Χριστός Γεννάται
Δείτε, η ανθρώπινη καρδιά ως παχνί
που μες στην Άγια Βραδιά θα γεννηθεί,
εκεί ο Χριστός κι ως παιδιά μάγοι – σοφοί
και οι ποιμένες οι αγνοί, λένε στη Γη:
Ήρθε ο Χριστός τ’ ουρανού κι εντός μας εστί
η Βασιλεία του Θεού και η Ζωή,
με καθάρια αντίληψη νου να συλλάβεις ψυχή
το άγγελμα που παντού ήρθε στη Γη!
Δόξα εν Υψίστης Θεό και Ειρήνη επί Γης
ύμνο αγγελικό, αιώνων και της στιγμής,
Χριστός γεννάται ξανά στη φάτνη ψυχής
κι άγγελοι λεν ωσαννά στης παρούσης ζωής.
Με καθάρια αντίληψη νου τ’ άστρο να δεις
απ’ του εβδόμου ουρανού έως επί Γης,
είναι πυξίδα σωστή, καλός οδηγός
κι είναι ελπίδα απτή, στα μάτια το Φως!
Κι όπου δείχνει να πας, είναι όπου βλέπει Αυτός:
Θυσία, Θεός, Βασιλιάς, σμύρνα, λιβάνι, χρυσός!
Νέος Ηρώδης φθονεί, μα ετέχθη Χριστός
με δόξα παντοτινή μόνος Αυτός!
Μες στις ψυχές μας χαρά, ζωή, μυστική,
βασίλειο δε χωρά, το σύμπαν εκεί…
Χριστός Γεννάται ξανά στη φάτνη ψυχής
καρδιά, νους προσκυνά, μιας επιστήμης σοφής!
Χριστός Γεννάται ξανά και πλούτη ευχής
τα αγαθά και τερπνά να γεμίσουν τη γης,
μια προσδοκία απ’ όλους κυκλώνει παντού
ωσάν καμπάνα ηχεί στο καθάριο ουρανού!
(Αφιερωμένο στους εγγονούς μου Ιωάννη και Ανδρέα Σκαλιδάκη και σε όλους τους μαθητές του Λυκείου Κολυμπαρίου).
Λένα Αλυγιζάκη
Πρώτη Δεκεμβρίου 1913
Πρώτη μέρα ξημερώνει, Δεκεμβρίου του μηνός,
που μ’ Ελλάδα μας ενώνει, Βενιζέλος ο τρανός.
Απ’ του Θερίσου τα μέρη, όραμα το είχε δει
κι είχε στείλει τι χαμπέρι, πώς το βρήκε το κλειδί.
Τη μητέρα και την κόρη, πώς θα ένωνε ξανά
και θα έκαν’ ότ’ ημπορεί, ν’ απαλλάξ’ απ’ τα δεινά.
Την ευθύνη θ’ αναλάβει, ύστερα πρωθυπουργού,
της Ελλάδας και θα πάρει, θέση χτίστη και πουργού.
Τα θεμέλια θα βάλει για μια σύγχρονη Ελλάς
και στρατό θα οργανώσει, Θερμοπύλες να φυλάς.
Την Ελλάδα δυο Ηπείρων, μα και πέντε θαλασσών
πράξη κάνει ο Ηγέτης, σε ρυθμό διαπασών.
Με πολιτικού προσόντα και χαρίσματ’ ακριβά,
οδηγεί την Ελλαδίτσα, προς τη δόξα να τραβά.
Μ’ ικανότητα και θάρρος, κράτος πάντοτε μικρόν,
πέτυχε εντός ολίγου, ν’ αναστήσει εκ νεκρόν.
Οι Παγκόσμιοι Ηγέτες, τον εθαύμαζαν πολύ,
που ‘δωσε εις την Ελλάδα, της ανάστασης φιλί.
Μα και τη γενέτειρα του, έφερε στην αγκαλιά,
τση μητέρας για να βάλει, σ’ τσ’ αντιπάλους του γυαλιά.
Τη Σημαία θα υψώνουν, πάντοτε τη μερ’ αυτή,
στο λιμάνι των Χανίων, του λαού οι εκλεκτοί.
Τούτα μόνο στον Εθνάρχη, τα ελάχιστα θα πω,
σε στιχάκια του τα γράφω, εις τση ρίμας το σκοπό.
Φόρος τιμή σ’ ένα νεκρό, που του οφείλουμ’ όλοι
και πιότερ’ όσοι παροικούν, εις των Χανίων τη πόλη.
Εννιαχωριανός
Στυφό κυπαρισσόμηλο
Στυφό κυπαρισσόμηλο κι αγκαθωτό περίσσια
εζήλευγε τσ’ άλλους καρπούς πάνω στα κυπαρίσσια.
Ζήλευγε τα φασκόμηλα, ζήλευγε τσι κουμάρους,
εζήλευγε τα βάτσινα, ζήλευγε τσ’ αγκισάρους.
Από το κλάμα πλάνταζε στην παραπόνεσή του
που τάχα δεν αξιώθηκε πολλά εις τη ζωή του:
“Εγώ δεν έχω ομορφιές και αλλονών τα κάλλη
μα έχω το νου στη θέση του και μια καρδιά μεγάλη…”
έλεγε και ανήμενε την εύκολη συμπόνια
κι ωστόσο εκείνο μοίραζε χλεύη και καταφρόνια.
