Μετά τα εκατό…
Λαγοκοιμάται και ξυπνά στον καναπέ ο γέρος
π’ αράζει καθημερινά στου σαλονιού το μέρος.
Εκεί τον βλέπεις τακτικά όπου πολύ τ’ αρέσει
εφόσον δεν κυκλοφορεί στο δρόμο να μη… πέσει.
Απόμαχος πια σήμερα απ’ της ζωής την πάλη
αναθυμάται πού και πού, ποιο πέρασε κανάλι.
Προ ημερών ξεπέρασε τα εκατό του χρόνια
και βρίσκει από τους δικούς, αγάπη και συμπόνια.
Περήφανος αισθάνεται εδώ που έχει φθάσει
και τον Θεό δοξολογεί σε ημερήσια βάση.
Μπορεί να κατοστάρισε μα δεν το βάζει κάτω
και παραμένει ενεργός στση ρίμας το μιτάτο.
Μετά ‘πο τα εξήντα του ξεκίνησε να γράφει
και συνεχίζει έκτοτε σε γόνιμα εδάφη.
Σήμερα υπερήλικας κι εκατοστάρης πλέον
νιώθει πολύ μικρότερος και στο ιωβηλαίον,
δεν παύει ν’ αγωνίζεται στο στίχο και στην πένα
με τα κρατούντα τα παλιά, ήδη ξεπερασμένα.
Ποτέ του δεν προσπάθησε να γράψει μ’ άλλους τρόπους
και συνεχίζει σήμερα σαν τους παλιούς ανθρώπους.
Κι αν έπεσε’ η παραγωγή, ανέβηκ’ η αξία,
αφ’ έχει μεγαλύτερη τώρα ευελιξία.
Η πείρα που απέκτησε στα χρόνια ντου τα τόσα
του φέραν αναγνώριση όχ’ όμως και τα γρόσα.
Μα πρόβλημα με το μυαλό, εφ’ όσον δεν υπάρχει
ως τα βαθιά γεράματα θα ρίχνεται στη μάχη.
Ξέρει καλά πως το πολύ το χρήμα διαφθείρει
σε καταντά αδηφάγο και τη διχόνοια σπείρει.
Ενώ αυτό που σου αρκεί για να τα βγάνει πέρα
είναι το ωραιότερο και προπαντός στα γέρα.
Εννιαχωριανός
Μέλος Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων
Κάντανος
Φεύγουν οι μέρες κι’οι καιροί μ’ οι ώρες δε ξεχνιούνται,
που ιστορία γράψανε άμαχοι στο φαράγγι.
Για τσι πατρίδας τη πρεπειά το χώμα τσι Καντάνου,
άντρες γυναίκες και παιδιά μαζί και οι παπάδες.
Μπροσκάδα τονέ στέσανε μ’ετσά τσι’ υποδεχτήκαν,
μ’όπλα σκαληδομάναρα κατσούνες βατοκόπους.
Τσι Γερμανίας τα θεριά πούτονε διψασμένα,
το αίμα δε τσι χόρταινε στο χάρο δε ληγούσαν.
Τρίς (3) του Ιούνη ήρθανε κι’ αφήκαν μόνο άθο,
τροχάλους που καπνίζουνε π’οι χρόνοι δε τσι σβίνουν.
Στη Κάντανο τ’ αθάνατο κι’ αμάραντο τσι δόξας,
οι ήρωες φιτέψανε δεντρό με τη ζωή τους…
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Κουφαλωτός – Καντάνου-30-5-2023
Πτυχιούχος Σ. Τ. Ε., Τέως Αντιπρόεδρος και Κοινοτικός Σίμβουλος-Καντάνου, Συνταξιούχος Δημόσιος υπάλληλος
Συγγραφέας, Μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων.
Πεντηκοστή
Ούλος ο κόσμος σήμερο ειν’ ευχαριστημένος
γιατί ο καιρός είναι καλός ήρθε βελτιωμένος
Πενήντα επεράσανε μέρες απού το Πάσχα
που το γιορτάσαν Χρισιανοί καλό καιρό εβάστα
Οι Χρισιανοί που νήστεψαν εφάγανε καμπόσο
όσοι νηστέψανε πολύ φάγανε άλλο τόσο.
Είμαστε άσχετοι πολλοί πούμαστε στην Ελλάδα
μόλις εξετρυπώξαμε τρέχουμε στη λιακάδα
Εδά ούλοι γυρεύουμε λίγο να ζεσταθούμε
και να ξεπλύνουμε κορμιά, στσοί θάλασσες αν μπούμε
Όπως προβλέπει ο καιρός έρχεται καλοκαίρι
να το χαρούμε ούλοι μας καλό να μασε φέρει
Θαρώ δε νοιώσαμ’ ούλοι μας πεντηκοστή ιντάναι
αμέσως στην πατρίδα μας αρχίξαν να γλεντάνε
Λαοί απόυναι Χρισιανοί έρπεπε να ακτέχουν
ότι ο Ύψιστος Θεός δούδει αυτά που έχουν
Τσοι θάλασσες, τον Ουρανό τσοι λίμνες το φεγγάρι
πρέπει να τσοι προσέχουμε σα ναν’ ελιάς κλωνάρι
Ούλοι εβαφτιστήκαμε και Χρισιανούς μας λένε
έχουμε μια καλή ζωή ψώματα δε θα λέμε
Να μαστε Χρισιανοί καλοί, θρησκεία και παζοίδα
ετσά μας έκαμ’ ο Θεός απού ποτές δεν είδα,
Για τούτο πρέπει ούλοι μας την πίστη να βαστούμε
και το πατέρα μας Θεό να τον ευχαριστούμε
“Μαδαρίτης”
Μια γαρδένια
Στ’ ανθογυάλι του χρόνου
σιωπηλή μια γαρδένια
να τη δεις, να την πάρεις
είχε μόνη της έγνοια!
Ολοζώντανο ποίημα
δίχως φλύαρες λέξεις
είχε μέσα της μόνο
μυστική μια φωνή.
Μια φωνή που δεν άκουσες
μια γραφή που δε διάβασες
ένα χρώμα λευκό,
ένα μήνυμ’ απλό
μα βαθύ και μεγάλο…
Μην κουράσεις τη μνήμη
τη γαρδένια εκείνη
απ’ της λήθης τα βύθια
να σου βγάλει στο φως.
Μην κουράσεις τη σκέψη
ρωτώντας: γιατί;
Της έγνοιας μου κείνης
το γιατί που γυρεύεις
στους επόμενους στίχους
καθαρά θα το δεις:
Αν θελήσει η ψυχή
να συνάζει κοντά της
τους ανθρώπους που γνώρισε
κι απ’ αυτούς να διαλέξει
όσους ξέχωρα πάντα
πεθυμά να θυμάται,
θα ΄σαι μέσα και Συ!
Όμως τώρα θλιμμένη
μακρινή, ξεχασμένη
στ’ ανθογυάλι της λήθης
η γαρδένια πεθαίνει
και το ποίημα τούτο
ώρα δα που γεννιέται,
τη θέση της παίρνει…
Ελισάβετ Διαμαντάκη-
Κωνσταντουδάκη