Αλλαγή φρουράς
Κρόταλα και κρουστά ηχούν
ο κραταιός διαβαίνει
κρείσσων και σοφός
κριγμώδεις ήχοι στο πέρασμά του
κρέμανται στο ομιχλώδες τοπίο.
Ο νέος έρχεται
μελωδικός και ήσσων
μειλίχιος, μελλοντικός σπουδαστής
μολυβδόχρωμων ειδήσεων.
Στην αλλαγή φρουράς
μοιάζει να σιωπά η Οικουμένη
κρατά την ανάσα της
ενδίδοντας σε μια στιγμιαία
δυνατότητα ενδοστρέφειας.
Πηνελόπη Ντουντουλάκη
Η γλώσσα μου η κρητική
Τη γλώσσα μου την Κρητική
ποτέ μην την αγγίξεις
γιατί ναι γλώσσα ιερή
της μουσικής οι στίξεις.
Είναι η μάνα του σεβντά
η φίλη τση αξίας
είναι η γλώσσα τ’ έρωτα
κι ο όρκος της φιλίας.
Είναι η γλώσσα που μιλά
και πλέκει πάντα ρίμες
θυμίζει στους νεώτερους
των αετών τις μνήμες.
Τη γλώσσα μου την Κρητική
φίλε να την φυλάξεις
σαν φυλαχτό στον κόρφο σου
σαν το νερό σ’ οάσεις.
Τη γλώσσα μου την έπλασαν
ούλοι οι Θεοί των κάστρων
την άπλωσαν μες στις καρδιές
οι άγγελοι των άστρων.
Έχει τη γλύκα της ευχής
τη μουσική τσ’ αντάρας
έχει το πάθος των καημών
τον ήχο της λαχτάρας.
Γιατί είναι κείνη που κρατά
την άγκυρα τση Κρήτης
και κυβερνά το πλοίο της
σ’ούλης τση γης τα μήκη.
Εύα Ε. Μαζοκοπάκη
Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης
Δίπλ’ από τη Μονή Γωνιάς, λόγιαζ’ ο Ειρηναίος,
να θεμελιώσει ίδρυμα, σαν ήτανε πιο νέος.
Ρευστό δεν εδιέθετε, καθόλου το ταμείο,
μα ήταν λεπτομέρεια, ετούτο το σημείο.
Εχ’ ο Θεός απάντηση, έδινε σ’ ερωτούντες,
το πίστευε απόλυτα κι έπειθε τους κρατούντες.
Χέρι δεξί Παπαδερό με τ’ όνομα Αλέκο,
είχε και προχωρούσε κι αν, φθαρμέν’ είχε γιλέκο.
Κι έχτισε την Ορθόδοξο, εκεί Ακαδημία,
σε πράξη μετουσίωσε, παλιά τ’ επιθυμία.
Ίδρυμα διαχρονικό, έργο Παππού τση Κρήτης,
δεν το τρομάζει ο καιρός, ο κοσμοκαταλύτης.
Κι έχει τον νυν Επίσκοπο, Κισσάμου και Σελίνου,
καθ’ όλα υπεράξιο, συνεχιστή εκείνου.
Μπορεί να μην κατάγεται, απ’ τη Αμφιλοχία,
όμως με ότ’ ασχοληθεί, έχει επιτυχία.
Μα και Ζορμπάς τσ’ Ορθόδοξου τ, Ακαδημίας άρχει,
Παπαδερού διάδοχος, σε μια αετοράχη.
Και εκπληρώνει το σκοπό, και την αποστολή της,
σαν ίδρυμα πνευματικό, γνωρίζει ντ’ ο Πλανήτης.
Εννιαχωριανός
Μα είναι τάχα…
Ας γράψω τώρ’ ακόμα λίγους στίχους
πριν ο Καιρός προστάξει να σιωπήσω
κι ας το ποθώ ζεστά να τραγουδήσω
και για μελωδικούς διψάω ήχους!
