Ιωσήφ ο Μνηστωρ*
Υγιούς μ’ αφήκε τέσσερις και τρεις οι θυγατέρες
σαν η καλή γυναίκα μου στους ουρανούς επήγεν.
Καλά ΄σαν ούλα τα παιδιά, ευλογημένα τέκνα
μα ο καθείς τους ήπρεπε δική φωλιά να πλέξει
στον θείο νόμο υπακοή, να λάβει ευλογία.
Μονάχος μου θ’ απόμενα, εγώ και η δουλειά μου
που, αλήθεια σας ομολογώ, χαρά μεγάλη είναι
σαν από ξύλο ταπεινό βγάζεις τα χίλια μύρια.
Το ξύλο θέλει υπομονή, θέλει το μίλημά του
για να σου δώσει φανερά ήντά ‘πρεπε να γένει :
τραπέζι για πολλά παιδιά, κούνια για νιοφερμένο
ή και κασέλα νυφική προυκιά να απογεμίσει!
Μονάχος ‘γώ, ο Ιωσήφ από γενιά σπουδαία
του βασιλέα του Δαβίδ κρατούσε η γενιά μου!
Μα ευτύχησα να παντρευτώ κι εφτά παιδιά να κάμω.
Μα ατύχησα να κλάψω την πριν τα μαλλιά ασπρίσουν…
Μονάχος…
Και μιαν ωραία ταχινή* με λαμπερό τον ήλιο
η πόρτα χτύπησε διπλά και ήρθαν οι γειτόνοι :
η Άννα η καλοκυρά κι ο Ιωακείμ ο Κύρης.
Μου λένε πως με διάλεξαν να δώκουνε για νύφη
το ακριβό τους το παιδί, την όμορφη Μαρία.
«Μικρή πολύ δεν είναι Την;» απόρεσα και είπα.
– Καλλιά μικρή στα χέρια σου γιατί, αν το σκεφτούμε,
παράξενα μας έστειλε εδά στα γηρατειά μας
ο Κύρης ο τρισμέγιστος το ακριβό Του δώρο.
Κατέχεις πως δεν λείπονται τα πλούθια και τα έχη
μα μόνον σαν γεράσαμε ήρθεν η κοπελούδα.
Και ανεγάλλια* η ψυχή κι ανέστη η καρδιά μας.
Στα χέρια σου τα πατρικά θέλουμε να ‘πομείνει
γιατί είδα όνειρο καλό πως άλλα τα γραμμένα
για την μικρή Μαρία μας, την μοχοθυγατέρα.
Εδίστασα, «θα το σκεφτώ» απάντησαν ο δόλιος
βαρύ πολλά μου φάνηκε ετούτο το «πεσκέσι».
Μα σαν η ώραν έφτασε να θέσω στην στρωμνή μου
Θεού εφάνη Άγγελος και μού ‘δωκεν ορμήνεια.
Πως πρέπει, είπε μου, εγώ γαμπρός για την Μαρία
γιατί το όρισε ο Θεός να Τηνε προστατεύω.
Μα του Θεού του Μέγιστου το Τέκνο θα γεννήσει
αγνή, μικρή κι αμόλυντη από ανθρώπου χέρα.
Μεγάλο θαύμα ήκουσα, απόμεινα στο γόνα
με το κεφάλι μου σκυφτό και το βαρύ φορτίο
να προστατεύω τον Υγιό του Αγαθού Πατέρα
που η Μαρία η μικρή θα φέρει στην κοιλιά Της
με του Θεού το θέλημα και την βουλή την θεία.
Αυτά θυμούμαι ν΄άκουσα , αυτά και σας τα λέγω.
Κι οι Γάμοι γίνηκαν ταχιά, καλοί κι ευλογημένοι.
Αταίριαστοι εφάνηκαν μα γρήγορα ξεχάστη
κι απόκτησα εις τα στερνά μια θυγατέρα ακόμη.
