Η καµάρα στον Κακοδικιανό ποταµό και οι εκλογές
Τση πέρα µπάντας λατρευτή, Κακοδικιού καµάρι
καµάρα ήσουν κι έπεσες σα µάχης παλικάρι.
Τον ποταµό ΄χες σύντροφο, συχνά ΄χατε καυγάδες
πλατάνους είχες αδερφούς, τσελιές είχες για θειάδες.
Στην πλάτη σου εσήκωσες γοµάρια και γοµάρια
στάχυα εκατοµµύρια, κρασιά, ελιές και λάδια.
Πέρασαν από πάνω σου γαµπροί µα και νυφάδες
τραγούδια στράτας άκουσες, πάµπολλες µαντινάδες.
Το µπαϊράκι ήταν µπροστά, λεβέντες µε µπεγίρια
λοξές µαθιές στσι κοπελιές να κάνουνε παιγνίδια.
Μα… οι τοπικοί µας άρχοντες δεν νοιάστηκαν για σένα
τση ψήφους εµετρούσανε, αυτή ΄χαν µόνο έγνοια.
Γι’ αυτό και εις τσι εκλογές, όσοι θα εκλεγούνε
τον τόπο, την παράδοση, τσ’ ανθρώπους να ψηφούνε.
Ηλίας Παύλου Γεωργιακάκης
Σφακιά και τουρισµός
Πίτες Σφακιανές αν φάτε, παραµέν’ η νοστιµιά
κι αν στ’ Ασκύφου ξαναπάτε, φέρτε µου κι εµένα µια.
Να τη δοκιµάσω θέλω κι άµα δέσει το γλυκό,
µε τον οίνο των αµπέλω, στήνω σεφ Ελληνικό.
Που αρέσει εις τους ξένους, τους τουρίστες δηλαδή,
και εισπράττουµε επαίνους για µεζέδων τη… χλιδή.
Από όλο τον κοσµάκι, καταφθάνουν στην Ελλάς,
τους τραβάς το καϊµάκι και ο τρόπος που µιλάς.
Εάν δοκιµάσουν µία, έρχονται κι άλλη φορά,
και ετούτ’ η πανδηµία, ξεκινά απ’ το βορρά.
Στον προορισµό τους πάντα, βάζουνε και τα Σφακιά,
που µυρίζουνε λεβάντα, ∆ροσουλίτες είν’ εκειά.
Μ’ αν περνώντας απ’ τη χώρα, πιούνε κάµποσες ρακές,
γίνεται σε λίγη ώρα, το κεφάλι… ντενεκές.
Με την κούτρα τους καζάνι, σβάρνα παίρνουν τα χωριά
και περνούν στον Αγιάννη, απ’ Ανώπολις µεριά.
Γέφυρα Βαρδινογιάννη, στην Αράδαινα περνούν,
χωριουδάκι ξεχασµένο, όπως κι άλλα που γερνούν.
Απ’ Ασκύφου σε Αγιάννη, εις τα χρόνια τα παλιά,
µε πλακόστρωτο δροµάκι, έφτανες ακροβολιά.
Σήµερα δεν κατοικείται, της Ανώπολης Μουρί
µα το πρόβληµα το κράτος, κάνει πως δεν το θωρεί.
Ξένοι θα µας αγοράσουν, σίγουρα κάποια στιγµή
και θα γίνουµε γκαρσόνια, για του Έθνους την τιµή.
Εννιαχωριανός
Γυµνός είναι ο Βασιλιάς
από το παραµύθι !
Γυµνός είναι ο Βασιλιάς
είπε ένα παιδάκι
και να τον φάνε πέσανε
Γύπες και Ταγοί!
Ένα σφάλµα έκανε
να πεί για την αλήθεια
και πως όλα στη ζωή
δεν είναι παραµύθια!
Ξετυφλωθήκαν οι τυφλοί
ως δια µαγείας
ο ένας τον άλλο κοίταζε
συνολικά µετρούσανε
το µέγεθος βλακείας…
Της αλήθειας είναι εχθρός
ο φόβος και ο τρόµος
και όταν αποκαλύπτεται
ανοίγεται ένας δρόµος!
Ο Βασιλιάς είναι γυµνός
Ω! τι Ωραίος είναι!!!
και όλοι εκτός ενός µικρού παιδιού
είναι: για το θεαθείναι
Μην βαλαντώνεται η ψυχή
γιατί µπορεί να σκάσει
ελεύθερη γεννήθηκε
ψηλά πρέπει να φθάσει!
Γυµνός είναι ο Βασιλιάς
Θεέ µου τέτοιο χάλι,
ντυµένο τονέ θέλουνε
Ταγοί και Παπαγάλοι…..
………………………….,.,,,,
Να µήν ακούεις τους Ταγούς
κάνουνε τη δουλειά τους
άλλη δουλειά δεν έχουνε
να παίζουν τα βιολιά τους
……………………………….
Οι Γύπες είναι ορµητικοί
δεν κάνουνε αστεία
το Βασιλιά στολίζουνε
να πάει << στα Καλιστεία ! >>
…………………………………
για ένα κόσµο καλύτερο……
Μιχάλης Παπαδερός
Σκιάζοµαι µάνα
Ποιος θα του κλείσει τις πληγές που άνοιξαν στο κορµί του
τα πυρωµένα σίδερα, ο πόλεµος κι η οργή,
ποιος θα επουλώσει τις πληγές στην τρυφερή ψυχή του
που έρµο στον κόσµο απόµεινε µια πικραµένη αυγή.
