Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Εθελοτυφλώ
Εθελοτυφλώ. Ξέρω πως είσαι δίπλα μου κι ελπίζω.
Μα δεν μπορώ να σε δω.
Σε βλέπω στο όνειρο μου, σε αγγίζω κι αιμορραγώ.
Δίπλα μου σαν περνάς πλημμυρίζω. Σε νιώθω.
Σε μυρίζω, μα δεν ζω.
Υπάρχεις πάντα εκεί για να σε βλέπω.
Άγκυρα στην ψυχή μου έχεις βάλει.
Γλυκά σε καρτερώ. Μα εσύ παραδομένος μες στη ζάλη
Στης θάλασσας τα δίχτυα έχεις ενδώσει.
Ελπίζω μα το ξέρω πως αντέχω
Πιότερο να μπορώ παρά να σ’ έχω.
Πάντα αναζητώ την ηλιαχτίδα, ο πόνος μέσα μου έχει θεριέψει.
Μα είναι το όχι που με έχει κυριέψει.
Δε βλέπω αύριο κι αυτό με μαστιγώνει.
Χαλώ ότι αγγίζω κι ότι στρώνω.
Βρήκα ένα τρόπο έτσι να πληρώνω.
Κοιτάζω γύρω γύρω κάθε τόσο το περίγραμμα ενός κοχυλιού.
Με φουσκώνει η αλμύρα κι ο αγέρας του ατάραχου γιαλού.
Εκεί πάω κι ανοίγω τα ασκιά μου. Σαν του Αιόλου δεν είναι μαγικά.
Μα αποδιώχνω ένα ένα, τα μικρά μου απωθημένα μυστικά.
Αδράχνω τη χρυσή ευκαιρία που φέρνει η γοργόνα η πονετικιά.
Μαγεύεται από τις νότες τις σπασμένες κάποιων απλών περαστικών
Που νιώθουν τις ζωές τους τελειωμένες κιόλα άξαφνα τα λούζει ένα φως.
Γίνονται οι λέξεις μιλημένες από καιρό, τα δάκρυα είναι πιο εύγλωττα
Την άμμο σημαδεύουν.
Η γοργόνα ξέρει δεν μιλά.
Μόνο το χέρι απιθώνει και τις πληγές μελώνει.
Ο έρωτας ψυχές αναβαπτίζει.
Μέλισσα γίνεται ο πόθος, φτερουγίζει και πετάει.
Το μέλι της το έχει απιθώσει
Εκεί όπου ο πόνος μια καρδιά έχει μερώσει
Και γίνεται η αγάπη παραμύθι
Που μόνος του ο χρόνος θα διασώσει.
Ζωή Δασκαλάκη
Το ποίημα είναι από την πρώτη ποιητική συλλογή της υπογράφουσας, «Τα πάντα ρει». «Αφιερώνω το ποίημα στη γενιά μου και το θαλασσινό τριφύλλι»

Τραγούδι του Βασίλη
Κατέχετε το πέρασμα πέρα στου Βασιλάκη
απου ‘ν’ ο Δρυς κι ο Πλάτανος κι η πλάκα στην αυλή ντου;
Εκειά ‘χουν’ ένα κόνισμα στου μέγα δρυ τη ρίζα
κι εννιά σεισοί περάσανε και με τον Άρχο δέκα.
Και τρεις πάνε στ’ αμπέλι ντου κι οι δυο εις τα οζά ντου
κι άλλοι πάνε και χτυπούν τη πόρτα του Βασίλη.
– Σήκω Βασίλη σύντεκνε, ξύπνα να μας ανοίξεις.
– Αν είστε φίλοι φύγετε κι αν είστε οχθροί διαβείτε
κι αν είστε κοντοχωριανοί αμέτε στη δουλειά σας.
Εννιά κανάτες έβγαλε ογιά να τους κεράσει
εννιά συντζίμια βγάλανε και δέσαν το Βασίλη.
Όπου κι αν πάει άτυχος η μοίρα τονε φτάνει
κι ανέ γυρέψει να σωθεί άδικους κόπους κάνει.

Μωραΐτικο
Απόψε η πούλια εμάλωνε, μάλωνε με τ’ αστέρια
κι εγώ είδα στον ύπνο μου πως ήμουνα με σένα
και ξύπνησα με τη χαρά και τ’ όνειρο ‘ταν ψέμα.

