Ύμνος στην επανάσταση του γένους το 1821
Δέος νιώθω στα στήθια μου και ρίγος στο κορμί μου
όταν πλάθω στην σκέψη μου την «ιερή στιγμή»
που ορκίστηκαν στα όπλα τους… κι αγάλλεται η ψυχή μου…
οι πρόγονοί μου, Ελλάδα μου, για του έθνους την τιμή!
Στου χρόνου την περγαμηνή γράμματα χρυσαφένια
θα μαρτυρούν, η θέληση κι η ατσάλινη ψυχή
μπορούν τα τείχη της σκλαβιάς και κάστρα σιδερένια
να τα γκρεμίσουν… κι όνειρα να πλάσουν απ’ την αρχή.
Θα μαρτυράς ακούραστη στο διάβα των αιώνων
πως της σκλαβιάς τα σίδερα που είναι πολύ βαριά
λιώνουνε από τη φωτιά των «ιερών αγώνων»
για τα ωραία ιδανικά και για την Λευτεριά.
Κι αν ‘ρθει μι’ αυγούλα ο ύστερος του κόσμου ο ανασασμός
και κάθε κύτταρο ζωής στη Γη μας νεκρωθεί,
από την «άγια δάδα σου» δεν θα σβηστεί το φως
γιατί είν’ του Πλάστη προσταγή ποτέ να μην χαθεί.
Σαν φάρος, αιώνια, η λάμψη του στ’ άπειρο θα φωτάει,
για να διαβάζουν οι ουρανοί της δόξας σου ένα – ένα
όλα τα κατορθώματα και πάντα θ’ αντηχάει
στου σύμπαντος τα πέρατα «Ζήτω το Εικοσιένα»!
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής, συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
*******
Ἄνοιξη
Ἄνοιξη,
ἡ συνεύρεση
τοῦ Φωτός μέ τόν Ἔρωτα.
Τρίδυμη ἀδελφή
τῆς Εἰρήνης καί τοῦ Κάλλους,
μάνα τῆς Ἐπανάστασης…
Γ. Ἡ. Ὀρφανός
****
Εις μνήμην…
.
«Ματιά μου ώρια, όμορφη, λαφίσια, παινεμένη,
ποιος όρισε σαν με θωρείς σαΐτα αναμμένη
μες στην καρδιά να βρίχνεται, κι εκεί να με ποθαίνει…
Γενίτσαρος πανάξιος, λιόντας σωστός απ’ ούλους
ο πιο καλός, ο πιο ταχύς σαν βέλος της αυγούλας
που κάθε πού ‘βλεπα οχτρό, ευθύς τον πάτουν χάμαι.
Μα δίκιο – να το παινευτώ – σαν η ψυχή βαθιά μου
σ’ ένα Χριστό προσκύναγε, στον Ίδιο προσευχόταν
μα στα κρουφά και δίχως μου ποτέ να φανερώσω
πως ίδιο αγόρι πού ‘κλεψαν οι Τούρκοι απ’ της μάνας
την αγκαλια της την γλυκιά με το χρυσό σταυρούδι.
Γλυκιά μου μάνα ανήμενε και θα ξαναγυρίσω!
Θα τους ξεφύγω, θα βρεθώ ξανά στο σπιτικό μας
μον΄ δεν αλλάζει ο Θεός που μπιστικά φυλά με
όσο κι αν Τούρκοι πήραν με μέσα απ΄ την αγκαλιά σου!
Και άκου, μάνα, πώς μιλούν για τον χαμένο γιο σου:
να καταλάβουν δεν μπορούν γιατί σαν υποφέρουν
από αδίκια και κακό οι όμοιοι Χριστιανοί μας
εγώ σαν λιόντας τους ορμώ, άγριο θεριό του όρους
και σταματώ πριν σκοτωθεί κιανένας εδικός μου.
«Εδικός μου»…
φοβούνται οι δόλιοι σαν θωρούν το άγριο παιδί σου..
Ετσά εγίνη, μάνα μου, μα δεν μπορώ το κρίμα
να πέσει σε ομόθρησκο, ας με θωρούν απ’ τσ’ άλλους.
Καλύτερα τους στέργω τους, καλύτερα κι ας λένε
κρυφά και μ’ αποδιώχνουσι, «Γενίτσαρος!» και τρέχουν…
Μα έχω μάνα, δυστυχιά την κόρη που στο βλέμμα
εθάρρεψα πως ήβρηκα την όμορφη Κυρά μου,
αυτήν η κόρη αλλουνού να είναι η γυναίκα.
Κι έχει παιδάκια, μάνα μου, άχι νά’ σαν δικά μου!
Μουδέ μαθιά της ακουμπώ, μουδέ κι αυτή θωρεί με…»
Άχι και πώς να γνώριζες, Ζερβινικόλα πόσο
έρωτα σήκωσες βαρύ σ΄αυτήν την ελαφίνα
πού ‘χε πατέρα άξιο τον Δάσκαλο τον Γιάννη
μα μοίρα μαύρη δίπλα της κλουθούσε από την γέννα…
Σφακιανοπούλα τίμια μα Τούρκοι την αρπάξαν,
κι όσο κι αν καίγεται η ψυχή, όσο κι αν λαχταράει
το άστρο σου το φωτεινό και σε κρυφαγαπάει,
ποτέ! ποτέ δεν πρέπει της να σου το πει στα ίσια.
Η δύσμοιρη παιδεύγεται μ’ έρωντα που τους άλλους
εις τα ψηλά ανεβάζει τους μα εσάς τα περιστέρια
από μακριά θα βλέπεστε, κι εκείνη με το βλέμμα
χαμαί στην Γη να στέκεται, από ντροπή και ήθος!
Του Βλάχου Γιάννη η ακριβή, η μοσχοθυγατέρα
κατάρα πήρε αντί ευχή, ποτέ μην αγκαλιάσει
τον λιόντα που «Γενίτσαρο» τον λέγουσι οι άλλοι
μα εκείνη νιώθει, δεν μιλεί, μόνο καταλαβαίνει
ψυχή δική μας, του Χριστού κι ούλων των αγιασμένων!
Γενίτσαρος πώς γίνηκε, μόνο εκειός κατέχει.
Πολλά που αποσβήσανε κάθε γραμμή αιμάτου
από τους βάσταγε καλλιά εις της σκλαβιάς το δρόμο…
Και άλλα πάλι ένιωθαν, αντέχανε τσι πόνους
και πιότερα σκοτώθηκαν πριχού ντυθούν του Τούρκου
τα ρούχα, και τα άρματα σε μάγια τους βυθίσουν.
Μ’ αυτός..
«Μα αυτός χρυσέ πατέρα μου πρωτοπαλλίκαρό σου
θά ‘πρεπε, λέω, να γενεί και να μας ευλογήσει
χρυσός Δεσπότης και καλός να γίνουμε ζευγάρι
και τα παιδιά μου νά ‘χασι τούτονε για πατέρα!
κι όχι τον Τούρκο πού’ δωκαν στην κόρη με το ζόρι…
Μα είχε σέβας και αντρειά, μ’ αγάπησε στ’ αλήθεια
κι εκκλησιδάκι μ’ άφηκε να χτίσω στην αυλή μας,
να προσκυνώ την Παναγιά, να κλαίγω στους Αγίους
και να πονώ που γνώρισα γενίτσαρο λεβέντη
απού ‘βαλε ο άντρας μου προστάτη των παιδιών μου!
Πατέρα κι αν τον γνώριζες! Πρωτοπαλλίκαρό σου
ντελόγο θα τον έβαζες μαζί με τσ ‘άλλους τσ’ άξιους!
Κρυφά τον είδα σούρουπο, να προσκυνά τσ’ εικόνες
στο εκκλησιδάκι της αυλής που μού’ χτισεν ο Κύρης
κι αυτός με φόβο μην κιανείς τα μαρτυρήσει ούλα
κι απής θα σβήσουμε από πα, σαν στάχτες μίας φλόγας
που άντεξε και θέριεψε μα ‘σβήστη απ’ ανέμου
το ξεροβόρι τ΄’ασπλαχνο που ούλους τς αποδιώχνει.»
Ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν, ποτέ δεν φιληθήκαν,
μον’ σαν εκείνος ρίχτηκε στις μάχες με τους Κρήτες
εκείνη μάθαινε καλλιά, ούλα τα παινεμένα
απού ο καλός της ήκαμε στην δόλια της πατρίδα.
Και ήρθε μία ταχινή που όνειρο σε είδε .
«Νικόλα!» φώναξε στερνά το όνομα που η μάνα
σε βάφτιζε σε εκκλησιά ,σε έλουγε με λάδι
και την ψυχή παρέδωκε στον Στρατηγό τον Μέγα.
Τον ίδιο που προστάτευε και σένα ίσαμε τότε.
Μα σαν ποθαίνει η ψυχή που αγαπούμε τόσο
απόκοντα γυρεύγουμε μαζί τζη να βρεθούμε.
Νικόλα έφυγες κι εσύ να βρεις την ώρια κόρη,
Μαρία που βαφτίζανε μια μέρα στην αυλή ντων
στην Κρήτη την πατρίδα της, παππάς και ο πατέρας
που έγινε στην Γη γνωστός ωσάν Δασκαλογιάννης.
Και του Θεού προσεύχομαι, που πάντα προσκυνούσες,
μαζί να βρίχνεστε, μαζί και σε δροσά λιβάδια
τον έρωντα να χαίρεστε στον Κόσμο των θανόντων
αφού ατύχησε στην Γης ν’ ανθίσει μανουσάκια.
.
Εις μνήμην Ζερβονικόλα και Μαρίας Δασκαλογιάννη,
εμπνευσμένο από την ανάρτηση της κ.Ιωάννας Σφακιανάκη
.
Καλλιόπη Πολενάκη
Μάρτης 2023
Η κόρη του Δασκαλογιάννη (Γιάννη Βλάχου) και ηγέτη της Κρητικής Επανάστασης, Μαρία, οδηγήθηκε σε γάμο με ένα Τούρκο προύχοντα, ο οποίος σεβάστηκε το θρήσκευμά της και μάλιστα, της επέτρεψε να χτίσει μικρό ναό στον περίβολο της οικίας τους.
Η Μαρία γέννησε δυο αγόρια, την φύλαξη των οποίων ο σύζυγός της την ανέθεσε στον Ζερβονικόλα, ξακουστό γενίτσαρο μα και κρυφοχριστιανό.
Η Μοίρα κι ο Έρωτας όμως είχαν άλλα σχέδια, οι δυο νέοι αγαπήθηκαν, μα «ποτέ δεν αγκαλιάστηκαν, ποτέ δεν φιληθήκαν»
****
Εσύ, στα Τέμπη, δεν θα βρεις συγχωροχάρτι
Πίκρα, θυμός, δάκρυα, οργή, ντροπή κι οδύνη,
το στέρφο μέλλον, που ζητά δικαιοσύνη,
τη νύχτα του Φλεβάρη, που είχε ο Χάρος, ελευθέρας,
«μη με λησμόνει»,
φωνές στο χώμα, και το χρέος, να συντίψουμε το τέρας.
Πολιτικάντηδες, λογάδες, και σκουλήκια πλεονέχτες,
αλάθευτα ο καπνός δείχνει τους φταίχτες,
μνήμα, το μνήμα, θα μετρήσουμε τ’ ανάστημα,
λαμπάδες σώματα,
θυσία στα τραίνα, στα συμφέροντα σας, τ’ άτιμα.
Όσο εσύ, ταμπουρωμένος μες την ύβρι και το ψέμα
γυρεύεις τρόπους, να σωθείς απ’ τ’ άγιο αίμα,
απ’ το μεδούλι των ονείρων μας, τρως χρόνια,
μα δεν θα γίνουμε,
στη βρόμικη σκακιέρα σου, τα πιόνια.