Μα η μαγεία τούτη θε να φύγει
τι ανέσπλαχνα θα μου την κλέψει ο χρόνος
κι είναι βαθύς, σιωπηλός ο πόνος
που στα φτερά η σκέψη δε θ’ ανοίγει…
Χρόνε αχόρταγε, όλα τα παίρνεις!
Αγάλι αγάλι όλα τα ρημάζεις
και τη σιωπή συντρόφισσα μάς φέρνεις…
Μα είναι τάχα θέληση δική σου
το κάθε τι απ’ τη ζωή ν’ αρπάζεις
να τ’ αφανίζεις μέσα στη ροή σου,
ή σε προστάζει η Μητέρα φύση
τέλος στο κάθε τι στη Γη να βάζεις,
άλλα καινούργια εκείνη να γεννήσει;
Ελισάβετ Διαμαντάκη-
Κωνσταντουδάκη
Ανάθεμα τον πόλεμο
“Ανάθεμα τον πόλεμο
μεγάλη έχω αγωνία
και βρίχνεται η σκέψη μου
δίπλα στην Ουκρανία.”
“Ανάθεμα τον πόλεμο
που δυστυχία φέρνει,
αθρώποι άδικα χάνουνται
πράμα καλό δε βγαίνει.”
“Ανάθεμα τον πόλεμο
και νιώθω στενοχώρια
που αθρώποι αποχωρίζουνται
κι εδά θα ζούνε χώρια.”
“Ανάθεμα τον πόλεμο
που φέρνει μόνο λύπη
κι ο καθαής το σπίτι του
τρέχει κι εγκαταλείπει.”
Αντώνης Κωνσταντουλάκης
Τον ακριβό της καρτερούσε
Το χιόνι έξω έπεφτε και ο βοριάς φυσούσε
κι η κόρη πλάι στην παραστιά λίγο να ξαποστάσει
για τον καλό της με καημό στην χόβολη μιλούσε
να ξεμπαρκάρει ογλήγορα πριχού ξεχειμωνιάσει.
Στην ψωμοδότρα θάλασσα μι’ αυγούλα πικραμένη
πήγε να βρει την τύχη του μα θα ξαναγυρίσει
της έταξε και την όρκισε να τόνε περιμένει
κι αν θα περάσουν τρεις λαμπρές να τόνε λησμονήσει.
Κι η κόρη στην ακρογιαλιά πήγαινε κάθε μέρα
με τα χαλίκια μέτραγε τους μήνες που περνούσαν,
της θάλασσας τον αλμυρό ρωτούσε τον αέρα
μην είδε το καράβι του μες στ’ άλλα που γυρνούσαν.
Πέρασαν χρόνια τέσσερα, πέρασαν δέκα χρόνια
μα η κόρη έμενε πιστή στον όρκο που ‘χε δώσει
και τώρα πλάι στην παραστιά τηρούσε έξω τα χιόνια
κι έγειρε ν’ αποκοιμηθεί ώσπου να ξημερώσει.
Μα πριχού η κόρη αναπαυθεί στου ύπνου την αγκαλιά
στην πόρτα είδε ολοζώντανος να στέκει ο ακριβός της
και με λαχτάρα ανείπωτη τον μέθυσε με φιλιά
ενώ το χιόνι έπεφτε μπρος στο παράθυρό της!
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Το όραμα
Στην ορατότητα του δρόμου φανερά
και στη στροφή τα έργα και οι πόθοι
μέσα στο πλήθος των ανθρώπων που δρα
με το: Σε εαυτόν γνώθει.
Κι ως τους κυκλώνει η αντηλιά,
ξωπίσω τους ολάκερη κατόπιν
του θεϊκού ελέους η σκιά
οπού ζυγίστηκε η Γη σαν το μικρούλι τόπι.
Στην ορατότητα του κόσμου ιλαρά
τα πρόσωπα και η ελπίδα πρώτη,
όπου τα στόλισε περ’ από τη φθορά
με σύνεση, της Βασιλείας μέλλουσα η νιότη!
