Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία
Η αισιοδοξία σε πάει στα Ψηλά
η απαισιοδοξία σε οδηγεί στα χαµηλά
Η µιά σε κάνει να πετάς σαν το πουλί
η άλλη να καταπίνεις Όξος και χολή
Γιαυτό νάσαι αισιόδοξος
και στη ζωή φιλόδοξος
να πάρεις ύψος να πετάξεις
φοβίες σου να ξεπετάξεις
να δείς τον κόσµο µε άλλο µάτι
τη δράση ενάντια στο χαγιάτι
Η απαισιοδοξία σε οδηγεί στα χαµηλά
θέλεις -µα σου έχουν πέσει τα φτερά
χρειάζεσαι υποστήριξη να νικήσεις τη φθορά
της απαισιοδοξίας να κοπεί η φόρα
και να ξαναβρεθεί ο δρόµος πρός την ανηφόρα
Με την αισιοδοξία η ελπίδα ζωντανεύει
φτερά σου δίνει και δύναµη σε κυριεύει
µπορείς να πετάς ψηλά σαν αετός
και η απαισιοδοξία σου (να γονατίζει)
ωσάν ο τσακισµένος σου χαρταετός
Η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία
πηγαίνουνε αντιθέτως
Ο αέρας είναι αλλοιώτικος
και τέµνονται καθέτως
Η απαισιοδοξία βέβαια σου βάνει και µυαλό
τα παθήµατα µαθήµατα – βγαίνουν σε καλό
τότε αλλάζει πρόσωπο γίνεται οµορφονιά
φεύγει σαν το πλεούµενο που ανοίγει τα πανιά
Οι δυό κυρίες της ψυχής δεν έχουν να χωρίσουν
τον άνθρωπο υπηρετούν (βουλές να ξεχωρίσουν!)
και της ψυχής τα απόκρυφα
να βγούν στην επιφάνεια
να γνωριστούν µε τα όµορφα
…………………………………………
Ήλιους… να συναντήσουν.
………………………………………..
Έχει ο Ήλιος της Ψυχής
τις Φωτεινές και Σκοτεινές πλευρές του
τη µέρα του τη νύχτα του
τις πίκρες τις χαρές του……
Μιχάλης Παπαδερός
Αντιπολεµικό
ΕΙΡΗΝΗ
Περιστέρι λαβωµένο,
Μες στο γκρίζο ουρανό,
H ειρήνη µια κοπέλα,
Με µατωµένο νυφικό.
Ειρήνη πώς το λέρωσες;
Tο νυφικό το άσπρο,
Ειρήνη πώς λαβώθηκες;
Φοβάµαι µη σε χάσω.
………..Η ΕΙΡΗΝΗ ΑΠΑΝΤΑ………..
«Υπάρχουν κάποιοι που δεν βλέπετε,
Με σκοτεινή περπατησιά,
Είναι εκείνοι που στερούνε,
Την ανθρώπινη χαρά».
Εµµ. Θεοδωράκης
Α-γέλη
Το καλό ποίηµα είναι σαν το παλιό κρασί·
έχει γλυκιά γεύση, σε µεθάει και σε κάνει µύστη
της ζωής και του Θεού.
Οι κριτικοί ας προσέξουν· το ίδιο και οι γευσιγνώστες.
Με χρώµα µαυρο – κόκκινο, γράφει όµορφα σαν ζωγραφιά πάνω στις άσπρες µπλούζες.
Ισχνή, µαζί και µεστή υφή και αποτέλεσµα που θα ζήλευε
κάθε φιλόδοξος ψυχοχειρουργός.
Περιπτωσιολογία µηδαµινή που προσφέρεται σε κάθε
επίδοξο µέθυσο.
Το καλό ποίηµα και το παλιό κρασί· µπορείς να αφεθείς
στη γεύση που αφήνει στα έγκατα της ψυχής, να αναρρώσεις
από την ασθένειά σου και γεµάτος χαρά, να τηρήσεις τους όρκους
και τις υποσχέσεις που έδωσες.
Αν η ζωή ήταν απλή, όλοι θα σπεύδαµε να αγοράσουµε ποιητικές
συλλογές και µποτίλιες.
Τώρα, που είναι περίπλοκη, αναµένουµε πεινασµένοι και διψασµένοι.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Τοπίο χέρσο
Τοπίο του κόσµου χέρσο κι ανεπιτήδευτο
µιας µεσιτείας αέναης, µιας ευδοκίας του Θεού,
στέκει για πλήθος ελπιζόντων αναντίρρητο,
τοπίο ανόθευτο, της σκέψης, προσδοκίας του λαού.