Καιρός ήρθε και φύγαμε στης Βηθλεέμ τα μέρη
ν’ απογραφούμε ζήτουνε ο άρχοντας Ηρώδης.
Βραδιά πυκνή σαν φτάσαμε – με αφύσικο το κρύο –
στην Βηθλεέμ και ήψαχνα μέρος να ξημερώσει
η πάναγνη Μαρία μου με την κοιλιά στο στόμα.
Σε πανδοχείο φτωχικό να! η στερνή μου ελπίδα!
Μα η κυρά το ξέκοψε: δεν είχε να βολέψει
μια κοπελούδα έτοιμη να γένει μικρομάνα.
Σε ένα στάβλο είπε μας, στο «ρημαδοπροικιό» τζη,
εκεί να πάμε και ταχιά θα έρθει βοηθήσει.
«Πονώ» είπε η Μαρία μου, και φύγαμε με βία
να βρούμε στάβλο και στρωμνή για να καλογεννήσει.
Χρυσά τα άχερα, χρυσά και των οζών τα χνώτα
μεμιάς ζεστάναν το «προικιό» της αγαθής γυναίκας.
Αντρού δεν είναι η δουλειά να βοηθά στην γέννα
κι απόμενα σαν κούτσουρο το χέρι να βαστώ Της
ωσότου άνοιξε με βιά η πόρτα κι η γυναίκα
με έσπρωξε όξω για να βγω, «εγώ θα βοηθήσω!!».
Σαν ο Θεός την έμπεψε, έτσι μέσα στη φούρια…
Και σαν εβγήκα είδα βοσκούς να έρχονται με σέβας,
και τρεις Αρχόντους κύρηδες πα σε μεγάλα άτια.
Πώς ξεχωρίζει η αρχοντιά..ήταν ο γεις τους μαύρος*…
Κι ένα Αστέρι έκαμε την νύχτα μπλιο σαν μέρα
και στάθηκε πάνω στην φτωχή την βλογημένη φάτνη.
Μαζί όλοι προσμέναμε, δικολογιά* σαν νά ΄σαν,
να ακουστεί το κλάμα Του, στον κόσμο πως εβγήκε.
Ακούστη!! Κλάμα δυνατό και σάλπιγγες ουράνιες!!
βελάζαν πρόβατα γλυκά, κλαίγαν και οι Αρχόντοι.
Κι εις Άγγελος καλάνοιξε την πόρτα κι όλοι μέσα
βρεθήκαμε ανήμποροι σε θαύμα επουράνιο!
Εφάνηκέ μας το μωρό μπλιο λαμπερό απ’ άστρο!!
απού’ ΄λαμπε σαν να’ ταν κειο το Άστρο απού όλοι
προσμένανε κι από χαρά δάκρυ δεν εσταμάθιε!
Της Μάνας σκύβω και φιλώ την αγιασμένη χέρα,
και το μωρό με κοίταξε βαθιά, ίσια στα μαθια:
«ευχαριστώ σε Ιωσήφ που βόηθησες στο θάμα
να γεννηθώ ‘γω ο Αμνός από αγνή μητέρα.
Από πατέρα ξυλουργό που διάλεξε ο Πατέρας
των Ουρανών ο Άρχοντας, Αγγέλων ο Αφέντης!
Ευχή σου δίδω τώρα δα, εις τους αιώνες ούλους
να μνημονεύεσαι εσύ για την χρυσή καρδιά σου
και για την ύστατη χαρά, την τόση ευλογία
να είσαι εσύ που θα βαστάς της μάνας μου τη χέρα
ωσότου φύγεις από πα και στα ουράνια ανέβεις
ο Μνήστωρ Άγιος Ιωσήφ κι όλοι θα σε τιμούσι
ωσάν πατέρας εις την Γη εμέ του Θεανθρώπου.
Ευλογημένος Ιωσήφ, ευλογημένος Μνήστωρ,
καλέ πατέρα κι αγαθέ που θα με προστατεύεις
για όσο πει ο Κύρης μας , δικός σου και δικός μου.