Κι όλη η ζωή κι οι απόμακροι τόποι,
κι η κάθε γλώσσα και μιλιά,
κι όλα τα έργα- νήμα της που κλώθει,
καλύπτονται από τη δροσιά.
Δέντρα πελώρια αφήνουν τη δροσιά πλατιά
να καλυφθούν τα πλήθη μας, του κόσμου,
πλατάνια, κέδρα, λεύκες κι η ιτιά,
κι ο καθείς που κράζει: Έλεος Θεέ μου δώσμου!
Και μέσα στ’ όραμα τεράστια πυρά
που καίγονται σαν φρύγανα τα έργα
πάντων ματαίων, και μια σιδηρά
αποτινάζει τα κορμιά τους βέργα!
Μα δέντρα υψίκορμα με θαλερά κλαριά
και ως λυχνίες οι Άγιοι στον κόσμο,
με καρπό έκαστο για κάθε γιατρειά
και στα πελάγη του καθένα έχουμε όρμο…
Λένα Αλυγιζάκη
Θεϊκά φώτα προόδου
Ύψιστος είν’ ο Κύριος απούφτιαξε τον κόσμο
δεν μας εστέρησε ποτέ· απού κιανένα δώρο.
Αυτές που εορτάσαμε ήταν γιορτές μεγάλες
φάγαμε και γλεντήσαμε καλιά απού τσι άλλες.
Η τελευταία ήτονε η βάφτιση Κυρίου
στον Ιορδάνη ποταμό μ’ ευχές ενός Αγίου.
Χριστού αυτό το βάφτισμα γίνηκε σε ποτάμι
και ο Αγιασμός θεού φως ούλο τον κόσμο πιάνει.
Δεχτήκαμε σα Χρισιανοί ακόμη ένα δώρο
απού του Παντοκράτορα πούναι σε κάθε χώρο.
Κάθε πράμα που γίνεται Θεός πάντα ορίζει
είναι στα πάντα ποιητής Αυτός το καθορίζει.
Λίγοι κατένε τουτανά που λέω ετσά μούρθε
που σέβουνται και αγαπούν ολοχρονής ολούθε.
Κάθε χρονιά απούρχεται πολλές χαρές κομίζει
μα τσι ξεχνούμε γρήγορα μόλις καιρός γυρίζει.
Τα Φώτα είναι εορτή που πάντα φως μας φέρνει
οι ατσουπάδες φεύγουνε η πρόοδος μας μένει.
Πάνω στη γη πομένουνε ουράνιες δυνάμεις
ούλα θα γίνονται καλά αν το σταυρό σου κάνεις.
Του Ουρανού, οι Άγγελοι παντάρχουνται και ψάλλουν
ξανοίγουνε τσι Έλληνες που πάνε κ’ ίντα κάνουν.
Τα χρόνια που περάσανε θαρρώ τα τελευταία
Ελλάδα, κάνει πρόοδο που αυξάνεται ραγδαία.
Πιστεύουμ’ ούλοι Έλληνες Χριστό και Παναγία
γι’ αυτό πάντα ελπίζουμε στη θεία ευλογία.
Μαδαρίτης
Γυαλιά πρεσβυωπίας
Οἱ φίλοι μέ γυαλιά πρεσβυωπίας.
Μαζευτήκαμε στό συνοικιακό cafe.
Γερνᾶμε, λέει ὁ ἕνας.
Μεγαλώνουμε, ὁ ἄλλος.
Ωριμάζουμε, ὁ τρίτος.
Νά βροῦμε τό ζευγάρι γυαλιά ἐκεῖνο
πού τήν ὀμορφιά τῆς νιότης
θά κρατήσει σάν φλόγα ἄσβεστη,
εἶπα ὅταν ἦλθε ἡ σειρά μου.
Καί όλοι μεμιᾶς τό βλέμμα ρίχνοντας
σέ μένα,
ὡσάν νά ἔνιωσα τήν ίδιαν τή νιότη
νά ἦλθε καί καφέ μαζύ μας νά πίνει…
Γ. Η. Ορφανός