Τόπος ευρύχωρος της Γης και τ’ ουρανού,
τοπίο αψηλάφητο, αγνό, κι απείραχτο
µεσ’ στη διεύρυνση ψυχής µας και του νου,
τόπος αχαρτογράφητος, οίκηµα αδήλωτο.
Τόπος απέραντος δικής µας εκπροσώπησης,
και στο γαλάζιο θόλο, νέφος- πρεσβευτές,
κι όλοι εµείς ως µέρος µιας εκτόπισης
µα ιδανικές συνθήκες γύρω προσιτές.
Ένα τοπίο όπου δεν επέµβησαν ακόµη,
στέκει µε όρη, κάµπους, βράχια του γιαλού,
ως πολιτεία, ως χωριό και ως κώµη,
ως περιοχή προστατευµένη από αλλού.
Τοπίο µε τ’ αειθαλή κι αιώνια
σε όλες τις εποχές τα ελέη Του παντού
από µια ανεξόφλητη και Θεία Πρόνοια,
βλασταίνουν όλα γύρω µας ιδού!
Λένα Αλυγιζάκη
Μαντινάδες για το λιοµάζωµα
Τσουνατες µα και λιανολιες
Το λιοφυτο γεµάτο.
Καιρός να τις µαζέψουµε
Πριν πέσουν όλες κάτω.
Πάµε να γίνουµε λοιπόν
Άξιοι µαζωχταδες.
Όταν µαζεύουµε ελιές
Να λέµε µαντινάδες.
Στο λιοφυτο τσ αγάπης µας
Αµέτρητα Μουρελα.
Πρέπει να τα ραβδισουµε
Πάρε τη βέργα κι έλα.
Στο λιοφυτο του έρωτα
Ο δακος δε σιµωνει.
Η δύναµη τσ αγάπης µας
Τον εξουδετερώνει.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
Ρίµες
Ίντα τα θέλεις τα φλουριά, και τα πολλά τα γρόσα,
αφού δεν έχεις αθρωπιά και τιµηµένη γλώσσα.
***
Οι φρονιµάδες κι οι τιµές την έχουνε τη χάρη,
κι όχι τ’ ασηµόχρυσο και το µαργαριτάρι.
***
Το χρήµα πύργους καταλεί, το χρήµα πύργους χτίζει,
κι άλλους ανθρώπους τους τιµά κι άλλους τους ξεφτιλίζει.
***
Παράς ο παντοδύναµος τη σηµερνήν ηµέρα
σαν το σαπούνι το καλό βγάνει την κάθε λέρα.
Αντώνης Πλυµάκης
Στη παλιά πόλη τω Χανιώ
Στη παλιά πόλη τω Χανιώ και σε στενά σοκάκια,
που δεν τα ξαναπάτησα, δεν γνώρισα ως τώρα,
ξεκίνησα να σεριανώ και βλέπω γεροντάκια,
που ΄χα γνωρίσει πιο παλιά, σαν έφθασα στη χώρα.
Κάποιοι µ’ αναγνωρίζουνε κι άλλοι δε µε θυµούνται,
προβλήµατ’ έχουµ’ όλοι µας, απ’ τα πολλά µας χρόνια,
όµως είναι κατόρθωµα και µόνο που κινούνται,
αφού εις τον Πλανήτη µας, κανείς δεν ζει αιώνια.
Πενήντα χρόνια κατοικώ, εις τω Χανιώ τη πόλη
κι υπάρχουνε περιοχές, που δεν έχω περάσει
και συνοικίες µε στενά, που δεν τις ξέρουν όλοι,
µα ΄γω να µάθω σήµερα, η ώρα έχει φθάσει.
Γι’ αυτό το λόγο ξεκινώ, ετούτο το σεργιάνι,
σε άγνωστα κι ακάτεχα, της πόλης µας τοπία
και συνεχίζ’ ακάθεκτος, να τρέχω µάνι µάνι,
για να προλάβω να τα δω, πριν τη… χρεοκοπία.
Φίλους παλιούς αναζητώ, σ’ αυτή µου την πορεία
που δεν γνωρίζω ανέ ζουν ή φύγουν σ’ άλλους τόπους,
καθόλ’ εγώ δεν νοιάζοµαι, για την ταλαιπωρία,
να ΄ναι καλά τα πόδια µου, φίλους να ψάχν’ ανθρώπους.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής
παρέας Χανίων