Χείμαρρος διάβαιν’ ο καιρός κι όλα τριγύρω αλλάζαν,
την Πλάση αλλες εποχές χτυπούσαν και χειμάζαν.
Μα το κυπαρισσόμηλο, στον κλώνο καθισμένο,
ακόμα παινευότανε, τάχαμου λυπημένο:
“Λυπούμαι τη φασκομηλιά π΄αντεχε το λιοπύρι
και τώρα η βαρυόμοιρη ‘τοιμάζεται να γείρει.
Λυπούμαι και τη λυγαριά, που ‘χασε τα φτερά τση,
και τον παλιό τον πλάτανο που έπεσε σιμά τση.
Λυπούμαι δω, λυπούμαι κει, μα πιο πολύ με σκιάζει
μήπως αυτή η λύπη μου κανένα δεν τον νοιάζει!
Γιατί με τη σοφία μου, τη φρόνηση και κρίση
πολλά δεινά προμάντεψα και έχω βοηθήσει.
Άραγες θα συντρέξουνε οι άλλοι και εμένα
ή θ’ απολησμονήσουνε τα έχω κανωμένα;”
Κι απάντησε η λυγαριά: “Mη σκούζεις, μην κοπάζεις,
πάψε να βαρυοθλίβεσαι και να αναστενάζεις.
Κοίταζε μπλιο το δρόμο σου, στράφου στα σωθικά σου
ν’ αναθιβάλεις και να πεις ποια ήταν τα μιστά σου.
Ψάξε να βρεις όσες χρωστείς να δώσεις απαντήσεις
κι ίσως μπορέσεις, κάποτε, συγνώμη να ζητήσεις…”
(ζήλευγε=ζήλευε
βάτσινα=βατόμουρα
αγκίσαροι=αγκαθωτοί θάμνοι με έντονα κίτρινα άνθη
κοπάσσω ή κοπάζω=οδύρομαι, κλαίω και χτυπώ το στήθος μου (πρβ: θρήνος και κοπετός)
στράφου=κάνε στροφή προς
μιστά=άγαθοεργίες
αναθιβάλω, αναθιβάνω=αναλογίζομαι
Πηνελόπη Ντουντουλάκη
Συμβουλές προς τους νέους
Σα ντην αράχνη άπλωσε
ο χάροντας το δίχτυ
και πιάνει νιους απ’ οδηγούν
και πίνου στο ξενύχτι
Οινόπνεμα ναρκωτικά
ξενύχτι και τιμόνι
έκαμ’ ο χάρος άρματα
τα νιάτα τα σκοτώνει
Μη μπεις σε δρόμο σα θα πιεις
να οδηγάς διότι
εις τη μποσκάδα* έπεσες
του χάρου του προδότη
Ποτέ σου να μην οδηγάς
όντε θα κρασοπίνεις
σκοτώνεις γη σκοτώνεσαι
γη μισερός θα μείνεις
Κι ανέ νυστάξεις οδηγέ
πάρκαρε σ’ ένα γύρο
χαλάρωσε και ας βρεθείς
στο κόσμο των ονείρω
μποσκάδα* = ενέδρα
********
Τσιγάρο και ναρκωτικά
μη βάνετε στο στόμα
γιατί θα σα σε μπέψουνε
σύντομα εις το χώμα
Μη κάνεις εις το χάροντα
νέε τα νιάτα δώρα
σ’ έχουν ανάγκη οι γονείς
τ’ αδέρφια σου κι η χώρα
Φτάνει τους όσους άρπαξε
η ξενιθιά η σκύλα
και μοιάζ’ η Κρήτη με δεντρό
δίχως αθούς και φύλλα
Τσι κούπες όντε πίνομε
παίρνομεν ούλοι φόρα
μα ένας μας δε σκέφτεται
μια μάνα μαυροφόρα
Με κονοστάσια οι γονείς
γεμίσανε τσι δρόμους
κι ένα σταυρό παντοτινά
θα κουβαλού στσι νώμους
********
Δάκρυ μια μαύρη θάλασσα
και να γενεί δε φτάνει
να κλάψει μάνα το παιδί
και κύρης* όντε χάνει
Άντρες δε κάνει το πιοτό
μηδέ και το μπαρούτι
μόνο τιμή και λεβεδιά
που ‘ναι τση γης τα πλούτη
Ακούσετε τσι συμβουλές
νιους ώριμου Ριζίτη
για να ξαναγυρίσετε
μ’ ασφάλεια στο σπίτι
κύρης* = πατέρας
ΡΙΖΙΤΙΚΟ
Ο χάρος είν’ επίβουλος
πανούργος και μπαμπέσης
καινούρια άρματα βρήκε
να καταλεί τα νιάτα
οινόπνευμα, ναρκωτικά
ξενύχτι και τιμόνι
παιδιά ανοιχτά τα μάθια σας
(Στο σκοπό ο χάρος κάθεται ψηλά)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Κάθε ένας από μας είναι
1ον Χρήσιμος όσο ποτέ για την Πατρίδα μας
2ον Μοναδικός για τον Θεό
3ον Αναντικατάστατος για την οικογένεια του
Μιχαήλ Βασιλείου Κουράκης