Ταινία, ο τόμος του Πλυμάκη
Κούμοι, μιτάτα και βοσκοί στη Δυτική τη Κρήτη
από τα Όρη τα Λευκά, μέχρι τον Ψηλορείτη.
Κούμοι, μιτάτα στα βουνά, ήταν σε λειτουργία,
αιώνες και δουλεύανε, καθημερνή κι αργία.
Τον ακριβή τους αριθμό, κανένας δεν γνωρίζει,
από τα χρόνια τα παλιά, ο βίος του αρχίζει.
Μαδάρες που εκτείνονται, σε έκταση ευρεία,
τροφοδοτούσαν του Νομού και πόλεις και χωρία.
Σφακιά και Αποκόρωνα, Σέλινο, Κυδωνία,
τα προϊόντα φτάνανε και με θεομηνία.
Άλογ’ απ’ τα Κεραμιά, τα φέρνανε στη πόλη
και οι βοσκοί γεμίζανε, κάργα το πορτοφόλι.
Μαδάρας τα γεννήματα, τυριά και αθοτύροι,
όλοι το προτιμούσανε, δικό τους το χατίρι.
Εκεί και το περίφημο, γνωστό τυρί τση τρύπας,
που γεύσεις απογείωνε και καμπανάκ’ εχτύπας.
Δεν ξέρω αν ελάχιστα, διατηρούνται ακόμα
χαλάσματα εις τα βουνά ή κείτονται στο χώμα.
Κούμοι, μιτάτα και βοσκοί, βιβλίο του Πλυμάκη,
που ‘τρεχε στα ψηλά βουνά, σχεδόν από παιδάκι.
Εγνώριζε πατέ πατέ, το κάθε μονοπάτι,
δικαίως τον αποκαλούν, ψηλών βουνών δραγάτη.
Ταινία εγυρίστηκε, ο τόμος ο μεγάλος,
που θα την απολαύσουνε, ο Γερμανός κι ο Γάλλος.
Και θα προβάλει σίγουρα, τον τουρισμό τση Κρήτης,
που οι Μαδάρες τον τραβούν κι ο Γέρω Ψηλορείτης.
Εκεί όπου μεγάλωσε, ο Ξένιος ο Δίας,
που θεωρείται ο Θεός, ο της φιλοξενίας.
Εννιαχωριανός
Αχ, να γινόταν!
Ήρθες με το χαμόγελο στα χείλη,
για λίγο συντροφιά να μου κρατήσεις
τις έγνοιες που με πνίγουν να σκορπίσεις
και μέσα μου να φέρεις τον Απρίλη!
Ήρθες και με τα μάτια δακρυσμένα
με ταραχή, με συντριβή, με πόνο
με μύρια τόσα πάθη, κι όχι μόνο!
στα χρόνια τούτα τα συφοριασμένα…
Αχ, να γινόταν, όπως ήρθες τώρα,
έτσι κάθε φορά να σ’ αντικρίζω
και μόνο της χαράς να φέρνεις δώρα!
΄Όλα στη Γη, «λίαν καλώς» να βαίνουν,
να μην υπάρχει λόγος να δακρύζω
και τα δεινά να πάψουν να πληθαίνουν…
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Ιερά Μονή Παναγίας Παληανης (Ακροστοιχίδα)
Ιερά Μονή Παληανής, δώρο της Παναγίας,
Εδώ βλαστάνει αμάραντο δένδρο Μυρτιάς Αγίας.
Ρόδα και τριάντάφυλλα και άνθη Σε στολίζουν,
Αγάλλονται προσκυνητές κι από χαρά δακρύζουν.
Μέρα και νύχτα προσευχή, άσκηση, αγρυπνία,
Όλες και όλους ευλογούν Χριστός και Παναγία.
Νόμος για σας η προσφορά, αγάπη, καλωσύνη,
Ηλιοστάλακτη πνοή προς τη δικαιοσύνη.
Παντάνασσα, Μήτερ Θεού, ηλίου λαμπρότερα,
Αστείρευτη πηγή χαράς, αγγέλων Υπερτέρα.
Ναών, ως κόσμημα λαμπρό, κάλλους και μεγαλείου,
Ανήγειραν προς χάριν Σου και δόξα του Κυρίου.
