαν λύση.
Εις της Αγιάς Παρασκευής, το γιόρταζαν τη χάρη
και το πανηγυρίζουνε, με περισσό καμάρι.
Σήμερα δεν υπάρχει πια, Ναός σ’ αυτό το μέρος,
ούτε και λειτουργήθηκε, το φετινό το θέρος.
Κουκουλωμένο βρίσκεται, το εκκλησάκι τώρα,
μα από τότε οι σεισμοί, έχουνε πάρει φόρα.
Οι κάτοικοι φωνάζουνε, πως είν’ αυτό αιτία,
μα οι αρμόδιοι φορείς, δεν βλέπουν… αλητεία.
Ότι τ’ Αρκαλοχώρι μας, είν’ ισοπεδωμένο,
από το φοβερό σεισμό, γνωστό και δεδομένο.
Κι ούτε γνωρίζουμ’ αύριο, ίντα μας περιμένει,
όσο καιρό η εκκλησιά, θα ‘ναι στη Γη θαμμένη.
Οράματα είδαν πολλοί, πιστοί εκ των υστέρων,
κάτοικοι της περιοχής και ογδοντάρης γέρων.
Μιλούν για αγανάκτηση, Παρασκευής Αγίας,
που κλείσανε το σπίτι της, με Κράτους ευλογίας.
Λύση θα πρέπει να δοθεί, ατάκα κι επιτόπου
που να ανταποκρίνεται, στην πίστη του ανθρώπου.
Μια παροιμία του λαού, σε αρνητές τα σούρει,
«Αγιού μην τάξεις τάσιμο και του παιδιού κουλούρι».
Εννιαχωριανός
Εδώ Πολυτεχνείο
Μες στης πατρίδας τη μαύρη καταχνιά
Στου Νοέμβρη εκείνου την παγωνιά
Ξεσηκώθηκαν τα γενναιόψυχα παιδιά
Μαχόμενα για να ’ρθει η Λευτεριά.
«Εδώ Πολυτεχνείο» ηχούσε δυνατά
Του εκφωνητή η στεντόρεια φωνή
Μονομιάς τα στήθια παίρνανε φωτιά
Και τα μάτια με λάμψη φωτεινή.
Μ’ ορμή «Κάτω η ξενοκίνητη Χούντα»
Κι οι καρδιές μας αέναα δονούνταν
Θέλουμε «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία»
Κι οι ελπίδες θέριευαν στην κοινωνία.
17 Νοέμβρη Σαββάτου ξημερώματα
Τρία τανκς σαν πελώρια φαντάσματα
Κυκλώνουν το Πολυτεχνείο αυτόματα
Και στων φοιτητών τα χείλη άσματα.
Ένα απ’ αυτά γκρεμίζει την πύλη
Και το προαύλιο μ’ αίματα πλημμυρίζει
Σβηστό της Δημοκρατίας το καντήλι
Κι ο άνεμος ονόματα ηρωικά ψιθυρίζει.
Ο λαός σπαράζει απ’ τον άφατο πόνο
Κι η ελληνική σημαία κατακοκκινίζει
Για τους νεκρούς δόξας στεφάνια μόνο
Κι ο ουρανός σαν αδελφός δακρύζει.
Καρδερίνης Ισίδωρος, Ποιητής