Η τραγωδία με τα τρένα
Θλίψη σήμερα πλάκωσε/ όλη μας την πατρίδα,/ στα Τέμπη τα Θεσσαλικά/ ο Χάρος έστησε παγίδα. Με πρωτόγνωρη ορμή/ δύο τρένα συγκρούονται,/ βαγόνια τους/ σ’άμορφη μάζα μετατρέπονται. Άνθρωποι κυρίως νέοι/ μέσα παγιδεύονται,/ σε καμμένες άμορφος μάζες/ τραγικά γίνονται. Ο θάνατος έπληξε/ ανύποπτους επιβάτες,/ πολλοί τραυματίστηκαν/ έπαθαν μεγάλες βλάβες. Σε γονείς, συγγενείς,φίλους/ οδύνη επικρατεί,/ σύσσωμη ο Ελληνισμός/ όλη η Χώρα πενθεί. Το Έθνος μας μαύρα ντύθηκε/ πένθος κηρύχθηκε,/ η Παγκόσμια κοινότητα/ μας συλλυπήθηκε. Καλό Παράδεισο στις ψυχούλες/ ας ευχηθούμε,/ όλοι οι τραυματίες/ σύντομα υγιείς να ζούνε. Τα Τέμπη και πάλι/ έγιναν ο τόπος οδυρμού,/ όλοι ζητούμε/ να μην ξαναγίνουν τόπος χαμού. Κ’ εμείς ευχόμαστε/ ο Θεός να μας προστατεύει,/ άλλη τραγωδία/ την Ελλάδα μας να μην εύρει.
Ανάβυσσος 1.3.2023
Θεόδωρος Δ.Ηλιάκης,
Νομικός Σύμβουλος του Κράτους επί τιμή.
Χώμα, πηλός…
Πηλό πεθύμησες, που η αίσθηση θα φύγει,
σώμα, που η αίσθηση του θα είναι λίγη,
κι ο Λάζαρος γελά για μια στιγμή μονάχα,
που ο ένας πηλός τον άλλον πεθύμησε, πώς τάχα;
Σαν αναστήθηκε στη ματαιότητα του κόσμου,
την αιωνιότητα επιθύμησε του ευόσμου,
στου παραδείσου τ’ αγαθά ο Λάζαρος να ζήσει,
γιατί είδες ότ’ είναι αναλαμπή τούτη η ζήση!
Χάμω ο Χριστός σχεδίαζε αμέριμνα με νύχι
και πάνω εκεί, εμείς ζητούμε θεία τύχη…
Σπεύσε κι εσύ να ομολογήσεις με το στόμα
προτού να γίνει και αυτό χώμα στο χώμα.
Σπεύσε να αγιάσεις όλες τις αισθήσεις,
για όλα όσα έλαβες να δοξολογήσεις
για να μπορέσεις να λάβεις πέρα ακόμα
απ’ όσα έλαβες προσωρινά απ’ το χώμα.
Στο χώμα αυτό που χτίσαμε παλάτια,
της σκόνης κύτταρα εμείς, κομμάτια,
σε μια Ανάσταση κοινή, Χριστού τη μέρα
θ’ αναστηθούμε, θ’ απαχθούμε στον αιθέρα…
Άφθαρτα σώματα, πάντες οι σεσωσμένοι
κι οι κόκκοι χώματος που είμαστε πλασμένοι,
στην αφθαρσία θα περάσουμε ως μέλη,
στη Βασιλεία του Θεού όποιος το θέλει.
Λένα Αλυγιζάκη
Η λεβεδιά τσι Κρήτης
Σα γεννηθεί ο άθρωπος αντρειώνεται περίσια
ψηλώνει περπατεί γερά και πολιτεύετ’ ίσια.
Το μερακλίκι την αντρειγιά γεννησιμιού ντου τόχει
να τ’ αποχτίσει δεν μπορεί σαν νάτονε μετόχι.
Την αρχοδιά τη δύναμη που ο Θεός τα δίνει
έρχουνται σαν κληρονομιά μαζί κι η καλοσύνη.
Βγάνει η Κρήτη λεβεδιές που πορπατούν με θάρρος
όντε βαστούνε τη ζωή παίρνουν ούλο το βάρος.
Στόχο όντε μπαίνει στη ζωή πατρίδα και θρησκεία
έχει για πάντα δίπλα ντου τη θεία ευλογία.
Ο μερακλής ο άθρωπος, εργατικός ωραίος
βγαίνει πρωτάρης στη ζωή και γίνεται σπουδαίος.
Μέσα σε τούτη τη ζωή τα έργα δούδουν φήμη
καλή σαν είναι πάντοτε κληρονομιά αφήνει.