Ετσά ‘κουσα στην κεφαλή την θεία ομιλία!
Κλίνω το γόνυ και φιλώ λαμπρό το πατουχάκι
κι ευχαριστώ τον Κύρη μας απού μου εμπιστεύτη
τρανό τον Γιο και Βασιλιά για τους κατατρεγμένους,
για πλούσιους μα και φτωχούς με αγαθή καρδία.
Είμαι ο Μνήστωρ Ιωσήφ που πήρα ευλογία
να κάνω γιο μου τον Θεό που ήρθε να μας σώσει,
καλό Αμνό, καλό Θεό σε φτωχική μια φάτνη
που θέλησε να γεννηθεί κρύα μια τέτοια νύχτα..
με λαμπερό το Άστρο Του που είπεν εις τον Κόσμο
πως θάμα γίνηκε τρανό στης Βηθλεέμ τα μέρη!
*Μνήστωρ = μνηστήρας
*ταχινή = πρωινό
*ανεγάλλια = αγαλλίασε
*«ήταν ο γεις του μαύρος» = αναφορά στον Μάγο Βαλτάσαρ
*δικολογιά = σόι, συγγενείς
Καλλιόπη Πολενάκη
Χριστούγεννα 2022
Ικεσία
Γλυκιά μητέρα του Χριστού
που ξέρεις από πόνο
τα χέρια μου σκεφτικά
σ’ Εσένα πάλι απλώνω.
Κοίταξε πόσοι, Παναγιά,
πάνω στη Γη υποφέρουν
κι ως πότε αυτός ο Γολγοθάς
στη ζήση τους, δεν ξέρουν…
Γι’ αυτούς η βρύση της χαράς
έχει Καιρό στερέψει…
Κάμε το θάμα, Παναγιά,
γοργά να ξανατρέξει!
Κάμε να κλείσουν οι πληγές
στους ρημαγμένους τόπους,
δώσε κουράγιο, δύναμη,
κι ελπίδα στους ανθρώπους…
Κάμε το θάμα, Παναγιά,
να ξημερώσει μέρα
με την Αγάπη ρίγισα
σ’ ολάκερη τη Σφαίρα!
Βοήθα, στη Γη μας, Παναγιά,
ειρήνη να στεριώσει,
ο εφιάλτης των λαών
για πάντα να τελειώσει!
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Μετάρσια Γη
Όπως σ’ αιώνων- παγετώνων πρόσκρουση,
των αγαθών μας λογισμών η ενέργεια
σ’ αποτροπή των βδελυρών η απόκρουση,
και φαίνονται της νέας Γης λημέρια!
Από προβάτων μουσική υπόκρουση
στη Γη διαχέεται απ’ τα κουδούνια,
κι η ειρηνική από παντού απόκριση
απ’ των λαών που σπεύδουνε μιλιούνια!
Μετάρσια* η Γη στην καταξίωση,
στον περιβάλλον χώρο όλ’ η σκέψη μας,
απ’ τη θυσία Του στη Μετουσίωση*
στη σωτηρία μας κι άνωθεν στέψη μας.
Μέσα στην έρημο χιλιάδες βήματα,
κι απ’ τους καιρούς ζητούμε εύνοια,
μα εδώ ο κόσμος, Άμπελος και κλήματα,
και ψεύτικων θεών ζητούμε ευμένεια!
Στην ερημιά αναζητάς τον άνθρωπο,
μα πλάι σου η αγιασμένη έρημος,
το έργο σου στο πυρ κορμάκι κέρινο
κι ό,τι βδελύσεται ο Θεός απάνθρωπο!
* Μετάρσια Γη, μεταρσιώνω, μτφ. Εξυψώνω πνευματικά
Η Μετουσίαση: εκκλ. Η μετατροπή του ψωμιού και κρασιού σε Σώμα κι Αίμα του Χριστού.
Λένα Αλυγιζάκη