Για την αγκαλιά
Στην αγκαλιά σου αν βρεθώ
Μία ώρα κάθε µέρα.
Τις έννοιες και τα βάσανα
Όλα τα κάνεις πέρα.
Στην αγκαλιά σου θα θελα
Να µαι πρωί και βράδυ.
Να µη µε βρίσκει µοναχό
Της θλίψης το σκοτάδι.
Η αγκαλιά σου κιβωτός
Μεγάλε έρωτα µου.
Εκεί θα µπω για να κρυφτώ
Απ τα προβλήµατα µου.
Η αγκαλιά σου αφορµή
Πού’µαι δυστυχισµένος.
Κι ο ουρανός τση σκέψης µου,
Μουντός, συννεφιασµένος.
Η αγκαλιά σου µία πηγή
Όταν διψάσω πίνω.
Με του σεβντα σου τον νερό
Αθάνατος θα γίνω.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη
Η γιαγιά Αικατερίνη
Απ’ το παράθυρο που άνοιγε εκείνη
να πάρω φέρει ξανά απ’ τον κόσµο,
που ως την απλή της, αχυρένια κλίνη,
δροσάτος έµπαινε µε οσµή από δυόσµο…
Απ’ την µικρή της, απλή θύρα,
που απ’ την αυλή της µπαίναν τα µύρα
στο παραπέτασµα Ναού – ταβάνι
που ουράνιο κι Άκτιστο η απλότης κάνει…
Για τη γιαγιά µας Αικατερίνη
µε όσα κράτησε σαν λάµπα η µνήµη
πάνω σε τοίχο πηλού και πέτρας
που κατεδάφισε ο χρόνος, µέτρα…
Μα το τραπέζι της µεσ’ την οµόνοια
θαρρώ αναφαίνεται µέσα στα χρόνια
µε την απέριττη νοικοκυροσύνη
απ’ την γιαγιά µας Αικατερίνη…
Όλες οι γλάστρες της στη βεράντα
κι ό,τι καλό της, δεν εχάθη,
αλλ’ απόµειναν θαρρώ για πάντα
σµίγοντας στην Ανάσταση µε τ’ άνθη!
Στ’ άνυδρα χρόνια µας να ξαναφέρει
νερό κατάκρυο απ’ τη βρύση
µες τα πλατάνια, απ’ τη φύση
και ν’ αναδύονται όλα τα µέρη…
Μες τους καιρούς µας βίωµα, βάµµα
απ’ τη ροδιά της, τους ελαιώνες,
να επανέλθουν ας γίνει τάµα
να γίνουν χρώµα µας και στους χειµώνες.
Κι αυτοί µνηµόσυνο οι στίχοι νάναι,
ωσάν οι µέρες της να περνάνε
ως φεγγοβόλες, παγκόσµιας ∆όξης,
µε το ιλαρό γήρας δικής της όψης!
Λένα Αλυγιζάκη