Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Αγιά Σοφιά
Πολλώ χρονώ γενήκαμε ακούγαμε ειδήσεις
οι τελευταίες τουτεσές σκέτες παραξηγήσεις.
Μόνο τροζός αν ήτονε στη διπλανή Τουρκία
παλιά παπούτσια θα ‘γραφε και νόμους και φιλία.
Κατέμε δα απού παλιά από λαούς βαρβάρους
ίντα φιλιές βαστούσανε θυμίζουν γιανιτσάρους.
Εδά θα το πιστέψουνε σε ούλη την Ευρώπη
με μιας πως εχαθήκανε όσοι ‘πομείναν τρόποι.
Θα ξεχωρίσουνε εδά οι Χρισιανοί κι οι Τούρκοι
γείτονες συνηθίσανε και γίνανε μπουλούκι.
Τσι νόμους του πολιτισμού σαφώς παραβιάζουν
θαρρούν οι απολίτιστοι Ευρώπη πλησιάζουν;
Πολλοί λαοί περνούσανε, αφήνανε και χρήμα
θαύμαζαν Ιουστινιανού το πια λαμπρό ντου κτίσμα.
Πάντα τζη η Αγιά Σοφιά ήταν και είν’ ωραία
ούλος ο κόσμος θαύμαζε ψηφιδωτά κι αρχαία.
Σήμερο κι οι Οθωμανοί που γράμματα κατέχουν
μένουν με στόματ’ ανοιχτά τα γίβεντα σαν βλέπουν.
Βέβαια κόσμος πεθυμά μια αλλαγή να γίνει
όι να καταστρέψουμε ότι καλό ‘χει μείνει.
Καιρός να ‘ρθούμε ούλοι μας εδά στα σύγκαλά μας
Πλάστης απού ‘ναι στα ψηλά βλογά τα βήματά μας.
Θεός απού ‘ναι ουρανό στα ψηλά βλογά τα βήματά μας
θαρρώ πως θένε οι λαοί αμονοιασμένοι νάναι.
Μαδαρίτης

Μαντινάδες για τη Θάλασσα
Ο θησαυρός της θάλασσας,
Κοχύλια και κοράλλια.
Λογιω-λογιω στολίζουνε
Της Κρήτης τ ακρογιάλια.
Στην αγκαλιά της θάλασσας,
Θέτω όντε νυχτώσει.
Ταξίδι κάνω στ όνειρο,
Μέχρι να ξημερώσει.
Όταν θα δω την θάλασσα
Να ναι φουρτουνιασμένη,
Θαρρώ πως μοιάζει με καρδιά
Που ναι ερωτευμένη.
Κάθε που αφουγκραζομαι
Της θάλασσας τη δίνη.
Λύνει τους κάβους η καρδιά
Ταξιδευτής να γίνει.
Νεκταρία Θεοδωρογλάκη

Αγιά Σοφιά Αρχόντισσα
Αγιά Σοφιά αγέρωχη
στάθηκες στους αιώνες.
Δεν σε κλόνιζαν άνεμοι
μπόρες, ούτε τυφώνες.

Βάναυσα χτυπήθηκες
στο βάθος των αιώνων
κι οι πληγές επουλώθηκαν
στο πέρασμα των χρόνων.

Η θάλασσα τώρα φούσκωσε
για να σε καταπιεί.
Μα εσύ Αγιά Σοφιά
παίρνεις απ’ αλλού πνοή.

Το ένδυμά σου άυλον
ως την αιωνιότητα.
Κι ας δέχεσαι χτυπήματα
από την ανθρωπότητα.

Αγιά Σοφιά που στις ψυχές μας
μένεις χαραγμένη.
Ήσουν κι είσ’ η Αρχόντισσα
σ’ όλη την Οικουμένη.
Μαρία Κανδηλιεράκη

Το αθέατο κελί
Εσύ, εγώ και μια φεγγαραχτίδα
γνωρίζουμε τ’αθέατο κλειδί
π’απόθεσε μιας νύχτας η σιωπή
στο μέρος της καρδιάς.

Μάθε, με καταδέχτηκε απόψε το φεγγάρι,
ζευγάρωσε με τη χλομάδα της ψυχής
κ’έβαψε γύρωθέ μου το τοπίο
με την απόχρωση της μοναξιάς.

Και μια φεγγαραχτίδα τοσοδούλα
εστράλιαξε στο μέρος της καρδιάς
κι αρχίνησε παιχνίδι πεθυμιάς
στου ακριβού κλειδιού το αντιφέγγισμα.

Κι εγώ, το άδραξα.
Ξεκλείδωσα την πόρτα της ψυχής
μα η κάμαρα της ήταν αδειανή,
εκείνη που ‘συ έβαψες στο χρώμα της ελπίδας
(πράσινο)…θυμάσαι;

Τ’ανάκλιντρό σου αδειανό στο βάθρο
παρθένο απ’ανθρώπου επαφή,
σαν σε προσμένει αφέντρα και κυρά του
μια αιωνιότητα και άλλο τόσο.

Και πάνωθε στο ράφι μου γελάς,
γέλιο αγγελικό, μαρμαρωμένο,
φυλακισμένο στο χρυσό περβάζι
μαυρόασπρης φωτογραφίας.