Οι φλόγες της καταστροφής έκαψαν τους γονείς του
µια νύχτα σε µια απόκρυφη ερηµική σπηλιά
που ‘χε στρεχιάσει η φαµελιά… και πόναε το κορµί του
και τρέχαν αίµα οι πληγές σταλιά – σταλιά – σταλιά!
Τον βρήκε η αυγούλα η δροσερή στο βράχο ακουµπισµένο
µ’ ένα κουρέλι πάνω του, τα µάτια του στεγνά,
µε τους γονείς του πλάι του νεκρούς… και µατωµένο
όλο το χώµα γύρω του κι έλεγε σιγανά:
«Ξύπνα µανούλα να µου πεις ποια στράτα ν’ ακλουθήσω
που θα µε βγάλει στην ζεστή που µου ‘λεγες πατρίδα,
πάρε µε µάνα µου αγκαλιά, κρύψε µε για να ζήσω,
σκιάζοµαι… όλα γύρω µου τα σκέπασε η χλαµύδα,
η µαύρη της χαρόντισσας και η µυρωδιά απ’ το αίµα
µε πνίγει µάνα µου, πονώ και δωσ’ µου την ευχή σου,
αλήθεια λέω, το θωρώ, δεν είναι αθώο ψέµα,
άνοιξε τα µατάκια σου, λυπήσου το παιδί σου!»
Και πληγωµένο κι ορφανό πήρε ένα µονοπάτι
δίχως να ξέρει που θα βγει κι έλεγε σιγαλά:
«στείλ’ την ειρήνη Πλάστη µου σ’ όλα της Γης τα πλάτη!»
και δρασκελίζοντας νεκρούς προσώραε στα τυφλά!
∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ∆ΥΟ ΑΕΡΟΠΟΡΩΝ ΜΑΣ ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΑΝ ΣΒΗΝΟΝΤΑΣ
ΠΥΡΚΑΚΙΕΣ ΑΝΟΜΩΝ !!!!
Σµηναγός Χρήστος Μουλάς, 34 ετών,
ο Ανθυποσµηναγός Περικλής Στεφανίδης, 27 ετών.
Απ τη καρδιά µου θέλω εγώ µνηµόσυνο να κάνω
στους δυό αεροπόρους µας στον τάφο τους απάνω
Μα δεν µ αφήνει ο χιονιάς των χρόνων να κουνήσω
γι αυτό τα γράφω από ψυχής έτσι να τους τιµήσω
Αεροπόρος θα γενώ στη γη να µην αγγίζω
νάµαι ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα να σχίζω.
(Α.ΦΡΑΝΤΖΗΣ )
Είπατ’ από µικρά παιδιά αυτό ναι τ’ όνειρό µας
Με τη ψυχή και το µυαλό θα βγει αληθινό µας.
Την προσευχή σας κάνατε το όνειρο να φτάσει
Και τότε θάναι ο καιρός που θα χαµογελάσει
Κι ήρθε ο καιρός και πιάσατε τ’ ονείρου το τιµόνι
Κι γίνατε µέγας αετός που τα φτερά του απλώνει
Ψυχή και σώµα δυνατό, σαν πιάνω το τιµόνι,
να γίνοµαι πότε αετός και πότε χελιδόνι.
(Α.ΦΡΑΝΤΖΗΣ )
Και γίνατε γυπαετοί κι άνοιξης χελιδόνια
στη Μάνα ετραγουδούσατε γλυκά σαν αηδόνια
…….Κι αν η µοίρα το καλεί µια µέρα να πεθάνω,
Θέλω του Χάρου το φιλί µέσα στο αεροπλάνο.
(Α ΦΡΑΝΤΖΗΣ)
Κι ο χάροντας σας ζήλεψε, σας έστησε καρτέρι
Πλάκωσε µαύρη καταχνιά γίνατε πεφταστέρι
Ιούλη µέρα επήρε ΣΑΣ ,ο χάρος στον αέρα
κι ο καύσωνας ο Κλέοντας καταραµενη µέρα.
Σαν αετοί απλώνατε τα δυνατά φτερά Σας
σκεπάζατε φροντίζατε , πατρίδα και ιερά Σας.
Πάντα θα είστε στις καρδιές , µια φωτεινή λαµπάδα
Που θα σκορπά τη λάµψη της σε όλη την Ελλάδα
Όλη η Ελλάδα έκλαψε τον άδικο χαµό σας
.εύχεται ο παράδεισος να’ ναι ο αναπαµό σας.
Η Μάνα όντα τόµαθε σέρνει φωνή µεγάλη
αυτό απού ’παθα µάνα να µη το πάθει άλλη.
Και εξεφώνησε πικρά…µε κλάηµατα και πόνο
και εµοιρολογούτανε µε ηρωϊκό το τόνο
Μέσα στο κήπο της καρδιάς λουλούδι ανθοφόρο
για σας το φύτεψα παιδιά στη µνήµη σας ως δώρο.
Κατάθεση από ψυχής , τιµής και µνήµης φόρο
στους δυό αεροπόρους µας από ψυχής ως δώρο.
‘Κείνοι πού βάλαν τη φωτιά κι άρχισανε ο αγώνας
καλλιά τους είναι να πνιγούν πριν έρθει ο χειµώνας
.
Γιατί οι Έλληνες σωστοί , ποτέ δεν δώσαν δώµα
µόνο στσ’ εχθρούς εδώσανε το µατωµένο χώµα
Γιατί µε τη παράνοµη τη πράξη τους εκείνη
σε φύση και σε σπιτικά σκόρπισαν την οδύνη.
Ήταν κι οι δυό εργατικοί µε φόρµα ακαµάτων
κι έπεσαν µα γραφτήκανε στο σώµα αθανάτων
Νίκος Φλεµετάκης