Γαλήνη, χαρά, ιδανικά οι αδελφές εμπνέουν,
Ικέτιδες προς Κύριον, αγάπη μας προσφέρουν.
Ακολουθίες ιερές, ύμνοι της Παναγίας,
Στη χάρη Μυρτιδιώτισσας, Παληανής Αγίας.
Παλαιά Μονή Παληανής, Φάρος Ορθοδοξίας,
Άγιες ανέδειξε πολλές μορφές της Εκκλησίας.
Λαμποκοπούν ολόγυρα ναοί σεπτών Αγίων,
Η χάρη τους σκορπά παντού χαρά και μεγαλείο.
Αόρατοι άγγελοι ψηλά πάνω μας φτερουγίζουν.
Νάματα ύδατος ζωής ψυχές μας εμποτίζουν.
Ηλιόλουστη είναι η οδός προς Παληανήν Αγία,
Στη Μυρτιδιώτισσα λαμπράν Μόνην της Παναγίας
Ηλίας Μετοχιανάκης,
καθηγητής Πανεπιστημίου
Η αρχόντισσα της ακρογιαλιάς
Σ’ είδα στην ώρια ακρογιαλιά που μάζευες κοχύλια
και σαν γοργόνα έμοιαζες με ξέπλεκα μαλλιά
και μύριους στίχους έπλεξαν της μούσας μου τα χείλια
κι ενδόμυχα τους έλεγα με σιγανή λαλιά.
Πάνω στα φύλλα της καρδιάς τους έχω τυπωμένους
με γράμματα ανεξίτηλα που δεν τα σβήνει ο χρόνος
και τους διαβάζω τις βραδιές σαν να ‘μια μεθυσμένος
ενώ τα στήθια μου τα τρυγάει της μοναξιάς ο πόνος.
Κάποιαν αυγούλα λιόχαρη σ’ είδα μες στ’ αλμυρίκια
να περπατάς μονάχη σου ξέγνοιαστη, γελαστή
κι ενώ στην ώρια ακρογιαλιά ήταν σωρός τα φύκια
όλα με του ήλιου τις χρυσές ακτίνες είχαν λουστεί.
Εσύ σαν κρίνος έμοιαζες μες στην ζεστή αμμουδιά
με τα πουλιά τριγύρω σου γλυκά να τιτιβίζουν
κι ενώ τους χτύπους της άλλαξε στα στήθια η καρδιά
νόμιζα όλα τ’ άψυχα πως σε καλωσορίζουν.
Κι είπα: ‘’Ω Θεέ μου, όπου διαβεί μύριες ευωδιές σκορπάει
και παίρνει χάρη πλιότερη η ροδομάλλα αυγή
κι όταν λουλούδι συναντά και σκύβει και το φυλάει
μοιάζει πως σκύβει η άνοιξη κι ασπάζεται τη Γη’’.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Που πάει ο κόσμος τουτοσές
Σκέφτομαι κάμποσες φορές ο κόσμος που βαδίζει
σα δεν μαθαίνουμε εδά είντα μας ξεστρατίζει
Βέβαια δεν είν’ εύκολο να στρέψουμε απότομα
να κάμουμε ελεύθεροι όσα πρέπει καλύτερα
Χρειγιάζεται βελτίωση νάχει ο κόσμος ούλος
για να μην καταστεί ποτές των ατσουπάδων δούλος
Μερκοί θωρούνε τη ζωή με θολωμένο μάτι
και δε μπορούν ν’ αντέξουνε όντε συμβαίνει κάτι
Κάνουνε μαύρη τη ζωή δεν είναι σαν και τσ’ άλλες
έρχουνται θρήνοι, βάσανα, ατσιποδιές μεγάλες
Πολλοί ναι απού σέβουνται τον κόσμο και λατρεύουν
ευτοί μπορούνε σίγουρα στα σπίθια τους να γέρνουν
Σωστές ζωές στην ήπειρο που σέβουνται τσ’ αθρώπους
έχουνε είναι εύκολο να μάθουν καλούς τρόπους
Θαρρώ πως ούλοι σήμερο δουλεύουνε παλεύουν
για νάχουνε μια πρόοδο μουδέ διωγμό γυρεύουν
Ετσάναι ο κόσμος τώρα δα ξανοίγει είντα κάνει
θέλει καλύτερη ζωή δε θέλει να ποθάνει
Νομίζουν ού λα γίνουνται με κάθε νιους της σκέψη
μόνο γυναίκες νεαρές θέλουνε καλή στέψη
Μα η αγάπη τουτηνέ ομόνοια στον κόσμο
μοιάζει και τρέφει κάμποσους όσους μυρίζουν δ υόσμο
Αγάπη και ομόνοια στον κόσμο όποιος έχει
ο Πλάστης πούναι στα ψηλά πάντα τόνε προσέχει
“Μαδαρίτης”
Πηγές Αρμένων “Ο Πλάτανος’
1
Ξύπνα μωρέ Αρμενιανέ,
ξύπνα μωρέ και γροίκα,
ήρθανε να μας πάρουν,
απ΄τα χέρια μας την προίκα.
2
Προίκα που δώρισ΄ο Θεός,
σε τούτονε τον τόπο,
ήρθανε να μας πάρουνε,
μεθοδικά με τρόπο.
3
Το δώρο αυτό που δόθηκε,
ανήκει στόν καθένα,
και δεν εδόθηκε ενός,
ν΄ανήκει μόνο σε ένα.
4
Τα αίτια που ώθησαν,
στο χώρο να μπουκάρουν,
ειν΄τα πλατάνια κ΄οι πηγές,
που θέλουν να μας πάρουν.
5
Στο χώρο αυτόν ανέκαθεν,
εμείς εμπαινοβγαίναμε,
παίρναμε γάργαρο νερό,
σπίτι μας το πηγαίναμε.
6
Ήτανε το ψυγείο μας,
γαζόζες και καρπούζια,
εις την πηγή τα βάζαμε,
και εκει γινόταν μπούζια.
7
Ο Πλάτανος ο ιστορικός,
μεγάλο χώρο σκέπαζε,
και κάτω απο τον ίσκιο του,
ο κόσμος διασκέδαζε.
8
Γάμοι και πανηγύρια,
γινότανε εκει,
και γέμιζε ανθρώπους,
σκόλες και Κυριακή.
9
Οπλαρχιγοί και Βενιζέλος,
κάναν συνεδριάσεις,
όπου και υπογράφησαν,
μεγάλες αποφάσεις.
10
Με όλα τα τεκτενόμενα,
στού χρόνου την πορεία,
Αρμένοι και ο Πλάτανος,
έγραψαν ιστορία.
11
Το όνομα του Πλατάνου,
πήρε ο τόπος κ΄η πηγή,
και Πλάτανος ακούγετε,
απανταχού στη γη.
12
Ο χώρος αλοιώθηκε,
δεν είναι όπως πρώτα,
τους παλαιούς Αρμενιανούς,
άμα θελήσεις ρώτα.
13
Η ανέγερση οικοδομής
δημιουργεί ενστάσεις,
καθότι απο τις πηγές,
δεν πήραν αποστάσεις.
14
Οικοδομή εκτίστηκε,
κι΄αγγίζει στο νερό,
πρέπει να απομακρινθεί,
εκείνη εν καιρό.
15
Τον ιστορικό τον Πλάτανο,
που υπήρχε εκεί αιώνια,
κι΄αυτό τον αφανίσανε,
τα τελευταία χρόνια.
16
Στο πλαίσιο της πολιτικής,
νάρθουν να επενδύσουν,
τα πάντα ξεπουλιόνται,
μέχρι που να μας γδύσουν.
17
Πωλείται και ο πλάτανος,
περνά σε ξένα χέρια,
έκλεισαν και το έμβασμα,
κι΄είμαστε στα μαχαίρια.
18
Είχαμε κάνει προσφυγή,
εις τη δικαιοσύνη,
εχάσαμε δύο φορές,
και εκεί υπάρχει ευθύνη.
19
Έχομε κάνει προσφυγή,
ξανά τώρα και πάλι,
να δούμε αυτή τη φορά,
τι πρόκειται να βγάλει.
20
Τον τόπο δεν θ΄αφήσομε,
να μας τον πάρουν άλλοι,
θ΄αγωνιστούμε σθεναρά,
όλοι μικροί μεγάλοι.
21
Σε όλους κάνομε έκληση,
ζητάμε συμπαράσταση,
ο τόπος να επανέλθει
στην αρχική κατάσταση.
Σταύρος Νικητάκης