Να δώσει η Μεγαλόχαρη…
Να δώσει η Μεγαλόχαρη και η Παναγιά στην Τήνο
χαρές που έχει η ζωή να παίρνω και να δίνω
Να δώσει η Μεγαλόχαρη και η Παναγιά στην Πάρο
με την καρδιά της να βρεθώ μαζί της να σαλπάρω
Να δώσει η Μεγαλόχαρη και η Παναγιά Κανάλα
να μην αφήνει άνθρωπο με βάσανα μεγάλα
Να δώσει η Μεγαλόχαρη και η Παναγιά Οδηγήτρα
να ηρεμεί τη θάλασσα ΟΧΙ θαλασσοπνίχτρα
Να δώσει η θαλασσινή και η Παναγιά στην Άνδρο
όλα του Αιγαίου τα νησιά στης Παναγιάς το κάδρο
Να δώσει η μεγαλόχαρη η Δροσιανή στη Νάξο
να βρει λιμάνι μια καρδιά να πει θέλω να αράξω
Να δώσει η Μεγαλόχαρη η Χαζοβιώτισσα στην Αμοργό
να μη θεριεύουν κύματα, το βήμα τους αργό~ ~~~
Να δωσει η Μεγαλόχαρη η Τρουλιανή Μυκόνου
να απαλαίνει η ψυχή του βάσανου και πόνου
Να δώσει η Μεγαλόχαρη Γρεμιώτισσα της Ίου
να μην γρεμνοτσακίζεται “άνθρωπος Υφηλίου”
Να δώσει η Μεγαλόχαρη “η τόσο νερό της Σίφνου”
ευλογημένες θάλασσες Πηγές ζωής και ύμνου !
Η Παναγιά στα πέλαγα κρατάει στην ποδιά της
Την Κρήτη της, τη Σίκινο, την Αμοργό, την Πάρο της,
την Τήνο της, την Κιίμωλο, την Ίο της, τη Ναξο της,
τη Σίφνο της, την Άνδρο της, τη Φολέγανδρο …….
και όλα τα παιδιά της…! μικρά και Μεγάλα…
Η ευλογία και η χάρη της να μπαίνει σε κάθε σπίτι
σε κάθε άνθρωπο και να τον προστατεύει κάθε κακού
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ με ΥΓΕΙΑ
Μιχάλης Παπαδερος
Ταξική κοινωνία
Οι πολιτικοί μας ούλοι το ‘χω πει κι άλλη φορά
λάμπουνε σαν το χρυσάφι κι έχουν χέρια καθαρά.
Κι αν κάθε χρονιά δηλώνουν σπίτια μα και μετρητά
νόμιμα τα αποκτήσαν, σας ομολογώ ρητά.
Λάθος τσι ‘χε πει γαϊδάρους, σάτιρας ο ποιητής
που εν τη ρύμη του λόγου, έγινε δεινός κριτής.
Για τη χώρα μας δουλεύουν και κοπιάζουνε πολύ
έστω και αν ορισμένοι ζούνε μέσα στη… χλιδή.
Έχουν κάτι παραπάνω από τους κοινούς θνητούς
καταθέσεις που σοκάρουν και δεμένους και λυτούς.
Η βουλευτική θητεία αποδίδει πολλαπλά
σε αυτούς που την κατέχουν όχι μόνο τα διπλά.
Μα ακόμα παραπάνω έχει η υπουργική
που κοιτάζει τα παιδιά της σαν μανούλα στοργική.
Κι όποιος μια φορά και δύο αναλάβει υπουργός
γεύεται το “μεγαλείο” κι είναι έκτοτ’ ενεργός.
Για παιδιά και για εγγόνια μάζεψε μια σερμαγιά
που και για τους απογόνους, θ’ απομείνει μια… μαγιά.
Όμως πιο μεγάλη είναι η μερίδα των φτωχών
που πασχίζουν κάθε μέρα κι είναι έξω των τειχών.
Στα συσσίτια της πόλης καταφεύγουνε πολλοί
και απλόχερα εισπράττουν της αγάπης το φιλί.
Γι’ αυτό σπάνια γογγύζουν, ούτε και αγανακτούν
τους αρκεί το ένα πιάτο, φτάνει να μην επαιτούν.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Οι καλοί μας γειτόνοι
Έπρεπε να κατέχουμε εδά καμπόσους χρόνους
τσι Τούρκους να προσέχουμε που τσίχουμε γειτόνους.
Οι χρόνοι επεράσανε απούτανε αγάδες
οι πρόγονοι μας τσείχανε πάντοτε αφεντάδες.
Πολλά τα θέλουνε αυτοί ποτές δε φχαριστιούνται
κάνουνε και παθαίνουνε πάντα παραπονιούνται.
Είναι τα χρόνια δα πολλά που κάνουνε τα λάθη
όμως τα χώνουνε καλά κιανείς να μην τα μάθει.
Η χώρα τούτη πούχουνε ελληνική ΄ταν πρώτα
τη ντύσανε στα τούρκικα και τσ’ άλλαξαν τα φώτα.
Κάμανε πλήθος διαολιές πούταν πολλά μεγάλες
που δεν ξεχνιούνται εύκολα μακάρι μην είν’ άλλες.
Ούλες οι αρχαιότητες πούταν εκειά θαμμένες
τσι ονόμασαν τούρκικες, δε λένε είναι ξένες.
Και η Κωνσταντινούπολη βυζαντινή κι εκείνη
εχτίστηκε, μεγάλωσε πράμα δε θ’ απομείνει.
Με τον καιρό εδιώξανε Ελληνισμό απ’ την πόλη
εδά την κάμαν τούρκικη μα καμαρώνουν όλοι.
Βυζαντινή σαν ήτονε παλιά Αυτοκρατορία
βάρβαροι την περίζωναν σαν άγρια θηρία.
Ετσά η τύχη, το φέρε ξακουστή πόλη κυρία
θωρεί θεός από ψηλά και κρίνει στην πορεία.
Έλληνας πάντα αγαπά σέβεται το θεό ντου
και θέλει νάχει γείτονες σαν και τον εαυτό ντου.
Γιατί θεός τον κυβερνά ούλο τον κόσμο τούτο
και θέλει νάχουμε φιλιά όη κακιά και πλούτο.
Ούλοι κόντρα σαν έρθουμε μ’ ένα θεό Μεγάλο
θα δείξουμε την αθρωπιά πούχει ο γεις στον άλλο.
Μαδάριτης
Η εξουσία ακούει;
Κάψα μεγάλη σήμερο.
Τριαντοχτώ κι απάνω.
Είπα το κακορίζικο, ένα μπάνιο να κάνω.
Μάζωξα τα τζιμπράγαλα, ούλα τση παραλίας,
έβαλα κι αντηλιακό μεγάλης προστασίας.
Ως το γιαλό να προπατώ; Όι, μα θα κλατάρω.
Εις τη ρεμίζα βρέθηκα, ένα ταξί να πάρω.
Μου γιουρουντά ο ταξιτζής. Πώς μπούκαρες με φόρα;
Όθε μπου πάεις θα μου πεις; ετουτηνέ την ώρα;
Στη Νέα Χώρα λέω ντου, δειλά – δειλά η καημένη.
Όφου και να το κάτεχα, ήντα με περιμένει!!
Μόνο Νταράτσο και Σταλό κι Αγιά Μαρίνα πάω.
Μα τέλειωσε κι η βάρδια μου και πάω δα να φάω.
Εβγήκα να μη χαλαστώ, άμα καβγά του στέξω.
Μα κι ούλα τ’ άλλα τα ταξί μ’ αφήκανε απ’ έξω.
Κι ετσά το αποφάσισα να πάω ποδαράτο.
Δες το και σα γυμναστική, είπα στο κάτω – κάτω.
Κατάκοπη, ολόδρωτη, φτάνω στη μ-παραλία.
Εδιάλεξα και μια γωνιά, που να ‘χω ησυχία.
Καλά καλά δε μ-πρόλαβα, ν’ απλώσω τη μ-πετσέτα.
Έρχεται μια σουρλουλού, μου λέει μάζωξέ τα.
Ό,τι θωρείς τριγύρα σου, δικά μας είναι ούλα.
Κι η αμμούτσα κι ο γιαλός και κάθε μια μ-πεζούλα.
Έδωκα τόπο στην οργή και πάω παραπέρα.
Κι άλλα κοράκια στο γιαλό, εβάλανέ μου χέρα.
Στο τέλος εκατέληξα και για να κολυμπήσω,
στω σκουπιδιώ το ντενεκέ, το σάκο μου ν’ αφήσω.
Γιαγέρνω εις το σπίτι μου, στη φούρκα, στη ντρεμούλα.
Έθεκα, ξεκουράστηκα… κι εξέχασά ντα ούλα!!
Και μιας και εχερήκωσε λίγη δροσά να βάνει,
να φάω ένα μ-παγωτό, είπα στο Σαντριβάνι.
Εγώ ήμουνε που σκέφτηκα τουτηνά τη ντροζάδα;
Τα βάσανα που τράβηξα, ποτές μου δε ξανάδα!
Πόσοι μου λένε είσαστε; στο πρώτο καφενείο.
Νομάτοι που δεχόμαστε, απάνω από δύο.
Στ’ άλλο γκαζόζα και καφέ, το μαγαζί δε δίνει
όξω και κάτσεις για να φας, κάτι μπορεί να γίνει.
Πάλι κι αν κάτσεις κοπελιά, στο βάθος τέρμα πίστα.
Τούτες οι πρώτες οι σειρές είναι για το τουρίστα.
Εκειά όμως ξεσπάθωσα, τα ‘βγαλα μαζωμένα
ούλα τση μέρας τα δεινά, που ‘χα καταπιωμένα.
– Ήντα μου λες κουμπάρε μου; Να κάτσω πίσω πίσω;
Τω ντουριστώ τα κάτουρα με βάνεις να μυρίσω.
Ίδια ‘παέ θα κάθουμαι ώστε να ξημερώσει.
Βάλε και το Πρωθυπουργό να ‘ρθει να με σηκώσειλ.
Ταραχισμένη έπιασα στο σπίτι να γυρίσω.
Να κάτσω στο μπαλκόνι μου, εκειά να ηρεμήσω.
Ε!!! τοτεσάς κατάλαβα, η ταλαιπωρημένη,
πως είμαι εις το ν-τόπο μου, αλλοδαπή και ξένη.
Και στσ’ εκλογές δημάρχοι μας, θα σας τα πούμε τότες!!
Τουρίστες δε ψηφίζουνε, μα μόνο οι δημότες!!
ΕραΛιο
Ερασμία Λιονουδάκη – Μαρινάκη