Το χωριό
Όντε μου διώξει και μπορώ δεν είμαι μπλιο κοπέλι
θέλω μαθώς μια βόλιτα να κάμω στο αμπέλι.
Να δω και πάλι όσο ζω ψηλό χωριό πως ήταν
μια ζήση στα ψηλά βουνά, χαράκια απού ζούσαν.
Χωριό θαρρώ πως ήτονε που τα ψηλά τσι Κρήτης
εμένα βγήκε τ’ όνομα λέγομαι Μαδαρίτης.
Οι συγγενείς που φύγανε είχανε καφενεία
εκειά παρέες κάναμε ελέγαμε κι αστεία.
Παλιοί λεβέντες χωριανοί ήτονε μερακλήδες
πίνανε το καλό κρασί τσοι λέγανε μπεκρήδες.
Πίνανε καμιά τσικουδιά μερκοί ρακή τη λένε
εδά την έχουμ’ ούλοι μας στα σπίθια όσοι θέμε.
Τα προϊόντα του χωριού ήτονε χρόνια εκείνα
μπόλικο ελαιόλαδο απόμενε πυρήνα.
Καρπούς πολλούς εκάνανε λαχανικά και φρούτα
άγριγια δεντρά κεντρίζανε εις τσι πλαγιές απούταν.
Τα σώχωρα φυτεύανε πατάτες και φασόλες
γλήγορα εζητούσανε τσι μπαρμπουνοφασόλες.
Τζομπάνοι βόσκανοι πολλοί τα πρόβατα τσι γίδες
κιαμιά φορά εστένανε τα βράδια τσι παγίδες.
Εκειά επιάνανε θαρρώ λαγούς γη μπεκατσάκια
τα βράδια γλέντια κάνανε και πίνανε κρασάκια.
Με τσι παρέες τουτεσάς που λέγανε ριζίτικα
εκάθιζα πολλές φορές έμαθα μαδαρίτικα.
Τραγούδια που η Κρήτη μας κόντεψε να τα χάσει
γιατί οι Ανατολικοί νομοί τάχαν ξεχάσει.
Μαδαρίτης
*****
Ναός Νικηφόρου του λεπρού
στο Σηρικάρι
Ο Νικηφόρος ο λεπρός, από το Σηρικάρι,
Αγιος ανακηρύχθηκε, μεγάλη του η Χάρη.
Απ’ το χωριό του έφυγε, μικρό παληκαράκι,
μα στα Χανιά τον χτύπησε, τση λέπρας το σαράκι.
Λίγο μετά που νόσησε, σε ίδρυμα εμπήκε
που την ψυχή του δόνησε και αποκούμπι βρήκε.
Yπέμενε καρτερικά κι αγγόγκιστα τσι πόνους
κι είχ’ υψηλά ιδανικά, χωρίς να ψάχνει μπόνους.
Της πάθησής του τα δεινά, τα νιώθει σαν παιχνίδι
και υποφέρει ταπεινά, μισό αιώνα ήδη.
Η πίστη κι η υπομονή, που χρόνια καρτερούσαν,
κάναν γλυκιά την προσμονή, σαν φάρμακα εδρούσαν
Ολους τσ’ εντυπωσίαζε, η ταπεινότητα του
κι ουδέποτε διαλάλησε, τα πάθη τα δικά του.
Αψογος υποταχτικός, στους ανωτέρους ήταν
κι έτρωγε το μικρότερο, κομμάτ’ από την πίτα.
Συγνώμη σ’ όλους μύραζε, απ’ τον δικό ντου κόσμο
κι όπου βρισκόταν μύριζε, βασιλικό και δυόσμο.
Ολόκληρος ο βίος του, ήτανε για τους άλλους,
παράδειγμα προς μίμηση, δεν ήθελαν… δασκάλους
Τώρα περίλαμπρος ναός, στον τόπο του υπάρχει,
αφού με δωρεές πιστών, κερδίθηκε η μάχη
Χώροι πολλαπλών χρήσεων, ως και φιλοξενίας,
μεγάλ’ οικοδομήθηκαν, γι’ ανάγκες κοινωνίας.
Προσκύνημα ‘ναι στο χωριό, που λένε Σηρικάρι,
όπου συρρέουνε πιστοί, για τ’ Αγιου τη Χάρη.
Εννιαχωριανός
Ο άνθρωπος μόνος
Για δες τε τον κόσμο που τρέχει
δε σταματάει ούτε στιγμή.
Τρέχει, και γύρω δεν κοιτάζει,
αν και με άλλους τρέχει μαζί.
Το βλέμμα κάτω το ‘χει ρίξει
και δεν κοιτάζει αψηλά
να δει τα δέντρα που ανθίζουν
και τα πουλιά που κάνουν φωλιά.
Δεν βλέπει το συνάνθρωπο του
τον πληγωμένο απ’ τη ζωή
τον πεινασμένο και τον ξένο
που ήρθε απ’ την Ανατολή.
Όλο βαδίζει δεν κοιτάζει
έχει τα μάτια του κλειστά
και κάπου- κάπου σταματάει
για να κοιτάξει στα κλειστά.
Μα, τι να δει που είναι μόνος
δεν έχει φίλους και δικούς
και ζει μονάχος κι αναπνέει
με τους δικούς του τους καμούς.
Έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα
δεν αγαπάει ούτε πονεί
και την αγάπη για τον κόσμο
την έχει κλείσει σε φυλακή.
Η μοναξιά τον έχει πληγώσει
γι’ αυτό βαδίζει μοναχός
και όλο κλαίει και όλο λέει:
«Γιατί είν’ ο κόσμος μας κακός;»
Μα, στάσου λίγο άνθρωπε μου,
για δες και ‘μένα πιο καθαρά
έλα μαζί μου για να μάθεις,
πως είν’ ο κόσμος μια χαρά.
Δημήτρης Δασκαλάκης
συντ/χος δάσκαλος