Ζητά η καρδιά μας, ό,τι η δική σου τρέμει,
τα χίλια δίκια που γυρίζουν στην ανέμη,
αυτή η κόκκινη κηλίδα, δεν θα σβήσει από το χάρτη,
γέννησε άγρια πουλιά,
εσύ, στα Τέμπη, δεν θα βρεις συγχωροχάρτι.
Πηχτό ξεχύνεται το αίμα, βράζει ο κάμπος,
κοντάρια γίναν οι ψυχές, τού ήλιου σάμπως,
κινήσαν, να χαλάσουν της χαράς, το πανηγύρι,
φωτιές στις ράγες,
αύριο θά ’χουν, το παιδί σου μουσαφίρη.
Σημάδια πένθιμα, αποκαΐδια στα βαγόνια,
κλειδιά, βαλίτσες, τα καμένα τους κορδόνια,
καρβουνοφάης, τη σοδειά ήρθε να μετρήσει,
είδες τα μάτια του φονιά,
πού ’χε ξεδιάντροπα τα νιάτα μας θερίσει.
Νέα συνθήματα, απεργίες και πορείες,
δεν είναι δώρα οι ζωές σε λοταρίες,
θρηνεί μια μάνα, στου κουφού καιρού τα βάθη,
ανάθεμα, όποιος είσαι,
άκου, άκου, πριν ανοιχτούν και άλλοι τάφοι.
Νικήθηκε ο τόπος απ’ τον πόνο, τί γυρεύεις;
γυρίζει η σβούρα, ψέματα λένε, λένε, μην πιστεύεις,
και χτες, και σήμερα, αλλάζουν στην καρέκλα πάντα οι ίδιοι,
γύρνα την πλάτη,
μην τους φοβάσαι, χάλασέ τους, το τρισάθλιο παιχνίδι.
Κέρκυρα, 8 Μάρτη 2023
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
*******
Τρίτη 28 Φεβρουαρίου και ώρα 11.30 νυχτερινή
Σύγκρουση δύο τρένων που έγινε πύρινη κόλαση για τους επιβάτες αναπτύσσοντας θερμοκρασία 1300 βαθμών κελσίου με τους 57 νεκρούς και ενός αγνώστου.
Στη μνήμη των νεκρών και βαριά τραυματισμένων
1. Στα Τέμπη, ετρακάρανε, τη νύχτα δύο τρένα…
κι αζωντανοί καήκανε, μες στο βαγόνι ένα…
2. Σύγκρουση τρένων, αν γροικώ, το αίμα μου μαργώνει…
κι ας κάνε κάψα δυνατή, απού τη μ-πέτρα λιώνει…
3. Πολλούς ανθρώπους, ήρθενε, ο χάρος για να πάρει…
στα τρένα που τρακάρανε, στ’ ήστερες του Φλεβάρη…
4. Με τρένα ταξιδέψανε, στα σπίθια να γυρίσουν…
τ’ αγαπημένα πρόσωπα, να τα γλυκοφιλήσουν…
5. Με τρένο, εταξήδεψα, να ‘ρθω στο σπίτι βράδυ…
μα σ’ ανημένω κάτεχε, να σμίξομαι στον Άδη…
6. Πύρινη φλόγα, γίνανε, τα τρένα κάποιο βράδυ…
και βρέθηκαν, πάρα πολλοί, σ’ ένα λεφτό στον Άδη…
7. Τα τρένα που τρακάρανε, κάμαν τη νύχτα μέρα…
από ανευθυνότητα, κι από του νου τη χέρα…
8. Σ’ ένα δευτερόλεπτο, τα σίδερα ‘χαν λιώσει…
γι’ αυτό και δεν εμπόρεσε, άνθρωπος να γλιτώσει…
9. Για τις ψυχές που άδικα, χαθήκανε θα λένε…
να δικαστούν ισόβια, όλοι αυτοί που φταίνε…
10. Για να λυτρώσει τις ψυχές, κανείς δεν θα μπορέσει…
ούτε ο ίδιος ο Θεός… για να τους συγχωρέσει…
Γιώργος Θραψανιώτης, Πλακάλωνα Αγίου Νικολάου
Μεραμβέλλου – Λασιθίου Κρήτης