Ελιά γλυκιά μάνα
Στο χιόνι είσαι εκεί, στη θύελλα εκεί,
στη βροχή είσαι εκεί, στο λιοπύρι εκεί.
Μα, και την άνοιξη, εκεί…
Ω ,ελιά ,γλυκιά μάνα, εσύ!
Αιώνες συμπονάς τους τυφλούς στρατιώτες που πολεμούν με αόρατα θεριά και χάρτινους δράκους.
Χείρα βοηθείας τα κλαδιά σου, μα ποιός να δεχτεί τη μητρική στοργή σου;
Κάτι άγρια μερόνυχτα ,ελιά γλυκιά μάνα, κρύος αέρας διαπερνάει τα μικρά σου φύλλα. Πέφτουν στη γη και σα πράσινα δάκρυα στολίζουν το νωπό χώμα.
Σκόνη που σκορπίζεται η ψυθιριστή μιλιά σου.
Και λέει:
“Διψάς, να σου δώσω δροσιά.
Πεινάς, να σου δώσω καρπούς.
Πονάς, να σου δώσω ουρανό.
Έλα άνθρωπε, να ξαποστάσεις στον κορμό μου. Το μέτωπό σου να δροσίσεις κάτω από τη ελαφριά σκιά μου. Να σου διηγηθούν οι ρίζες μου παραμύθια, ιστορίες και προσευχές. Να δεις πιο πάνω από την κορυφή μου…
Τον ήλιο, το φως και την αλήθεια του. Να γεννηθεί η ελπίδα.”
Μαργαρίτα Αυγουσιανάκη
Θερμή θα κάμω προσευχή
Στου Ελικώνα τις πλαγιές οπότε σε καλούσα
κι ερχόσουν δίχως άργητα τη λύρα σου κρατώντας,
μες στης ψυχής σου τ’ άδυτο μακριά θε ΄γω κοιτούσα
τις μυστικές σου τις πληγές, φίλε μου, μελετώντας…
Ω, πόσος “είδα” καημούς να κουβαλάς στα στήθια
και πόσ’ αγκάθι’ ανθρώπινα δε σ’ έχουνε “ματώσει”
καθώς γυρεύεις μια ζωή για να ΄βρεις την αλήθεια
γιατί το ξέρεις: μόνο αυτή μπορεί να σε λυτρώσει!…
Κι όμως τρεχάτος έφτανες, τραγουδιστής κεφάτος
να ταξιδέψεις σε στεριές και στα ουράνια πλάτη
να τραγουδήσεις τη χαρά, – καημούς εσύ γεμάτος-
κι ας απομένει σου η ψυχή αγέλαστη, Διαβάτη…
Θερμή θα κάμω προσευχή στη Μούσα που πιστεύεις
να ΄ρθει κοντά σου αθώρητη με τα γοργά φτερά της
να σου χαρίσει απλόχερα το γέλιο που γυρεύεις
και να σταλάξει μέσα σου τα μαγικά πιοτά της…
Να πάψουν οι ατέλειωτοι καημοί που σε παιδεύουν
και τα λουλούδια της χαράς, τ’ ανάνθιστα, ν’ ανθίσουν
μες στη ζεστή σου την καρδιά, που χρόνια περιμένουν
τη μυστική τους ευωδιά γι Σένα να σκορπίσουν!
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Διαβατάρηδες
Καθόλου δεν είν’ εύκολο, κάποιος ν’ υπολογίσει,
πόσοι περάσαν απ’ τη Γη κι έχουν οστά αφήσει.
Οστά που διαλύθηκαν και ‘γίναν πάλι χώμα
και πόσοι θα περάσουνε, απ’ τον Πλανήτη ακόμα.
Γοργά περνοδιαβαίνουνε κι έρχονται πίσω άλλοι,
που παίρνουνε για κάμποσα, χρονάκια τη σκυτάλη.
Για να την παραδόσουνε, σ’ άλλες γενιές ανθρώπων,
που θα διαβούνε και αυτοί, για λίγ’ από τον τόπον.
Έτσι τα έχ’ ο Ποιητής, στη Γη κανονισμένα,
μα δίνει φρόνηση και νου, στη κάθε μια και ένα.
Να πράττει κατά βούληση και να αποφασίζει,
στην ψεύτρα τούτη τη ζωή, πιο δρόμο να βαδίζει.
Το μονοπάτι, το σωστό, το ‘χε γνωστοποιήσει
και το Χριστό μας έστειλε, να το υπογραμμίσει.
Μα δυστυχώς οι πιο πολλοί, πορεύονται σε άλλα,
με διαβόλου συνταγή και κούφια την κεφάλα.
Κι όμως τους δίνει δεύτερη και τρίτη ευκαιρία,
ο Κύριος να το σκεφτούν, ν’ αλλάξουνε πορεία.
Όσοι μετανοήσουνε και επανέλθουν πάλι,
ορθάνοιχτη τη βρίσκουνε, τη θεϊκή αγκάλη.
Συγγνώμη και συγχώρεση, του Πλάστ’ όποιος ζητήσει,
με πίστη και ταπείνωση, προτού τη Γη αφήσει.
Θ’ απολαύσει σίγουρα τσ’ άλλης ζωής τα δώρα
και θα ευφραίνετ’ η ψυχή, σε παραδείσου χώρα.
Ετούτο κάθε χριστιανός, πρέπει να ενοήσει
και της αγάπης σήμαντρο, στο νου ντου να χτυπήσει.
Για τους ανθρώπους όπου Γης, που σήμερα πεινούνε
και να τα καταφέρουνε, μονάχοι δεν μπορούνε.
Να δείξει για τον πάσχοντα, κάποια ευαισθησία,
που θα του δώσει ώθηση, προς την αθανασία.
Εννιαχωριανός
Ετσάναι οι θάλασσες
Μια μέρα απού κάθομαι σπιθιού μου το μπαλκόνι
ξανοίγω πέλαγος μακρύ που χρόνια μας ενώνει.
Θάλασσα που απλώνεται σε ούλο τον πλανήτη
ανέ την ψάξεις ό,τι θες μέσα σε κείνη βρίστεις.
Μόνο να καταγράψουμε τα πλούτη πουχ’ εκειά
ένα βιβλίο δε χωρεί ονόματα βαθιά.
Αυτήνε ταξιδεύουνε σε ούλη τη ζωή τους
με τρικυμίες πόλεμους χιόνια πολλές αβύσσους.
Απού την αρχαιότητα ως τα δικά μας χρόνια
πολλοί γενήκαν ναυτικοί μερκά παιδιά εγγόνια.
Τα πλούτη, τα εμπόρια τραβήξανε τσοι νέους
πολλοί εκαταντήσανε τσοι λεν’ εδά γενναίους.
Μεταφορές, εμπόρια εφέρανε και πλούτη
ούλοι γενήκαν δυνατοί εις τη ζωή ετούτη.
Μεταναστέψανε μερκοί αφήκαν την πατρίδα
αργότερα πλουτίσανε μες στην ελευθερία.
Πολλές εκάμαν προσφορές εις τη γλυκιά πατρίδα
πρόγιναν μέγαρα μερκά πρωτεύουσες πλατεία.
Η χώρα μας κατάφερε έγινε πρωτεργάτης
μιας κι είναι περισσότερα τα πλοία τα δικά της.
Σήμερο βρίσκουνται πολλοί ξένων κρατών στελέχη
στηρίζουνε τη χώρα μας όσες ανάγκες έχει.
Εμάθανε οι Έλληνες η θάλασσα ιντάχει
δεν έχει τσι ακρογιαλιές μόνο νησιά και βράχοι.
Για τούτο ξεσηκώνουνται γειτόνοι μας ζητούνε
για νάμπουνε στσι Ελληνικές με λύσσα προσπαθούνε.
Θαρρώ ετροζαθήκανε οι μουσουλμάνοι ούλοι
και περιμένουνε να μπουν σ’ Ελληνικό περβόλι.
Πρέπει να καταλάβουνε ίντα θα πει πατρίδα
σα δεν υπάρχει Έλληνας μη γίνεται θυσία.
Μαδαρίτης
Εναλλακτική ιστορία ζωής
Παιχνίδια χωρίς σύνορα, πόλεμος δίχως δάκρυα.
Στην ακμή των καλοκαιρινών μας ερώτων,
το σκοτάδι χάθηκε.
Η στροφορμή των ηλεκτρονίων προσπέρασε
κι άφησε πίσω της, ένα σύννεφο σκόνης.
Ξάπλωσε στο στρώμα της κι αποκοιμήθηκε.
Την επιθυμούν πολλοί, εκείνη όμως θα δώσει
το κλειδί της καρδιά της μόνο σ’ έναν.
Τα ξανθά μαλλιά της, παίζουν με τον άνεμο.
Η υπόσχεση δόθηκε μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βρετανίας.
Η έλξη των σωμάτων αναλώθηκε, κάποια ηλιακάτικη
καλοκαιρινή ημέρα.
Το διακύβευμα της σχολικής παράστασης νίκησε, σε δύναμη,
το Kahoot.
Δίχως τιμή και δόξα· κάποια ημέρα σαν όλες τις άλλες
η ζωή θα κοπεί και τη θέση της θα πάρει
η αιωνιότητα.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης