Η ποίηση είναι
φιλοσοφία
Οι ευγενείς περπατάνε, ποτέ δεν θα τρέχουν.
Ερωτευµένοι θα βιοπορίζονται και θα συλλέγουν απουσίες
όπως η µέλισσα συλλέγει το νέκταρ, από τα λουλούδια.
Με το κοµβόι των αισθήσεων τους, θα κάνουν bullying
στο λούµπεν του επιστηµονικού σοσιαλισµού.
Όταν τους κατατρέχουν- θα ησυχάζουν.
Όταν κοιµούνται – η υπνική άπνοια θα τους κρατάει
σε εγρήγορση.
Στις γραµµές των οριζόντων, οι ακύµαντες λίµνες
που κρύβουν µέσα τους βάθος, θα τους συγκινούν
µε τα εθνικά πάρκα να γίνονται διέξοδος
για την «κραταιά, ως θάνατος, αγάπη».
Κι ύστερα, που το επίγειο τέλος θα πλησιάζει, µόνοι αυτοί
θα µπορούν να φιλοσοφούν, να γράφουν και να διαβάζουν,
ως µαθητές του απείρου κάλλους, ως γητευτές και καλλιτέχνες
του µοναδικού θαύµατος της ζωής.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Αστικές
συµπληγάδες
Εκεί που συνθλίβονται τα όνειρα
…των παιδικών µας χρόνων.
Εκεί που η οµορφιά διαθλάται
στο χλωµό φως της ηµέρας
και στην εκκωφαντική σιωπή της νύχτας.
Σπίτια της ερηµιάς και της εγκατάλειψης
από τις ανθρώπινες ψυχές.
Σπίτια παραδοµένα
στο έρεβος της µοναξιάς.
Έσω µονόλογοι σε τόνο λυγµικό.
Απόσταση ενός άλµατος
ο απέναντι.
Άλµα συνάντησης
σε απόσταση αναπνοής.
Στο βάθος θάλασσα
κι όχι κήπος µε αυταπάτες.
Είναι η ώρα της εξόδου
από το ρωγµώδες κέλυφος της σιωπής.
Είναι η ώρα της πλεύσης
ανατολικά των ψευδαισθήσεων.
Για το ταξίδι στο όνειρο,
µε το φως της ηµέρας.
Το πένθιµο τραγούδι,
του Μουσικού του δρόµου,
το ακούει κανείς;
Παναγιώτης Ι. Κύκλης,
Χηµικός
Μια της ψυχής µου,
πεθυµιά…!!!
Μια Πεθυµιά «χω στη ψυχή
τα µάθια µου πριν κλείσω,
το χώµα που γεννήθηκα
να σκύψω να φιλήσω!!
Στο χώµα που η ΜΑΝΑ µου
ξυπόλητη γυρνούσε,
κι αν τη ρωτούσε,αν πονεί
ποτέ ΤΗΣ δεν πονούσε .
Αφού πονούσε πιο πολύ
‘πό φτώχια και από πείνα
άπου το σπίτι διαφεντεύανε
µέρα, εβδοµάδα, µήνα.
∆ούλα στα σπίτια πήγαινε
καθηµερινή και σκόλη
γι’ ένα κοµµάτι το ψωµιού
στο σπίτι να ΄χουµ΄όλοι.
Μια Πεθυµιά ‘χω στη ψυχή
τα µάθια µου πριν κλείσω
στο τάφο σου ΜΑΝΟΥΛΑ µού
να ‘ρθω να προσκυνήσω….
Με το στερνό προσκύνηµα
τα µάθια µου ας κλείσω
µα’ κει που είσαι ΜΑΝΑ ΜΟΥ
‘ρθώ κι εγώ ΕΣΕΝΑ να φιλήσω!!!
Μάρτη; ‘του 24..
Νίκος Φλεµετάκης
Όρκος τιµής
Σαν στοίχιζ’ εγώ τσι λέξεις, για να βγει κάτι καλό,
σε απόλυτ’ ηρεµία, πρέπει να ΄ναι το µυαλό.
Τσι σωστές για να διαλέξει, δεν είν’ εύκολη δουελιά,
πρώτα ξίνεις το κεφάλι κι ας µην έχει και µαλλιά.
Όπου θέλεις κατευθύνεις, τη ροή των συνειρµών
κι όταν βρίσκεις δυσκολία, λέεις το Πάτερ ηµών.
Η βοήθεια που παίρνεις, είναι όντος αρκετή,
ύστερα ν’ ακολουθήσεις, όποιο διάλεξες στρατί.
Όµως όταν διαθέτεις, πείρα είκοσι ετών,
εις την στιχουργι’ απάνω κουµαντάρεις εαυτόν.
∆εν χρειάζεται ν’ ανοίγεις, λεξικό πολλές φορές,
αλλά ούτε και να κάνεις, δυο και τρεις αναφορές.
Όποιος ίδια γεγονότα, συνεχώς αναµασεί,
µοιάζ’ η ρίµα ντου µε λίρα, κάλπικη κι όχι χρυσή.
Έθιµα παλιά και ήθη, όποιος έχει κατά νουν
δεν χρειάζετ’ υποδείξεις, του ενός και τ’ αλλουνού.
Ιστορίες των προγόνων, επί Τούρκων κι Ενετών,
δίνουνε µεγάλ’ αξία, εις τα χέρι’ ερευνητών.
Μπουνιαλής ήταν µεγάλος, ριµαδόρος τσ’ εποχής,
µε καταγραφές που πέφτουν, σαν τις στάλες της βροχής.
Περιγράφουν τους αγώνες και τα βάσανα παλιών,
που στα Όρη κατοικούσαν, σε κουφώµατα σπηλιών.
Απ’ εχθρούς κυνηγηµένοι κι αλλοδόξους πειρατές,
µα κρατούσανε την πίστη, δεν την έχασαν ποτές.
Και για τούτονα το λόγο, στέκ’ ακόµα η Ελλάς,
αφού δίδαγµα αφήσαν, – Θερµοπύλες να φυλάς-.
Εννιαχωριανός
µέλος λογοτεχνικής
παρέας Χανίων