Ο απόμαχος βοσκός
Ψιλόβρεχε, μα εκείνος πήγε στην ραχούλα
κι αγνάντευε τα δροσερά πέρα λαγκάδια,
οι στάλες που τον έλουζαν απ’ τη βροχούλα
σαν των αγγέλων έμοιαζαν πως ήταν χάδια.
Πέταξε η σκέψη του στον κάμπο πέρα
μες στα ρυάκια με τα δροσερά πλατάνια,
εκεί που μάγευε παλιά με την φλογέρα
κι αντιβουίζαν οι πλαγιές και τα ρουμάνια!
Τότε που ήταν νιος, βοσκός με το κοπάδι
κι έκανε στρώμα τη δασιά τη χλόη
μετρώντας τ’ άστρα τ’ ουρανού το βράδυ
κι αφουγκραζότανε του γκιώνη το θλιμμένο μοιρολόι.
Ώσπου μι(α) αυγούλα στον καθρέφτη μιας πηγής
είδε πως ήταν άσπρα τα μαλλιά του
και θάρρεψε πως του είπανε τα ρόδα της αυγής
πως ήρθαν και σε κείνον πια τα γηρατειά του!
Κι έδωσε την ευχή και το κοπάδι στο παιδί του,
να δρασκελίσει τα γκρεμνά δε το μπορούσε πλια
και τώρα, κάθε αυγή, ακουμπώντας στο ραβδί του,
στη ράχη βγαίνει και θυμάται τα παλιά…
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
Ο άθρωπος στη φύση
Ίντα κατέει κάθα εις που βρίσκεται στη φύση
έμαθε, είδε, ρώτηξε, πρίχου τη γη αφήσει;
Μιας και μας έμπεψ’ ο Θεός να κάμουμε λημέρι
εκάτεχε ιντάδουδε στου κάθα νιους το χέρι.
Στσι ζούγκλες π’ απλωθήκανε οι πρώτοι μας προγόνοι
εκάμαν ότι έπρεπε για ν’ ανοιχτούνε δρόμοι.
Με ολοήμερη δουλειά κι αγώνα που εκάμαν
εμαζωχτήκανε πολλά με τον καιρό πλησιάναν.
Εκειά στα όρη στα βουνά, στα δάση απου ζούσαν
με πέτρες, ξύλα και κλαδιά θροφή αναζητούσαν.
Τα πρώτα που πετύχανε ήτονε με δουλειά
ζώα εκυνηγούσανε επιάνανε και πουλιά.
Επά γενήκανε φυλές κόντρα η μια στην άλλη
νικήτρια στον πόλεμο ήταν η πια μεγάλη.
Με τον καιρό μερκές φυλές απόχτησαν και όπλα
τσ’ άλλες επολεμούσανε απούταν παραδίπλα.
Δε σταματήσαν ως εκειά γινήκανε και κράτη
μα στον αλληλοσκοτωμό κιανείς δε βρίστει άκρη.
Με ούλ’ αυτά που γίνηκαν θαρρώ πιστεύουν ένα
που ότι κι αν στείλει στη ζωή δεν εξαιρεί κιανένα.
Ο κόσμος ο σημερινός θωρεί καλά στη φύση
κάνει εδά ότι μπορεί να τηνε συντηρήσει.
Πράμ’ άλλο δεν ποθεί κιανείς σε τουτονέ του κόσμου
παρά μια φύση μ’ άρωμα βασιλικού και δυόσμου.
Μαδαρίτης
———–
Αποκρατικοποίηση
Αποκρατικοποίηση, ξεπούλημα εν γένει
σε ότ’ ακόμ’ Ελληνικό, ατόφιο παραμένει.
Με άλλα λόγι’ εκποίηση του Εθνικού μας πλούτου
οι σύμμαχοι κι οι φίλοι μας δουλεύουν επί τούτου.
Να μας υποχρεώσουνε να ‘ρθουμε στο σημείο
τα πάντα να πουλήσουμε να κλείσει το ταμείο.
Γιατί δεν είμαστ’ ικανοί εμείς να διοικούμε
δημόσια ‘πιχείρηση να μην τσαλαβουτούμε.
Χωρίς αιδώ τα βάζουμε τα χέρια μας στο μέλι
και ύστερα τα γλείφουμε σαν το μιτσό κοπέλι.
Κι αντί για να δικάσουνε κουμπάρους κι ατριβόλους
και να τους κλείσουν φυλακή τσ’ αφήνουνε εώλους.
Μέχρι να την τινάξουνε οριστικά την μπάγκα
και να μας πουν στην υστεριά πως τα φα’ η… μαρμάγκα.
Έτσι πηγαίνει τ ο κακό σαν τον κακό καιρό μας
απ’ την απελευθέρωση μέχρι των ημερών μας.
Αν κάποιους εδικάζανε από τα πρώτα χρόνια
πρόβλημα δεν θα είχανε ούτε και τα εγγόνια.
Παράδειγμα θα ήτανε οι δικασμένοι κλέφτες
και όλοι οι παράνομοι κλεμμένων αποδέκτες.
Όμως αποφασίσαμε να τα πουλήσουμ’ όλα
εις τα κεφτρόν’ ανάμεσα μη γίνει καραμπόλα.
Αφού εισπράξαν βέβαια τη σχετική τη μίζα
για να τελειώσει η δουλειά, να πάρει και τη βίζα.
ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΕΥΔΑΠ κι επιχειρήσεις άλλες
ξεπουλήθηκαν εύκολα σαν ποδοσφαίρου μπάλες.
Όπως και της Αγροτικής το υγιές κομμάτι
που το πουλήσανε κι αυτό τους έμπαινε στο μάτι.
Κι απόμεινε στους Έλληνες μονάχα η σαβούρα
να τη διαχειρίζονται με γκρίνια και μουρμούρα.
Εννιαχωριανός