Ίντα γροικούμε σήμερο
Ετούτανα που γίνουνται σήμερο στην Ελλάδα
πρέπει να πω στα σοβαρά ποτές μου δεν ξανάδα.
Κιανείς δεν επερίμενε ετούτο που συμβαίνει
σήμερο στην πατρίδα μας, βγαίνουνε οι χωσμένοι.
Χωσμένοι σ’ ούλες τσι γωνιές κι ούλες τις χαραμάδες
προβάλανε απότομα και λένε κουζουλάδες;
Ξυπνήσανε και μάχουνται ούλοι οι κοιμισμένοι
είναι αυτοί που θέλουνε πατρίδα τιμημένη.
Λένε πως θα την κάμουνε ένδοξη πλουτισμένη
τη φτωχική Ελλάδα μας στον κόσμο ξακουσμένη.
Δεν παραδέχεται κιανείς ότ’ είναι γινομένο
αυτοί θα ξαναδώσουνε ζωή στον ποθαμένο.
Θέλουν να διοικήαουνε εκείνοι την πατρίδα
να φέρουν δόξες και χαρές, εγώ ποτέ δεν είδα.
Τέθοιο κατάντημα θαρρώ η χώρα δεν προσμένει
μόνο να ολοκληρώνεται δουλειά αρχινισμένη.
Έργα που μένουν επαδά πολλές δεκαετίες
κεινανά ανημένουνε ποιοι έχουνε σοφίες.
Δουλειές που δε τελειώνουνε σε μια τετραετία
στέκουν και περιμένουνε ποιοι έχουνε σοφία.
Μόνο οι Έλληνες πιστοί λένε πάντα αλήθεια
δεν αμολάνε κάθε τι απούρχεται στα στήθια.
Βοήθειες μας έρχουνται ανέ βαστούμε λόγους
λέμε αράδα ψώματα σα μπούμε σε συλλόγους.
Ούλα γροικά τα ο θεός απούναι στα ουράνια
και δικαιώνει τσοι πιστούς απούναι στα Βαλκάνια.
Μαδαρίτης
Κατέβα Φεγγαράκι μου…
Κατέβα Φεγγαράκι μου μέσα στην’αγκαλιά μου,
στου ύπνου μου τα όνειρα ν”ακούσεις τη καρδιά μου.
Σε καμαρώνω στα ψηλά μαζί με τ’ αστεράκια,
στσι κόσμους πούχει’ο ουρανός στολίδια τα βραδάκια.
Θέλω μια νύχτα να μου πείς και σί τα μυστηκά σου,
και σ’ ίντα τόπο τ’ουρανού έχτισες τη φωλιά σου.
Αν’έχεις ταίρι να μου πείς να σε βαγιοκλαδίζει,
π’ αγαππησιάρικες στιγμές γλυκά να σου χαρίζει.
Θέλω μια νύχτα να μου πείς βιόλες ανέ ανθίζουν,
εις’τ’ ουρανού τ’ανάπλαγα και πως λογιός μυρίζουν.
Αϊδόνια που να τραγουδούν πουλιά που ταξιδεύουν,
και παραδείσους με νερά θάλασσες που θεριεύουν.
Λίρες βιολιά αν’ έχετε τσι νύχτες να μαγεύουν,
τ’άστρα να ξεφαντώνουνε με γλέντια που μερώνουν.
Κατέβα Φεγγαράκι μου απ’ τ’ ουρανό τσ’αβίσους,
να σεργιανίσεις εις’ τη γή απούχει παραδείσους…..
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Κουφαλωτό-Καντάνου
Συγγραφέας
Το κατάντημα τση ζωής
Μια η ζωή απούχουμε τα τελευταία χρόνια
φοβούμαι πως θα έχουμε τα καλοκαίρια χιόνια.
Δεν το κατέχουμε καλά πως η ζωή ΄ναι μία
καλιά μας να προσέχουμε μην έχουμ’ αμαρτία.