Σε σίμωσα…
Μάτια μεγάλα, μαύρα, γελαστά,
αμπάρα σφαλιχτή στα σώψυχά σου.
“Ως πότε”; (σου απεύθυνα το λόγο),
μα συ…σιωπή….

`Εκοψα φεγγαρόφετα
απ’τον πλατύ το δίσκο της σελήνης,
την πήρε η μικρή φεγγαραχτίδα
να σε φωτίζει, μη χαθείς
αν κάποτε κινήσεις για να ‘ρθείς.
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης

Να πούμε και για τον έρπη
Αδερφοχτέ μου είδα σε, πόψε στα όνειρά μου
και μου ‘λεγες και μου ‘λεγες, για τ’ άλλο πρόβλημά μου.
Κάτσε και γράψε φίλε μου, για τούτονα τον έρπη,
που πόναγες και έφτασες, ως του γκρεμνού το δέτη.
Κι ήρθαν στο νου μου κείνανα, τον περασμένο χρόνο,
Σεπτέμβρης μήνας ήντονε και μια ουλιά ‘χα πόνο.
Ένα σπυράκι έδειξε, στη χέρα μου απάνω,
μέσα μεριά τον άγκονα και λίγο παραπάνω.
Κουνούπι θα με τσίμπησε, είπα μονολογώντας,
λίγη αλόη του ‘βανα, τα πάντα αγνοώντας.
Μα το σπυράκι ζώστηκε, με τρία φουσκαλάκια
και τότεσου αρχίνησαν, λίγο τα ποναλάκια.
Οι ώρες ως περνούσανε, εσφύγγανε οι πόνοι
και στο Σφηνάρι ήμασταν, με τη συμβία μόνοι.
Δυο μέρες σαν περάσανε, λίγο ‘χε κοκκινίσει
και πόνος εις τον ώμο μου, είχε αρχινίσει.
Γιατροί δύο με είδανε, δεν ξέρανε ειντά ‘χα
μόν’ ο Μιχάλης είπε μου, έρπης, μην είναι τάχα;
Depon να παίρνω μη πονώ και αλοιφή να βάνω,
μ’ ο πόνος εδυνάμωνε, ρώταγα ντα να κάνω.
Πόνοι φριχτοί με ζώσανε, στον τοίχο κουτουλούσα,
παυσίπονα έπαιρνα πολλά, να κάτσω δε μπορούσα.
Φίλος γιατρός τότ’ είπε μου, από τη Γερμανία,
lyrica να παίρνω και tramal, που φέρνουν κι υπνηλία.
Κι ηρέμησα αδερφοχτέ, πονούσα σα τς αθρώπους,
ώσπου ο χρόνος γύρισε, μετ’ από τόσους κόπους.
Τέσσερις μήνες πέρασα, με αγκαλιά τον έρπη,
κανείς να μην το πάθει εύχομαι, μηδέ κι η θειά μ’ Ευτέρπη.
Σου τα ‘γραψα αδερφοχτέ, ο κόσμος να τα μάθει,
και βάλε μυαλό όπου το βρεις, κι εσύ μη κάνεις λάθη.
Σφηναριώτης

Τα βάσανα του έρπη
Σε συμπονούσ’ αδερφοχτέ, στον πόνο σου απάνω,
που έρπης σου κολλήθηκε και γω τον ύπνο χάνω.
Σ’ έπαιρνα στο τηλέφωνο, να μάθω ίντα κάνεις,
που δε μπορούσες τη φωτιά, στο τζάκι να συμπαίνεις.
Ψαράκι ήθελες ψητό, παϊδάκι και μπριτζόλα
και έπρεπε η Φωτεινή, να σου τα κάνει όλα.
Πέρυσι το Σεπτέμβριο, ξεκίνησε με φόρα
και σ’ έφερε με το στανιό, δυο τρεις φορές στη Χώρα.
Γιατροί που επισκέφτηκες, δε βρήκαν την αιτία,
μόν’ ο Μιχάλης στάμπαρε, του έρπη την εστία.
Πολύ σε ταλαιπώρησε, ετούτονα το φρούτο,
που δε ξεχνιέται εύκολα, στον ψεύτη κόσμο τούτο.
Και γω κάποια σπασίματα, σε χέρια και σε πόδια,
επέρασα και άντεξα, με δίχως μοιρολόγια.
Αυτά συμβαίνουν στη ζωή, και μια φορά και δύο,
με τόνο φιλοσοφικό, ετούτο αναδύω.
Μα σαν είναι περαστικά, και φεύγουνε και πάνε,
τα λησμονούμε εύκολα, και συ το ίδιο κάνε.
Κι όταν χωρίς προβλήματα, υγείας θα βρεθούμε,
θα πιούμε και τσι κούπες σας, παλιά να θυμηθούμε.
Βλάτος Σφηνάρι και Μηλιά, τα έχουμε τσουγγρίσει,
σας φορές στο παρελθόν κι σας είχαμε και κρίση.
Η άδολη φιλία σας, θα ξαναβγεί στη φόρα,
όταν θα φύγ’ ολότελα, του κορονιού η μπόρα.
Χίλια καλώς εδέχτηκες, τον Πέτρο και τη Μάχη,
που ήρθαν απ’ τη Φλώριδα και στέκονται σας, βράχοι.
Εννιαχωριανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα