Μια καλημέρα ειν’ αυτή
Σε γεγονός θ’ αναφερθώ, που ‘ζησα τις προάλλες,
σε μια πλατεία των Χανιώ, από τσι πιο μεγάλες.
Τρία κορίτσια όμορφα, συνάντησα στο δρόμο,
χαρούμενα και γελαστά, χωρίς τσαρδί στο ώμο.
Μάλλον πως βγήκαν βόλιτα, για να ξεφύγουν μόνο,
από το άγχος του σκολειού, στης ξεγνοιασιάς τον τόνο.
Στα Νέα Καταστήματα, εις τη γνωστή πλατεία,
τυχαίως εβρεθήκαμε, χωρίς λόγο κι αιτία.
Με κοίταξαν, τα κοίταξα, δίχως να τα γνωρίζω,
γεια σας μου λένε και οι τρεις κι εγώ πανηγυρίζω.
Γεια σας κορίτσια απαντώ, αλλ’ όμως δεν σας ξέρω,
ούτε κι εμείς σε ξέρουμε, δεν μ’ είπαν όμως… γέρο.
Μια καλησπέρα είν’ αυτή, πέστην κι ας πέσεο κάτω,
απάντησα στσι κοπελιές. Κρύο νερό δροσάτο,
ένα ποτήρ’ αν έπινα, δεν θα χαιρόμουν τόσο,
τίποτα δεν μου στοίχισε, χαιρετισμό να δώσω.
Γελώντας συνεχίσανε, οι κοπελιές τη βόλτα
και ‘γω εμπήκα απέναντι, στου Δεκατρία την πόρτα.
Είναι η δεύτερη φορά, που μου συμβαίνει τούτο,
μα δυστυχώς δεν θα το πω, της εποχής μας φρούτο.
Πως ο απλός χαιρετισμός, αξίζει παραπάνω,
από τσουβάλια όβολα και το σταυρό μου κάνω.
Εννιαχωριανός
Μαντινάδες αφιερωμένες
στον άρχοντα της Κρήτης
Αποστολάκη Σταμάτη
Δάσκαλε, ήσουν δάσκαλος των άλλων των δασκάλων
και των γραμμάτων πρύτανης, σε θέση πιο μεγάλος.
Μεγάλοι σ΄αναδείξανε, άρχοντα των γραμμάτων,
είχατε άποψη σωστή για όλων των θεμάτων.
Τα κρητικά τα έθιμα, δεν άφηνες κανένα,
μες στα βιβλία φαίνονται, τα ΄χεις εκεί γραμμένα.
Δάσκαλε, μείνε ήσυχος, δεν είσαι πεθαμένος,
αιώνες θα περάσουνε και θα ‘σαι ξακουσμένος,
Μέσα στο τάφο το κορμί θα είναι σκεπασμένο,
μα θ΄ανεβεί στον ουρανό και θα ‘ναι αγιασμένο.
Χανιώτες και Χανιώτισσες θα σε αναζητούνε,
τόσα πολλά που γράψατε, μπορούνε να θωρούνε.
Και όλα τα ιστορικά, του τόπου γεγονότα,
όσα δε τα εγνώριζε, τους πιο παλιούς ερώτα.
Δάσκαλε, τη τιμήσατε τη Κρήτη που σας γέννα,
τα έργα σας εμείνανε εις τα χαρτιά γραμμένα.
Είχα τη τύχη, δάσκαλε, κι εγώ να σας γνωρίσω
και το θεώρησα καλώς κι εγώ να σας τιμήσω.
Αρολιθιανάκης Γ. Ανδρέας
Ψυχή και Ουρανός
Βάρυνε ο ουρανός, συννέφιασε,
βάρυνε κι η ψυχή μου,
συνταίριασμα αναπόφευκτο, λές κι είναι δυο αγάπες.
Ψυχή και ουρανός βαδίζουνε μαζί,
σαν δυό ερωτευμένοι, που πιάσαν τον χορό,
στην εξοχή μες τη βροχή και σφιχταγκαλιασμένοι.
Για πές μου ουρανέ, που σε θωρώ απ΄ τα χαμηλά,
έρωτα και προσμονή μου,
πότες θα δώ τα υψηλά, μαζί σου σε ταξίδι.
Να δώ το φώς, που αντανακλά
στο χιόνι επάνω στα βουνά,
στη ζέστη της ερήμου,
που φτιάχνει θάλασσες νερού,
και ξεγελάει τους διψασμένους.
Να δω από ψηλά των πυραμίδων τις κορφές, πιο κεί τον Παρθενώνα,
καλότεχνα τα φτιάξανε, παιδιά του ίδιου ουρανού,
ίδια παιδιά με΄ μένα, με κόπο και αίμα,
σκλάβοι και ελεύθεροι, ίδια παιδιά με΄ μένα.
Να δώ τον Όλυμπο τo Αραράτ, την κιβωτό του Νώε
κι΄ αν ίσως είμαι τυχερός και το ουράνιο τόξο.
Ταξίδεψέ με ουρανέ σ΄ όλη τη γη μια ΄μέρα,
πρίν να βρεθώ για πάντα πιά,
στο πλάστη που με γέννα.
Μην με γυρίσεις στη πλευρά που βγαίνει το σκοτάδι,
αρνούμαι δεν θέλω να τους δώ,
εκείνους που γκρεμίζουν,
αυτούς που παίρνουν το ψωμί
απ΄των παιδιών το στόμα,
αυτούς που καταστρέφουνε την ομορφιά της πλάσης.
Βαρέθηκα, κουράστηκα μ΄ αυτούς,
σε όλη τη ζωή μου.
Μιχάλης Φραγάκης
Δε θ’ αφήσεις…
Μας γέννησες, μας έθρεψες, ω φύση,
σοφή, πονετική, γλυκιά Μητέρα!
Διαρκής η έγνοια σου νύχτα και μέρα
για όλα τα πλάσματα που ‘χεις γεννήσει!
Μες στην αέναη ροή του χρόνου
κανέν’ από τα τόσα πλάσματα σου
δεν έφυγε ποτέ από κοντά σου,
από τα όρια του δικού σου νόμου!
Μόνο το τέλειο δημιούργημα σου
για κείνο τόση που ‘τρεφες λατρεία,
πράττει ενάντια στο θέλημα σου…
Αδιαφορεί για τα μηνύματα σου
τη λάθος του ν’ αλλάξει αυτή πορεία
και να γυρίσει πάλι, ως πριν, κοντά σου…
Στέρεψε πια η τόση υπομονή σου
και δε θ’ αφήσεις δίχως τιμωρία
τ’ αγαπητό, μ’ αχάριστο παιδί σου!
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Ο τόπος που γεννήθηκα
Καθένας που κυκλοφορεί σε τούτο τον πλανήτη
ψάχνει μαζώνει σαν μπορεί γη στη φωθιά τα ρίχνει
Αν εύρη πράμα νόστιμο σε τούτηνε τη φύση
εύχεται να’ναι μπόλικο μήπως το αποχτήσει
Μύρια είναι τα τυχερά απού θα συναντήσει
τον τόπο που γεννήθηκε ποτές μη λησμονήσει
Γονιοί, αδέρφια, συγγενείς π’ αποκειδά βαστούνε
ούλοι χαρές θα κάμουνε μια μέρα όντε σε δούνε
Σαν αμοιβαία ειν’ αυτά καλιά ναι τον απ’άλλο
και λαχταρούν εδά θαρρώ να δει ο γεις τον άλλο
Ποθούμε ούλοι μας εδά να πάμε στο χωριό μας
απού μας έρχονται στο νου πολλά για το καλό μας
Σεριάνι θε να κάμουμε στον τόπο το δικό μας
ίσως να συνατήσουμε ποθές τον δάσκαλο μας
Εκειά στσοι κάμπους στση πλαγιές απούχαμε γυρέψει
λουλούδια, αγριόχορτα, πολλάχαμε μαζώξει
Στον καφενέ οι χωριανοί ήτονε καθισμένοι
ούλοι εσηκωθήκανε κ’ήταν συγκινημένοι
Κεράσανε ούλοι καφέ και τσικουδιά καινούργια
εις του σχολείου μας την αυλή παίξαν τα κοπελούδια
Ήπιαμε θυμηθήκαμε ούλοι τα περασμένα
κλείνοντας μ’ευχαρίστηση είπαμ’ ακόμη ένα
Δόκαμε μια υπόσχεση πάλι να ξαναρθούμε
να μας αξιώσει ο Θεός επά ξαναβρεθούμε
Υγεία πάντα νάχουμε πάντα να φχαριστούμε
Θεό Παρθένα Παναγιά συγχώρεση ζητούμε
Μαδαρίτης