Στο γιαπί
Πρόσφυγας ήταν που άφησε µια µέρα την πατρίδα,
φεύγοντας πήρε µοναχά της µάνας την ευχή
και του ‘φεγγε τη στράτα του η φλόγα απ’ την ελπίδα
που την κρατούσε άσβηστη βαθιά µες στην ψυχή.
Να µαλακώσει το ψωµί το ‘βρεχε µε τις στάλες
που στο γιαπί του στάλαζαν που ‘χει για κατοικιά
κι έλεγε ‘’Θεέ µου δεν µπορώ ν’ αντέξω πίκρες άλλες’’
και ζέσταινε µε τα δάκρυα του την κάθε του µπουκιά.
Απόστασε κι απόγειρε, ήθελε να πλαγιάσει,
µα ήταν το χώµα µούσκεµα, δεν εύρισκε στεγνή
γωνιά στο έρµο του γιαπί για να µην ξεπαγιάσει
ενώ τη νύχτα τη φώτιζαν αστραπές και κεραυνοί.
Και πήγε ο ύπνος ο γλυκός και του ‘κλεισε τα µάτια,
µε τ’ άρµα του τον γύρισε στο ώριο του χωριό,
στ’ αλώνια και στις καλαµιές και στ’ άγρια µονοπάτια
κι έζησε πάλι όµορφες στιγµές µε τη Μαριώ!
Κι είδε πάλι τη µάνα του να του χαµογελάει,
όπως τότε που γύριζε το λιόγερµα απ’ τη δουλειά
κι έσκυβε και τη φίλαγε κι έστρωνε για να φάει
καλούδια απ’ τα χέρια του όλη η φαµελιά.
Κι ανάλαφρα τον ξύπνησε της µάνας του η λαλιά
που την είδε σαν όραµα και του ‘πε πως θα ‘ρθει
‘’γιέ µου η τύχη σου η καλή’’ και του ‘στελνε φιλιά
δεν χάνεται στα τάρταρα της µάνας η ευχή!
∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Απίστευτο µα αληθινό
Σε µια κλινική της πόλης, παντρεµένη κοπελιά,
που µονάχα του συζύγου, γνώριζε την αγκαλιά,
έφθασε για να γεννήσει, της αγάπης τον καρπό,
κι ήταν τούτη της η γέννα, η κατάπρωτη θα πω.
Από έρωτα ο γάµος, έγινε τω δυο παιδιώ
γιατ’ αλλιώτικα οι νέοι, θα γινόταν ρηµαδιό.
Μα σαν έφθασε η ώρα κι εγεννήθη το παιδί,
βγήκε αραπάκι σκέτο, σπόρος µαύρου δηλαδή.
Και κατάπληκτους αφήνει, τον µπαµπά και τη µαµά,
κι όλο το συγγενολόι, που κανένα δεν τιµά.
Τότε η µαµά τση νύφης, του γαµπρού η πεθερά,
οµολόγησε τα πάντα και τους είπε καθαρά.
Πως γαµήλιο ταξίδι έκανε στην Αφρική
και βιάστηκ’ από µαύρο, όταν βρέθηκε εκεί.
Έγκυος ήτανε τότε, που συνέβη το κακό
και δεν το πε σε κανένα, το κρατούσε µυστικό.
Ότι της συνέβη όµως, το ΄φερνε συχνά στο νου,
δίχως να τ’ οµολογάει, του ενός και τ’ αλλουνού.
Όταν γέννησε µονάχα, του συζύγου το παιδί,
τότε τση ΄φυγε το άγχος, που ΄χε µέχρι να το δει.
Το ΄χανε στα όπα όπα, οι παππούδες κι οι γονείς
κι ότι έπαθ’ η µανούλα, δεν το γνώριζε κανείς.
Μα σαν µαύρο εγεννήθη, το εγγόνι της µαµ΄άς,
εξ ανάγκης θα µιλήσει, πρίχου γίνουνε κιµάς.
Οι γιατροί που ρωτήθηκαν, είπαν είναι δυνατόν,
να συµβεί αυτό το πράγµα και το περιστατικόν.
Τη συνέχεια δεν ξέρω, τι απέγινε µετά,
µε την ιστορία τούτη, που ΄χε φέρει βουητά.
Ήταν αρχή του εικοστού αιώνα που συνέβη,
ετούτο το παράξενο, π’ εξήγηση γυρεύει.
Εννιαχωριανός
Γκρεµίζοντας τη σπηλιά
Γρήγορα πέρασε ο χρόνος.
Μα η ανάµνηση εκείνης της µέρας δεν έσβησε ποτέ…
Όταν έσκαψα µε γυµνά χέρια τον πέτρινο τοίχο της σπηλιάς που ήµουν εγκλωβισµένη.
Και µε τις µατωµένες αυτές χούφτες έπιασα τη ζωή µου σφιχτά.
Τη ζωή που παραλίγο κάποιοι πήγαν να κλέψουν.
Όταν το σκοτάδι έπαψε να φωτίζεται από φακούς, αλλά από τον ήλιο…
Μερικές φορές επισκέπτοµαι εκείνη τη σπηλιά.
Μα τρέχω να φύγω όταν τη βλέπω έτοιµη να µε ρουφήξει.
Έτοιµη να πάρει ό,τι εγώ κατέκτησα µε τόσο κόπο· τόσο πάθος.
Ακούω το ουρλιαχτό…
Είναι τα σηµαδεµένα χέρια µου που φωνάζουν.
Που θέλουν να προχωρήσουν χαράζοντας τον δικό τους δρόµο.
Ή καλύτερα να πω, τον δικό µας…
Ειρήνη Καραντωνάκη
Για τον αδικοχαµένο
Κείνο που δεν κατάλαβα µήτε θα καταλάβω
πεσκέσι γιάντα µπέψανε το νιο, του Χάρου σκλάβο;
Για κρίµα που δεν έκαµες κατακαηµένε Αντώνη
σε πνίξανε στη θάλασσα κι ο Χάρος ξεφαντώνει.
Τόση οργή κι ετσ’ απονιά για ποια αφορµή κι αιτία;
Μουδέ κουλούκι να ΄σουνε! Χριστός και Παναγία!
Κρίµας τον παινεµένο νιο, που µπλιο ζωή δεν έχει
κι η µάνα ντου στη µαύρη γης ατζί µπας το κατέχει;
Το σπλάχνος τση πετάξανε στση θάλασσας τον πάτο
κι ε Θε µου πώς θα τση το πεις το θλιβερό µαντάτο;
Τρεις άντρες, τρεις κακόσυροι κι οι τρεις δαιµονισµένοι
σαν όρνια του χυθήκανε, ποιος το καταλαβαίνει;
Το χώµα να τσ’ αναξερνά, το κύµα να τσι δέρνει
κι ο µανιασµένος άνεµος να τσι πηγαινοφέρνει…
Στση µαύρης γης τη φυλακή γεράκι πλουµισµένο
η µάνα που σε γέννησε θα σ’ έχει αγκαλιασµένο…
Αντωνία Μηλογιαννάκη