Καράβι της ελπίδας,
καράβι της χαράς
1
Καράβι που αρµενίζεις,
Μες του πελάου βαθιά,΄
Μην παίρνεις τη χαρά,
Μην παίρνεις τη χαρά,
Παρά µονάχα πάρε,
Καηµούς και καταχνιά.
2
Καράβι καραβάκι,
Ελπίδα µου χρυσή,
Χάρισε τη χαρά,
Σε τούτη τη ζωή,
3
Μην κάνεις διακρίσεις ,
Σε όλους να γελάς,
Λαοί σε περιµένουν,
Καράβι της χαράς.
4
Κι όταν αργείς να φτάσεις,
Θα βγούνε στο λιµάνι,
Κρυφή ελπίδα να χουνε,
Για µποναµά ότι φτάνεις.
5
Μην κάνεις διακρίσεις,
Σε όλους να γελάς,
Ο κόσµος σε προσµένει,
Καράβι της χαράς
LEVANTES
( EMM.ΘΕΟ∆ΩΡΑΚΗΣ)
Των αισθήσεων επικαιρότητα
Έρχεται ο χρόνος που φέρνει
τη νέκρωση των αισθήσεων
και των παθών του ανθρωπίνου σώµατος.
Του προορισµένου για την Ανάσταση,
για την κατάσταση πριν την Πτώση.
Τούτη η κατάπαυση είναι η ανάπαυση
η πλήρης απ’ τις ταραχές του επίγειου κόσµου.
Άρρηκτη η ζωή πριν την πτώση µας,
δες µε τ’ ανοιχτά µάτια της ψυχής!
∆ιότι των αισθήσεων η επικαιρότητα
µε το αυτεξούσιο θέληµα,
και η γεύση, η νοητική εργασία,
η µέτρηση του χρόνου, το ηµερολόγιο,
είναι µικρές, σταχυολογηµένες προσπάθειες
για το αγνάντεµα του κόσµου τούτου…
Το ερώτηµα: Πόση Ειρήνη καταφέραµε
στα µέλη του σώµατος τούτου µας;
Μόνο το µειδίαµα στα χείλη µας,
µπρος στο Φως της Αιωνιότητος πούρχεται.
Όµως, απλά σ’ ένα Αναλόγιο υπάρχει
η Ωδή της ζωής µας.
Λένα Αλυγιζάκη
Κάγκελα
Προσέλαβαν οι άνθρωποι
ως πρωτοµάστορες
το «Εγώ» και το «∆ικό µου».
Και µε περίσσεια τέχνη εκείνα
τα λουλούδια στις αυλές,
που οµόρφαιναν τη ζωή των ανθρώπων,
αντικατέστησαν µε άψυχα κάγκελα,
για να τους προφυλάξουν απ’ τους έξω…
Ήρωες
Όχι, όχι, δεν µοιάζουν µε…
Είναι.
Φανοί θυέλλης.
Οι δικοί µου ήρωες.
Στη γη ετούτη,
π’ οι θύελλες είν’ η δεύτερή της φύση…
Γεώργιος Η. Ορφανός
∆ικαστικές ετυµηγορίες
Αν ήµουν δικαστής,
το φίδι θ’ αθώωνα·
λαίµαργη αν δεν ήταν η Εύα,
το χέρι δε θ’ άπλωνε
το µήλο να πιάσει.
Αν ήµουν δικαστής,
το µήλο θ’ αθώωνα·
ερωτύλος αν δεν ήταν ο Πάρις,
τα µάτια δε θα στήλωνε
την οικοδέσποινα Ελένη να σαγηνεύσει.
Αν ήµουν δικαστής,
το κώνειο θ’ αθώωνα·
δηµαγωγός αν δεν ήταν ο Άνυτος,
το στόµα δε θ’ άνοιγε
τους πολίτες να πλανέψει.
Γ. Η. Ο.
∆ιατροφή κατά παραγγελίαν
Στον τύπο διάβασα προχθές, νοµίζω την Τετάρτη,
είδηση διόλ’ ευχάριστη, για εδικιά µας πάρτη.
Αλλά και σοκαριστική, εν πάση περιπτώσει,
που πάταγος θα προκληθεί, αν έχ’ αλήθειας δόση.
Κοινοτική επιτροπή, ελέγχου των τροφίµων,
π’ εµείς καταναλώνουµε, τροφών µα πολυτίµων,
στην εταιρεία έδωσαν, που τα παρασκευάζει,
την άδεια και σκώληκες, στα υλικά να βάζει.
Τα µακαρόνια να ΄χουνε σκουλήκια πρώτες ύλες,
για να πλουτίζουνε αυτοί, που κατοικούν σε… βίλες.
Ζουζούνια και ζωύφια, που ζούνε µες τ’ αλεύρι,
όλα µαζί ν’ αλέθονται κι άνθρωπος να µην ξέρει.
Να τρώµ’ εµείς τα σπαγγέτι και τσι µακαρονάδες
κι ύστερα πονοκέφαλος, να χουνε και ζαλάδες.
Να τρέχουµε εις τους γιατρούς και το Νοσοκοµείο
και να µην κλείνει εύκολα, τσ’ υγείας το ταµείο.
Χρόνος πολύς να χρειαστεί, για να βρεθ’ η αιτία,
της αδιαθεσίας µας, που είναι αλητεία.
Η άδεια τσ’ επιτροπής, που τρόφιµα ελέγχει,
πως δόθηκε µ’ αντάλλαγµα, αλήθειας δόση έχει.
Μα τούτη την απόφαση, αν δεν την πάρουν πίσω,
µε ρίµα µου νεώτερη, οφείλω να τους βρίσω.
Και θα το κάνω σίγουρα, κάποια στιγµή και ώρα,
ίσως και περισσότερα, να βγούνε εις τη φόρα.
Εννιαχωριανός
Με ζέστη και κρούνους δροσιάς
Σαν καρυδότσουφλο στη µέση του πελάγους· η ψυχή µου.
Φυλάω τα νώτα µου και απολογούµαι κάθε βράδυ
στις Πλειάδες του έναστρου ουρανού.
Αγναντεύω τον ορίζοντα και τα πυροφάνια που φτιάχνουν
οι ψαράδες, για ένα κοµµάτι ψωµί.
∆εν είναι όλες οι µέρες ίδιες· δεν είναι όλοι οι χαρακτήρες όµοιοι.
Καθένας κι ο Σταυρός του· κάθε καλοκαίρι κι ένα αναµνηστικό
που συλλέγω, από τα νησιά που επισκέπτοµαι.
Ο µαΐστρος κι ο λεβάντες σκορπάνε παντού την καθαρτική τους
δύναµη.
Οι φίλοι και τα κορίτσια κι η βίαιη δυναµική του έρωτα.
Σαν βγω απ’ το καβούκι µου θα σ’ αναζητήσω και
µ’ άλµατα ως άσµατα θα βοήσω πως η ζωή είναι το ταξίδι
κι εµείς οι πρόσφυγες στα καταστρώµατα των πλοίων.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Με αγωνία
Ζητώ µία µάνα για να βρω.
Μια µάνα σαν και κείνη που γέννησε το Χριστό.
Μια κόρη τώρα να γεννήσει, µια κόρη που έχει χαθεί από παντού και τηνέ λένε Ειρήνη.
Ν’ ανοίγει σπίτια ειρηνικά, που η αγάπη, εκεί να βασιλεύει.
Ο άντρας να φροντίζει τη γυναίκα µε στοργή κι αυτή µ’ αγάπη να τον συντροφεύει.
Ζητώ µια µάνα να γεννήσει την ειρήνη µέσα στ’ αδέλφια µε δικαιοσύνη να µοιράζονται το βιός χωρίς αντιδικίες.
Μ’ αγάπη δίπλα δίπλα να γερνούν, δεντρά που βγήκαν απ’ τις ίδιες ρίζες.
Ζητώ µια µάνα να γεννήσει την ειρήνη στο πέτρινο πεζούλι της αυλής σαν θα καθίσει, γύρω οι γειτόνοι να στήσουνε χορό κάτω από τη γέρικη κληµαταριά που νάµα το σταφύλι της θα γίνει.
Ζητώ µια µάνα να γεννήσει την ειρήνη, τα εργοστάσια των όπλων να τα κλείσει.
Ν’ ανοίξει άλλα να παράγουνε ψωµί. Κέρδος αναίµακτο να βγάζουν, κι ο θάνατος της πείνας να χαθεί.
Ζητώ µια µάνα να γεννήσει την ειρήνη που ν’ αδελφώσει τους.
Και το µπαρούτι ήλιος του καλοκαιριού να γίνει και να ζεσταίνει µεγάλους και µικρούς.
Ζητώ µια να γεννήσει την ειρήνη, να πάρει απ’ το χέρι τα παιδιά στο βάθος του ορίζοντα. Ελπιδοφόρο το µέλλον ν’ ατενίζει φεγγοβολώντας µέσα στη γαλήνια τους µατιά.
Ιφιγένεια Μποµπολάκη Βουρδουµπά