Καφενεδάκι σε χωριό
Καφενεδάκι γραφικό, στο Βλάτος της Κισσάµου,
αποµεινάρι τω παλιώ, οσµή βγάζει βαλσάµου.
Πελάτες έχ’ ελάχιστους, ένα ή δυο τη µέρα,
αφού τα χωριουδάκια µας, τα σκάζει µια φοβέρα.
Τέσσερα ήταν παλιά, στη γειτονιά µας µόνο
και ξέγνοιαστα περνούσαµε κι ευχάριστα το χρόνο.
Μα τώρα η ερήµωση, τα χτύπησε περίσσια
και σύντοµα για ΄να καφέ, θα φεύγουµε… Πατήσια.
Μ’ αυτό αντέχει και κράτα, στα πόδια του ακόµη
κι ανοίγει καθηµερινά, σ’ αυτό το σταυροδρόµι.
Πάνω στο δρόµο για Μηλιά, είναι θεµελιωµένο,
µα πελατεία λιγοστή, δέχεται το καηµένο.
Περαστικοί οι πιο πολλοί, που ΄χουν λαβείν και δούναι,
αφού περνούνε τακτικά, απ’ το σηµείο που ΄ναι.
Και κατενθουσιάζονται στη θέα του µονάχα,
µε τις περίσσιες οµορφιές, που πλάι του ελάχαν.
Λουλούδια και µυρωδικά, σε γλάστρες φυτεµένα,
βλέπουν οι διαβατάρηδες, µα περιποιηµένα.
Αλλά και φρούτα τσ’ εποχής, κάστανα, σύκα, µήλα,
εγχώριας παραγωγής, φορτώνεις και… καµήλα.
Η διακόσµηση εντός, του ελαχίστου χώρου,
οµολογεί ξεκάθαρα, το τάλαντο τ’ εµπόρου.
Που έχουνε οι κτήτορες, ο Γιώργος και η Νίκη
και σίγουρα καθ’ έπαινος, σε κείνους µόν’ ανήκει.
Εννιαχωριανός
Αναρωτήθηκες ποτέ;
Ποιος θα µου πει αν κάποιος κάποτε κάτι είπε;
Σε ποιον;
Πώς και πού· Πότε και γιατί;
Πώς να µάθω τι σκεφτόταν;
Αν ήταν σίγουρος;
Αν µετάνιωσε;
Πού θα ρωτήσω µια αλήθεια για να βρω;
Στα αναπάντητα αυτά ερωτήµατα µου, απάντηση ποιος θα δώσει;
Και στα αµέτρητα µικρά προβλήµατα µου, λύση ποιος θα βρει;
Σκέφτεται το ίδιο όπως σκέφτοµαι;
Το ίδιο έντονα;
Τόσο πολύ;
Τα βράδια άραγε ποιος άλλος ξύπνιος µένει;
Ποιος ξενυχτάει σκεπτόµενος, απάντηση να βρει;
∆εν ξέρω και αν κατάλαβα, στ’ αλήθεια τι εννοούσε.
Μα ίσως κάποτε, την απάντηση εγώ βρω.
Κάπου.
Και ποιος ξέρει τελικά, τότε τι θα συµβεί…
Ξέρει;
Ειρήνη Καραντωνάκη