Καρτερώντας την Άνοιξη
Ο έρωτας µε την άνοιξη πιασµένοι χέρι – χέρι
πρόβαλαν, κι έστρωσε χαλί ο Μάρτης να διαβούνε
κι όλα της γης τ’ αταίριαστα να βρούνε
ψάχνουν ταίρι
να ζευγαρώσουν και γλυκά
να σφιχταγκαλιαστούνε.
Θαρρείς κ’ η αυγούλα πιο λαµπρό το πέπλο της τ’ απλώνει,
καινούργιες πλέκουνε φωλιές στο δάσος τα πουλιά
κι οι κάµποι ένα βελούδινο τους έστρωσαν σεντόνι
κι όλα τα πλάσµατα της γης τους στέλνουνε φιλιά.
Κι η θάλασσα τους καρτεράει γλυκιά γαληνεµένη,
το κυµατάκι ανάλαφρα θαρρείς της τραγουδεί,
µε βότσαλα τους καρτερεί κι η ακρογιαλιά στρωµένη,
κι ο µπάτης µε τη λύρα του γλυκά τους πλέκει ωδή.
Το σκουληκάκι µε χαρά τους βλέπει και γελάει
κι ανάρια από την κρύφια του φωλιά βγαίνει στο φως,
το δίχτυ της περίτεχνα κι η αράχνη το κεντάει,
και βγάζει χλόη να τους δεχτεί κι ο βράχος ο σκληρός.
Τώρα το γάργαρο νερό στις ρεµατιές κυλάει
και µοιάζει µε νανούρισµα ανάλαφρο γλυκό,
κι ότι απαντάει στο διάβα του θαρρείς πως το φιλάει
όπως η µάνα η στοργική στην κούνια το µωρό.
Κι η αγράµπελη µοσχοβολιές τον άνεµο γιοµίζει,
και τα λουλούδια όλα της γης τους στέλνουν ευωδιές.
Μα και η βρυσούλα η απόµακρη πως τους καλωσορίζει
θαρρείς µε το τραγούδι της στις ώριες λαγκαδιές.
Ο έρωτας µε την άνοιξη ζευγάρι θα είναι αιώνια
του Πλάστη είναι αναντίρρητα νόµος και προσταγή.
Ισόβια θα µας το λεν στ’ αµπέλια τα τριζόνια
και της ζωής η ανάσταση στη νεκρωµένη γη.
Ας φέρουµε την άνοιξη κι εµείς µες στην ψυχή µας
να λάµψουν απ’ τον ήλιο της τα ωραία ιδανικά,
να κλείσουν όλες οι πληγές που αιµορραγούν στη γη µας
αιώνες µας εκλιπαρούν χειλάκια αγγελικά.
∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων και άλλων πολλών Πολιτιστικών Συλλόγων
∆ικαίωση και τιµωρία
για τα Τέµπη
Ουδείς Θεός το θέλησε ψυχές να τιµωρήσει
και, σε ορφάνια µάνες, γιους και κόρες να αφήσει.
Ήτανε χέρι ανθρώπινο, δόλιο και σιχαµένο
που ‘χε ψηλά το δάχτυλο, τέρας µα… καλυµµένο.
Μια συµµορία ολόκληρη, στα Τέµπη όλο σκυλεύει
και συνεχίζει ακάθεκτη, συγκάλυψη γυρεύει,
ένα ακόµα έγκληµα να κάνει, για να κρύψει
όλα όσα βλέπει ο λαός και δίκαια, έχει φρίξει.
Θυσία µπορεί νά ‘γιναν µα, τη δικαίωση τους
σίγουρο είναι πως θα βρει η άσπιλη ψυχή τους.
Μυριάδες, λαοθάλασσες είναι ο λαός που βγάζει
κραυγή στεντόρεια παντού, µε πάθος το φωνάζει,
ζητά παραδειγµατική, σκληρή την τιµωρία
των ένοχων, να µη συµβεί ποτέ άλλη ιστορία
παρόµοια και άδικη. Το σάπιο για να διώξει
από τη χώρα, τους θεσµούς, στο βάραθρο να σπρώξει.
Πατέρες, µάνες, αδελφοί, θα µείνουµε κοντά σας,
ένα ακόµα στήριγµα στον πόνο της καρδιάς σας
κι όλοι µαζί, µια αγκαλιά όλοι, θα πορευτούµε
το δρόµο της δικαίωσης και, νικητές θα βγούµε.
Ένα είναι το σίγουρο, από Βορά ως το Νότο,
τη ∆ύση ως Ανατολή πως, µε µεγάλο κρότο
θα πέσει από τα ψηλά ο φταίχτης που, θυσία
έκανε ανθρώπους µε στυγνή, φριχτή δολοφονία.
Γιάννης Ροζάκης
Αυτό που θέλω να γίνω
Περίοπτη θέση κρατούσε µες στη µνήµη του·
την θυµόταν όταν σκοτείνιαζε και τις µέρες που έβρεχε.
Παλεύοντας µε τους λογισµούς και τις εσωτερικές
συγκρούσεις περνούσε τον καιρό του.
Βηµάτιζε πάνω στο άπειρο, διαλεγόταν µε το µηδέν
ερωτευόταν τους υπερτελείς και τους συµµιγείς αριθµούς.
Κρατούσε στο λογιστικό κοµµάτι της ψυχής τα αµαρτήµατά του
και τα εξαγόρευε όποτε το βάρος τους δεν ήταν πια υποφερτό.
Εγκλώβιζε τις στιγµές µετρώντας τον αριθµό των τσιγάρων
που κάπνιζε.
Εκείνη ζούσε σε κάποιο κοµµάτι του παζλ που αυτός προσπαθούσε
να συναρµολογήσει.
Φτάνοντας το κενό, το αποµόνωσε και το έκανε µονοσύνολο
για να πάψει να υπάρχει.
Σκεπτόταν, έγραφε, κάπνιζε· η ζωή κυλούσε ήρεµα κι αυτός τελικά
έγινε ο µόνιµος και ισόβιος παρατηρητής του νου και της καρδιάς του
δηλαδή ποιητής.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Αν ήσουν
[ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ]
Αν ήσουν φως, θα φώλιαζες στου κόσµου τα σκοτάδια…
κάθε σου αχτίνα θα ’τανε κρυφή παρηγοριά,
δε θα κρατούσες µυστικά τα παγωµένα βράδια,
ανάµεσα σε όνειρα και µυθικά θεριά.
Αν ήσουν πάθος κάποτε, κρυφά θα σταµατούσες
σε µιας αγάπης σου παλιάς τη µυρισµένη αυλή…
µε παγωµένα αισθήµατα θα της ξαναζητούσες,
όπως εκείνο τον καιρό, ένα γλυκό φιλί…
Αν ήσουν χαµόγελο… θ’ άνθιζες κάποια µέρα
στα παιδικά τα πρόσωπα, τα µελαγχολικά…
αυτά που στερήθηκανε το γέλιο του πατέρα,
της µάνας τ’ ακροδάχτυλα σε χάδια στοργικά…
Αν ήσουν δάκρυ, θα ’τρεχες στους κάµπους σαν ποτάµι,
θα πότιζες στο διάβα σου και δέντρα και πουλιά,
µα θα ’σουν επικίνδυνο για τους θνητούς τσουνάµι,
πριν να βρεθείς στης θάλασσας την άγνωστη αγκαλιά…
Αν είσαι τ’ αυτονόητο… κάτσε να ξαποστάσεις,
για άλλους είσαι αριθµός, για άλλους είσαι αστός,
µέσα σε σιδερόφρακτες ορδές κι επαναστάσεις,
και σ’ αυτούς που θέλουνε να ζεις γονατιστός…
Αν ήσουν άστρο, θα ’σουνα στο τέλος του απείρου,
µακριά απ’ τη µαταιότητα κι απ’ αυτή τη Γη…
θα ’σουνα ξύπνηµα γλυκό στο τέλος του ονείρου…
ο Εφιάλτης θα ’παυε να σε καθοδηγεί…
Τα όνειρά σου θα ’βλεπες σε µια γωνιά του δρόµου,
σταγόνες απ’ το αίµα σου να τα διακοσµούν,
σε κυβερνά το άδικο και τα κενά του νόµου…
κι έχεις τους δήθεν γύρω σου να σου χαµογελούν.
Μα βλέπεις, είσαι αληθινός, µόνο αυτό θυµήσου…
ανάµεσα σε ζωντανούς και σε νεκρούς µαζί…
πιάσε µε χέρια στιβαρά κάποτε τη ζωή σου,
δώσε της το δικαίωµα, ανθρώπινα να ζει!
Θανάσης Πατερακης
Πρόεδρος του Συλλόγου Στιχουργών Ν. Χανίων Μέλος της ∆ιεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Καλντερίµι
Περπατάει τα πόδια σέρνοντας στο στενό σοκάκι του λιµανιού, πέρασµα για τους ντόπιους που κατευθύνονται στα διάσπαρτα µαγαζάκια που ξεφυτρώνουν σε κάθε πλευρά του.
Αέναη κίνηση, αέναος ο κύκλος της ζωής.
Ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι νέο εκκολάπτεται και γεννιέται. Τα χέρια στις τσέπες .
Μια ριπή ανέµου γέµισε αέρα τα µαλλιά της.
Τα µάτια της φωτιά. Το τώρα ανικανοποίητο κραυγάζει µάταια στην ποδιά του πεπρωµένου.
∆ακρύζει η νύχτα ενώ το χθες διαλύει το τελευταίο του ψέµα στη θέα του έναστρου ουρανού. Χίλιες µικρές κουκίδες: λαµπερά, αθώα αστέρια τον δρόµο χαράζουν του γυρισµου…
…σε µια πατρίδα µε εικόνες – θύµησες ενός κόσµου που θα αποκαλεί «δικό» της.
Ελένη ∆ασκαλάκη