Καθένας απού έρχεται στον κόσμο και βαδίζει
ξανοίγει γύρω ντου, γροικά μα δεν υπολογίζει.
Θαρρούμε ούλοι γύρω μας ο κόσμος μας ανήκει
αν ήταν ούλα ετσιδά θα πέρναμε και νοίκι.
Οντεν εκαταλάβαμε που βρίσκεται καθένας
αντιληφθήκαμε θαρρώ πως έχουμε τσι φρένας.
Κόσμος απούναι γύρω μας δεν είναι εδικός μας
δουλεύουμε και έχουμε καθένας το καλό μας.
Τα ζωντανά τα πλάσματα που ζούνε εις τη φύση
καθένα προσπαθεί πολύ τρόπο να βρει να ζήσει.
Ούλα υπάρχουνε στη γη απού Θεό σταλμένα
για να Τον φχαριστήσουνε πούπλασε το καθένα.
Ένας σε τούτη τη ζωή, σε τούτο τον πλανήτη
μας έμπεψε να ζήσουμε κιανένας να μη λείπει.
Με τσι δουλειές που κάνουμε, χαλάσαμε τα πάντα
λίγο μυαλό απόμεινε μα δεν κατέω γιάντα.
Εδά που πέρασε καιρός μασέ τρομάζ’ η φύση
ως τηνέ καταντήσαμε εδά δική μας κρίση.
Ούλα τα πάντα εις τη γη και στο Θεό τον ένα
θαρρώ τα καταστρέψαμε και δεν αφήκαμ’ ένα.
Βουνά, ρυακάκια, θάλασσες ούλα αλλοιωμένα
πεδιάδες, δάση, ομορφιές είναι κατεστραμμένα.
Αδέ συνέλθουμε σωστά αδέ συμμαζωχτούμε
δεν το κατέω εδά μπλιο ίνταχωμε να ΄δούμε.
Μαδαρίτης
Θάλασσα πικροθάλασσα
Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα
τα ψάρια σου είναι γλυκά μα εσύ είσαι φαρμακούσα
Θάλασσα ξέρεις τις καρδιές ψηλά να τσ´ανεβάζεις
όπως μπορείς και χαμηλά βαθειά να κατεβάζεις
Όταν το κύμα σου γλυκά πηγαίνει πρίμα πρίμα
τότε πάλεται η καρδιά σαν βάρκα μες το κύμα
Όταν τα νεύρα σου ξεσπάς θάλασσα κι αγριεύεις
τότε δεν ξέρεις τι ζητάς στον κόσμο τι γυρεύεις
Τα ψάρια σου τι γίνεται δεν τα ενδιαφέρει
όμως η ανθρώπινη ψυχή τα πράγματα μπερδεύει
ψάχνει να βρεί η θάλασσα γιατί είναι αγριεμένη
ποιά τρίαινα την χτύπησε και είναι ερωτευμένη..
Ό έρωτας είναι κι αυτός του ύψους και του βάθους
ήσυχος δεν κάθεται σαν ρυθμιστής του πάθους
πότε τις θέλει τις καρδιές να είναι αγριεμένες
και πότε να εκδηλώνονται πως είναι πονεμένες
Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα
χωρίς την παρουσία σου εγώ θα αδυνατούσα
δεν θα μπορούσαν οι καρδιές στο βάθος να ατενίζουν
και να μπορούν του έρωτα τις μάχες να κερδίζουν
Θάλασσες έχουν και οι καρδιές , μα αντί νερό έχουν αίμα
έχουνε φουσκοθαλασιές μα και γλυκό το βλέμμα
Ο πόνος και ο έρωτας στη ζωή είναι συνεπιβάτες
μαζί και χώρια δεν μπορούν έχουν δικούς τους χάρτες
Θάλασσα γλυκοθάλασσα και πικροκυματούσα
η τρίαινα όταν σε χτυπά γίνεσαι ποιό γλυκούσα
Στο πρόσωπό σου το άγριο μοιάζεις ερωτευμένη
για την ανθρώπινη καρδιά γεννήθηκες δοσμένη
Μας τάχεις κάνει θάλασσα λέμε στις δυσκολίες
μπονάτσες περιμένουμε γαλήνη κι ηρεμίες
………………………………………………………………………
Όλης της Γής οι θάλασσες έχουν αποστολή
για την ζωή , τον άνθρωπο !…. .(. με μία μπλέ στολή !)
και ο Θεός τους έδωσε επίγεια (Δύναμη και Εντολή )
………………………………………………………………….,,,,.,,
Από το Α ώς το Ω για να φθάσω
πρέπει τις φουσκοθαλασσιές μου να περάσω
και τη γλύκα της Ζωής για να θαυμάσω
πρέπει τους Κύκλωπες ,την Κίρκη
τους Λεστρυγόνες και την Καλυψώ να ξεπεράσω
Του Ηρακλή τους άθλους πρέπει να θαυμάσω
και της ψυχής μου, τα θηρία να δαμάσω…
………………………………………………………..,,,,,
Ο Οδυσσέας ήτανε θαλασσοβρεγμένος
μα στην ψυχή και στην καρδιά πάντα ερωτευμένος
………………………………………………………………………..
Ο Ηρακλής ξεπέρναγε το ανθρωπίνως δυνατό
και το ακατόρθωτο γινόταν κατορθωτό. !
Μιχάλης Παπαδερός
Το spin του ηλεκτρονίου
Είχα κάποια όνειρα που ήταν σύννεφα στον καφέ μου.
Ο Δνείπερος πλημμύρισε και παρέσυρε στο πέρασμά του
βουκέντρα και βοστρύχους.
Ο άνεμος φύσηξε και οι ψαράδες βρήκαν απάγκιο
για να μαζέψουν τα δίχτυα τους.
Το περπάτημα ήταν τυχαίο· το φιλί ερωτικό.
Αναδιοργανώθηκε η μνήμη και τα αιολικά πάρκα
πήραν φωτιά.
Φωσφόρος και πιθανοφάνεια.
Τα καράβια πάλι θα σαλπάρουν, οι αρραβωνιαστικές
θα τυλιχτούν στα δάκρυα και με μια απόχη
θα τα μαζέψουν για να περάσει ειρηνικά ο χειμώνας.
Μην κλαις για μένα· μην κλαις για κανέναν και
συνέχισε τον δρόμο σου.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Βιβλιοπαρουσίαση
Τα παραμύθια
Τα παραμύθια δεν είν’ αλήθεια
και ας φαντάζουν αληθινά,
μικρά παιδάκια, διασκεδάζουν,
τα ΄χουν ανάγκη καθημερνά.
Το παραμύθι βάζει τις βάσεις
το παραμύθι καθοδηγεί,
τα πιτσιρίκια να βρουν
στραλίκια,
τούτο η πείρα ομολογεί.
Από μανούλες κι από γιαγιάδες
σε περασμένους καλούς καιρούς,
πάντ’ ακουγόταν σε βροχεράδες,
γύρ’ από τζάκια, ηθών φρουρούς.
Και τώρ’ ακόμα, σε χωριουδάκια,
έστω και λίγα, ακούς ξανά,
παραμυθάκια από γριούλες,
που ΄χουν μεράκι, με τούτανα.
Νίκος Μπλαζάκης, θεάτρου ρέκτης,
άγουρα νιάτα, ψυχαγωγεί,
μύθους υφαίνει κι είν’ αποοδέκτης,
ευγνωμοσύνης σ’ αυτή τη Γη.
Βιβλίο νέο, παραμυθένιο,
Αρχείου Κρήτης Ιστορικού
έχει εκδώσει, έχοντας γνώση
και εμπειρία του ειδικού.
Εννιαχωριανός