Μαντινάδες
Πολλά καλά ‘ναι στο ντουνιά και στον απάνω κόσμο
και με υγεία και χαρά να τα χαρούμε μόνο.

– Ποιά είν’ αυτή που πέρασε και δε μασε χαιρέτισε;
– Είναι η Ρένα του παπά που περπατεί καναριστά.
– Για πέτε της για να σταθεί να τη ρωτήσω να μου πει
ποιό δέντρο έχει τον ανθό που κάνει τον καλό καρπό.

Ρουμελιώτικο
Στη Ρούμελη μωρές παιδιά στη Ρούμελη και στο Μοριά
έχει κορίτσια λεβεδιά, στη Λιβαδειά, στη ρεμαθιά
αντάμωσα μια λεβεδιά.
– Γεια σου χαρά σου λυγερή πού πας στο ρέμα μοναχή;
– Πάω στα κρύα για νερό, για να δω κείνον, κείνον π’ αγαπώ.

Κι αυτό για να γελάσετε γιατί το γέλιο είναι υγεία.
– Για μια Λιδορικιώτισσα πολλούς καημούς απόχτησα.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.

Σοφά εφιλοσόφησε
Σοφά εφιλοσόφησε ο μέγας ο Σωκράτης
για τσοι εχθρούς που έχουμε, που διώχνουν την αγάπη.
Ο άθρωπος που ‘χει εχθρούς απ’ τσ’ άλλους ξεχωρίζει
αξίζει περισσότερο, σοφά φιλοσοφίζει.
Ο μέγας ο φιλόσοφος Σωκράτης τσ’ ιστορίας
που γίνεται πηγή φωτός με τσοι φιλοσοφίες.
Χωρίς εχθρούς δε γίνεται να φαίνεις, να ξιφαίνεις
να συγκλωνιάζεις όνειρα και ήσυχα να μένεις.
Πάντοτε μάτια προσπαθούν κι άγρυπνα σε κοιτάζουν
με μαστοριές περίτεχνες κουσούρια να σου σιάζουν.
Ψάχνουνε τρόπους για να βρουν να φαίνουνται σπουδαίοι
κι όντε σκορπίζουν ταραχές νιώθουνε και ωραίοι.
Να σε μειώσουν προσπαθούν μ’ άδικα κοπιάζουν
δε δικαιώνουνται ποτές και πικραναστενάζουν.
Μαρία Νικ. Γρυφάκη
Συγγραφέας

Σάτιρας οι ποιητές
Ποιητής εκ του προχείρου, έχει χοίρου τη μορφή
δίστιχο κάλους απείρου που ‘χει πιάσει οροφή.
Ίσως στιχουργός μεγάλος να το έγραψε μπορεί
μα το ύφος φανερώνει πως τον λέγανε Σουρή.
Κι ο Αλέξανδρος ο Σούτσος, στη Βασίλισσα θα πει
αν το “σίγμα” αφαιρέσεις, σταματώ είναι ντροπή.
Τ’ όνομά ντου δεν τσ’ αρέσει και του το ‘π’ ορθά κοφτά
για να λάβει το πεσκέσι, μα δε λέγονται αυτά.
Κορυφαίοι και οι δύο, Έλληνες σατιρικοί,
που δεν πήγαν σε Ωδείο, είναι τύποι λαϊκοί.
Μόρφωση σχολής δεν έχουν μα για όλα στιχουργούν
οδόν ποίησης ξετρέχουν, θαύματα δημιουργούν.
Σατιρίζουνε τα πάντα και ο Σούτσος κι ο Σουρής
και μοσχοβολούν λεβάντα, σάτιρας είναι φορείς.
Με τα σκάνδαλ’ ασχολούνται των ενοίκων της Βουλής
κι ούτ’ ανθρώπους δεν φοβούνται της Βασιλικής Αυλής.
Δεν διστάζουνε διόλου κι είν’ η σάτιρα καυτή
που ενίοτε χτυπάει στους πρωθυπουργού τ’ αφτί.
Μα κανείς απ’ τους κρατούντες δεν ετόλμησε ποτές
να μηνύσει τους μεγάλους, σάτιρας τους ποιητές.
Τη φωλιά τους λερωμένη έχουνε οι πιο πολλοί
και την σήμερον ημέρα, ίδιο παίζουνε βιολί.
Κι ο Παυλής Πολυχρονάκης απαράλλακτο στρατί
με τσι βάρδους μας ξετρέχει ο αιών το απαιτεί.

Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα