Λυρικά τετράστιχα
Ό,τι βαθύ, ό,τι όμορφο, ό,τι για σένα νιώθω
μονάχα με τη σιωπή μπορώ να σου το πω,
γιατ’ είναι τόσο απέραντο, τόσο βαθύ κι ωραίο
όπου μπροστά του ωχριά κι αυτό το «σ’ αγαπώ».
Ωσάν το κύμα π’ απαλά τ’ ακροθαλάσσι λούζει
έτσι το μέσα μου η καρδιά, μ’ αγάπη πλημμυρίζει,
κι ως κι αν τριγύρω τη σκορπώ, κι άδολα τη χαρίζω
από μια φλέβα μυστική, αυτή ξαναγεμίζει.
Σήμερα πες μου σ’ αγαπώ, το τώρα να χαρώ!
Μην το φυλάξεις γι’ αύριο, το λόγο αυτό π’ ευφραίνει,
γιατί εκείνο τ’ αύριο, το τόσο κοντινό
κανείς δεν ξέρει αν ζωή ή θάνατο μας φέρνει.
Ω, συ πλανεύτρα, άυλη, σπορά του λογισμού μας
βαθιά λαχτάρα της καρδιάς, άνθισμα ωριό του νου μας,
όνειρο, άπιαστο πουλί, μιαν αστραπή σιμώνεις
μα ευθύς τινάζεις τα φτερά και πάλι αλλού ξαμώνεις!
Θέλω να θρέψει η σκόνη μου της εξοχής λουλούδια
μέσα σε χέρια παιδικά καθ’ ένα να πεθάνει,
και μες στα βάθη του καιρού, πάλι η δική τους σκόνη
καρδιά να γίνεται παιδιών, ξανά να μ’ ανασταίνει.
Ολόλευκα τριαντάφυλλα και γιασεμιά και κρίνα
μα και γαλήνη ευφροσύνη, το σπλάχνο μου όλο κλείνει,
κι όταν αστράφτει και βροντά, όταν στοιχειά παλεύουν
μες στο μπαξέ της η καρδιά να μπούνε δεν αφήνει.
Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη
Απληστία
Ντάλα μεσημέρι, ντάλα, χτυπά η ζέστη στην κεφάλα
και μας κάνει άνω κάτω, μοιάζουμε αιγοπροβάτω.
Μα τ’ απολωλότα έχνη ξέρουνε καλά την τέχνη
κι αντιδρούνε μ’ άλλο τρόπο απ’ εκείνο των ανθρώπω.
Δεν βοσκίζουν μεσημέρι, η παρέα τους το ξέρει.
Aποφεύγουνε το ρίσκο, κάτ’ από σκιά τα βρίσκω.
Περιμένουν να περάσει καύσων’ η μεγάλη βράση
για να ξαναβγούνε πάλι, στης ζωής της βιοπάλη.
Μα του λογικού ανθρώπου, κάτοικου αυτού του τόπου
που τη φρονιμάδα έχει κι όντε λιάζει κι όντε βρέχει,
να γεμίζει το βουργιάλι και ας τονε πιάνει ζάλη,
θα ‘ρθει κάποτε μια μέρα, πολύ πριν από τα γέρα
ακριβά για να πληρώσει τσ’ απληστίας του τη δόση.
Μ’ αν απόφαση το πάρει και αλλάξει το τροπάρι
δεύτερ’ έχει ευκαιρία, για μια πιο σωστή πορεία,
που θα τονε βοηθήσει πάλι να αναθαρρήσει.
Την υγειά του να κοιτάζει, ν’ αποφεύγει το αγιάζι
και να συνεχίσει πλέον, μέχρι το ιωβηλαίον.
Εννιαχωριανός
Μέλος της λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Νιότη
Της νιότης η φωτιά
καίει πάντα στην καρδιά·
μας οδηγεί ακούραστη στη ζωή,
κοντά μας είναι κάθε στιγμή!
Της νιότης τα τραγούδια,
σαν ανοιξιάτικα λουλούδια,
ευωδιάζουν πάντα εντός μας,
στα σκοτάδια είναι το φως μας!
Της νιότης οι αγαπημένοι φίλοι,
ρώγες από το ίδιο τσαμπί σταφύλι·
και μια μεγάλη απ’ όλους αγκαλιά
φέρνει στα σωθικά μας χαρά!
Γεώργιος Η. Ορφανός
Με την πρώτη ματιά
Κάπου ανάμεσα στη γη και στον ουρανό·
με ξανθά μαλλιά και σώμα αγάλματος·
σε είδα.
Δουλεύοντας και δίνοντας συμβουλές.
Αλλοπρόσαλλα συναισθήματα, γέμισα.
Η βροχή όξινη, μα και γλυκιά συνάμα,
σαν το φιλί σου.
Θάλασσα και γη του πυρός· θάμνοι βραχώδεις
ψαλμοί ευλαβικοί του Δεκαπενταύγουστου.
Δάχτυλα κεκοσμημένα με χρυσά αρώματα και
σώμα μεταξένιο, σαν τα ρούχα που φορούσες.
Αν ήμουν σαν του πελάγου τον βυθό,
θα σε εξερευνούσα.
Τώρα, γράφω δυο στίχους και αποχωρώ λυπημένος
που δεν είμαι αυτός που ζει και βασιλεύει μες στην καρδιά σου.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Ειντάναι ο πολιτισμός
Υπάρχουνε πάρα πολλοί που καθ’ αυγή διαβάζουν
τον τύπο καθημερινά μερκοί αναστενάζουν.
Αναστενάζουνε σα δουν τσι θλιβερές ειδήσεις
απού ‘παναλαμβάνουνται και μένουν αναμνήσεις.
Δεν είπα πως είν’ άσκημες ούλες οι ‘φημερίδες
κατέω πως όσ’ είναι ‘κειά είναι και μερακλήδες.
Γράφουνε όσοι έχουνε σχέση με λογοτεχνία
σέβουνται τον πολιτισμό προπάντων τη θρησκεία.
Ετσά μπορούμ’ οι Έλληνες λίγο να μορφωθούμε
να γίνουμε καλύτεροι στη ζήση που τραβούμε.
Σε κάποια φάση τση ζωής θ’ αντιληφτούμε ούλοι
δεν είν’ αυτή ένας καρπός που ‘χουμε στο σακούλι.
Πρέπει να έχουμ’ αθρωπιά απούχαν οι προγόνοι
να μη γινόμαστε γιαπιά απού τα τρώει σκόνη.
Ούλοι θέλουν την αλλαγή νάναι πετυχεμένη
για να μη νιώθουνε ζωή πάντα δυστυχισμένη.
Να νιώθουμε τσοι νέους μας νάναι καλιά που τσ’ άλλους
μην παίρνουμε παράδειγμα τσοι γκρεμιστούς τροχάλους.
Πάντα τζη η Ελλάδα μας είχε ψηλά τσι στόχους
ανάθρεψε και σπούδαξε κανονικούς αθρώπους.
Για τούτο τη ζηλεύγουνε απούχει τάξη νόμους
ποτές τσι δεν ανάθρεψε επά τσοι παρανόμους.
Ετσά ‘ναι ούλος ο λαός πάντα αγαπημένος
έχει ομόνοια καλή και ζει ευτυχισμένος.
Πολιτισμένο άθρωπο ο Πλάστης τον ακούει
πάντοτε σ’ ούλη τη ζωή συχώρεση του δούδει.
Δουλεύει καθημερινά και προσκυνά θρησκεία
μ’ ούλη την ευχαρίστηση και θεϊκή ευλογία.
Ετσάν τ’αθρώπου η ζωή
Σα γεννηθεί ο άθρωπος κι είναι μωρό ακόμη
δεν έχει καμιά θέληση ούτε αλλάζει γνώμη.
Η μόνη ντου διάθεση κλαψίματα μεγάλα
ούλοι ξανοίγουνε να βρουν και να του δώσουν γάλα.
Δεν το μπορεί να αρνηθεί ούτε και να μιλήσει
ζητά μόνο να κοιμηθεί στομάχι να γεμίσει.
Λίγο καιρό μένει ετσά ούλοι τονέ θωρούνε
καιρός να ξεσηκώνουνται φύλακα να ζητούνε.
Δυο τρία χρόνια ύστερα στα νηπιαγωγεία
έρχουνται πρώτα γράμματα λιγάκι πειθαρχία.
Εδά ντρακέρνει η ζωή ανοίγουν τα σχολεία
μολύβια και τετράδια κι ένα σωρό βιβλία.
Εδάναι που χρειγιάζεται κάμποση πειθαρχία
μην πέσουμε σε λογικές κλείνουνε τα σχολεία.
Τελειώνει το δημοτικό άλλο μας περιμένει
γυμνάσιο πια δύσκολο, κάποια φροντίδα θέλει.
Σ’ αυτό ΄ναι που θα μάθουμε λιγάκι ιστορία
του έθνους μας το παρελθόν, τη γνήσια πορεία.
Εκειά ΄ναι που ζαλίζεται, ακούει ίντα λένε
οι ψευταράδες οι βαλτοί που βγαίνουνε και καίνε.
Εδάναι που χρειγιάζεται στήριξη είν’ ανάγκη
για να μπορέσουνε σαφώς να γίνουνε μεγάλοι.
Τελειώνοντας το λύκειο γράφεται ιστορία
και παίρνει εδά ο καθα είς την εδική πορεία.
Ακολουθεί και έρχεται καθ’ εις στην κοινωνία
νασκήσ’ ένα επάγγελμα με πίστη και αντρεία.
Επά θα δείξει καθά εις ιντάτανε κι ιντάναι
αν έχει πίστη στο Θεό κι ανέ τον αγαπάνε.
Μαδαρίτης