Όντε θα φύγει η ζωή ούλοι θα την θυμούνται
θάχουνε για παράδειγμα απόγονοι καυχιούνται.
Η ευτυχία κι η χαρά που η δουλειά μας δούδει
δεν αγοράζουνται ποτές μ’ ούλα τση γης τα πλούτη.
Ετσά γίνουνται επαδά ούλοι οι μερακλήδες
φιλόξενοι εργατικοί λεβέντες χορευτήδες.
Κάθε φιλία γνωριμιά μ’ ετσά λογιώ αθρώπους
θαρρώ δε βρίστεις πουθενά, αν ψάξεις πολλούς τόπους.
Φαίνεται ετσά κυκλοφορούν τση Κρήτης νεαρούλια
που φέρνουνε από παντού ούλης τση γης καλούδια.
Μαδαρίτης
Η Αναστασία
Δεν έχω λόγια να σε περιγράψω· εξάντλησα την ποιητική μου
δεινότητα στις άλλες μούσες. Όμως, μ’ όση δύναμη βρω, εγκώμιο
θα πλέξω για το πόσο φωτεινή μοιάζεις. Επιμελής φοιτήτρια του
μεταπτυχιακού, συμπάθεια πολλών αγοριών, πόθος κρυφός τους,
επιθυμία της σάκας τους. Το στήθος σου φλογίζει τις κινήσεις
της ψυχής μου, τα μαλλιά σου καστανόμαυρα διαγράφουν
το πορτραίτο σου. Μύρια σήμαντρα καρδιοχτυπούν, μόλις σε βλέπω.
Των πούλουδων ο έρωτας μ’ αγάπη σε φροντίζει, σαν έρχεσαι
από μακριά τη γη να βεβηλώσεις, ενάντιος ο άνεμος, η θάλασσα
γιομάτη, υγρά πανάρχαια φυτά, με τη δροσιά να παίζουν· είσαι
το χρώμα της ζωής, η μέρα δίχως τέλος, είσαι γλυκά σαν σε φιλώ,
ο πράσινος χιτώνας, που μου τυφλώνει το μυαλό και αναρχεί
τη σκέψη. Δικά σου τ’ άστρα τ’ ουρανού, τα άνθη των ασμάτων,
δική σου η αύρα του βυθού, το αίμα της καρδιάς μου· σε
σκέφτομαι όταν ξυπνώ, μαζί σου ψιθυρίζω, λόγια τρελά της άνοιξης
που έρχεται στο χρόνο. Ανάσταση της ύπαρξης μου, Αναστασία,
το γλυκό σου όνομα…
Στέλιος Ξενάκης
Μοιρολόι Πρωτομαρτίας…
Πουλάκια μαύρα ζύγωσαν στην άκρια της αυλής μου.
Βαθιά στα μάτια με κοιτούν, βαθιά και μου μιλούσι:
«Δεν ήκουσες, δεν ήμαθες φέτος κακήν η μέρα
που σήμερο ξημέρωσε για να καλωσορίσει
την όμορφη Νυφούλα μας με τον χρυσό της Μάρτη.
Δεν γροίκησαν τ’ αυτάκια σου Κυρά τόσο το κλάμα
απού βοή εγίνηκε… Μάνες χαροκαμένες,
κοπέλες πάνω στον ανθό του Έρωτα που θέλαν
στην αγκαλιά να σφίξουνε το ακριβό τους ταίρι.
Απού βοή εγίνηκε…πού ήσουν; Δεν γροικούσες;»
-Επά η δόλια ήμουνα, μα πράμα δεν ακούστη,
επά και μοσχοέπλενα τσ’ αυλές και τα περβάζια
δίχως να νιώσω κάψιμο θανάτου να ζυγώνει.
Επά ΄μουν…
Άχι ο μαυροχάροντας πώς και δεν ξεδιαλέγει
από την χέρα ποιον βαριά θα σπρώξει στο βαρκάκι!
Στα μάθια του δεν στάθηκε κανένα τους το χρώμα
γιατί σαν πρέπει και αυτά το δάκρυ δεν βαστούσι.
Άχι νυφούλες γέμισε η βάρκα σαν να βλέπω!
Ώφου και νιοι! με τα γαμπρίκια τους ‘πο πίσω ακλουθούνε!
Ωιμέ μανάδες κλαίγουσι, ωιμέ κι οι πατεράδες
απού συνήθειο δεν βαστούν από τ’ αρχαία χρόνια
να δείχνουν με το κλάημα ντων τον πόνο που τους καίει.
Ωφού κι οι νιοι, ωφού κι οι νιές, ωφού κι οι πατεράδες
μον ‘ δεν εγάειρε να δει ποιος κλαίει, για ποιον λιώνει
και σήμερο, και αύριο και κάθε μια του μέρα
που θ’ απομείνει στην ζωή σαν έρμο κουτσουνάρι
και θα ρωτά, και θα μιλεί στον εαυτόν του μόνο:
«Θε μου και πώς δεν ήβλεπες, Θε μου πώς και δεν είδες;
κακό μεγάλο γένηκε, χορτάσαμε ορφάνια
σαν φύγαν τα λιανόπουλα από την αγκαλιά μας
και μας απόμεινε βουβή η ψίχα της ψυχής μας.
Και πράμα δεν ομόρφυνε μπλιο την καρδιά την δόλια.
Άχι παιδί μου όμορφο, λεβέντη και αητέ μου,
άχι και πώς να μπόρουνα ανταλλαγή να κάμω,
τι πήρα το μεράδι μου και ήταν η σειρά σου
γαμπρός μες στ’άνθια να χαρείς τους εδικούς σου Γάμους.
Όχι σε νεκροκρέβατο, μα νυφική παστάδα.
Άχι Θε μου και πού ’σουνα, πώς και δεν τα είδες
ανόσια να γένονται όσα γονιός μην ζήσει…»
Κι απόμειν’ ο Κύρης του γαμπρίκια να τον ντύνει…
«Άχι κορούλα μου έμορφη, ξύπνα και κοίταξέ με!
Ξύπνα καλή, σήκω χρυσή κι η ώρα σου δεν ήρθε!
Βαρύ το λάθος Κύρη μου, πού ήσουν και δεν είδες;
Άχι και Θε μου ακριβέ, ήντά ‘φταιξε η κοπέλα
νύφη να μαυροστολιστεί, στο μνήμα να ξαπλώσει;
Δεν πρόκαμα το νυφικό δαντέλα να κεντήσω,
δεν πρόλαβα λεμονανθούς να βρω να σου μαζέψω.
Άχι και Θε μου ακριβέ, πού ήσουν και δεν είδες;
Μη θυγατέρα! φόρεμα μην κάμεις να σηκώσεις
και στο βαρκάκι μην πατείς με τ’ άσπρο πατουχάκι!
Μην ακριβή μου, μην ακούς ο Χάροντας τι λέει!
Παιδί δεν εμεγάλωσε, παιδί δεν θ’ αγκαλιάσει
που να του πεί «πατέρα μου, μάνα, εγώ σας φέρνω
καλά μαντάτα κι όμορφα και το γλυκό μου ταίρι!»
Απόμεινε η μάνα τζη να τη θωρεί να φεύγει…»
Ξανάρθαν τα μαυρόπουλα και πιάνουν να μιλιούνε:
«Είναι φορές, πικρές φορές που την απάνω χέρα
βαστά ο κλέφτης Σκοτεινός και παίρνει την σοδειά ντου:
λεβεντονιούς και όμορφες των άστρων θυγατέρες.
Πολλά να πούμε δεν μπορεί ανθρώπου νους να βάλει
και πώς ΄πιτρέπει ο Κύρης μας να γίνεται το αίσχος.
Πουλιά φτωχά, πετάμενα, όλα δεν τα κατέχουν…
Τάχα είδαν στον ύπνο τους, τάχα είδαν στο πλάι
«ποιος» ξεπροβόδιζε καλιά και για ξερόν ποιον τόπο;
Συχώρα Θε μου τ’άδικο κι άνοιχτ’ την αγκαλιά Σου!
και φρόντισε ακριβονιούς και μοσχοθυγατέρες
απάγκιο και καλοβολή να βρουν στους Ουρανούς Σου.
Σε φωτεινά και λαμπερά, σ’ ολόδροσα λιβάδια
εκεί από σήμερο να ζουν, εκεί στην αγκαλιά Σου.
Και μπέψε στοι γονέους τους υπομονή να έχουν
τι είν’ ο θάνατος βαρύς, καρφί βαθιά χωσμένο
που δεν αφήνει τον γονιό την αναπνιά να πάρει
ωσότου έρθει η ώρα του να ανεβεί κι εκείνος
και αγκαλιά να ζήσουνε όσα ΄φησαν στην μέση.
Δώσε κουράγιο Κύρη μου, παιδιά Σου είναι όλα!
Κι αν ήπρεπε, Εσύ θωρείς, κι αν ήπρεπε κατέχεις!
Τον πόνο κάμε μαγληνό και δώσε τους την πίστη
που, σίγουρα, την χάσανε σήμερο μαύρη μέρα!!
Ωφού Θε μου και πού’ σουνα…»..
Εις μνήμην…
Πρωτομαρτιά 2023
Καλλιόπη Πολενάκη