Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Χαιρετισμός  για την καινούργια σχολική χρονιά
Εσένα που η μοίρα σου ‘ταξε τις γνώσεις να σκορπίσεις,
φέγγος να λάμψουν πλιότερο τα ωραία ιδανικά
μην το ξεχνάς, εμπόδια μύρια θα συναντήσεις,
μα μη λυγίσεις και μπροστά προχώρα σταθερά.

Αθώα μάτια θα κοιτούν τα μάτια της ψυχής σου
και θέλουν να ναι ξάστερη η ματιά τους, λαμπερή,
το φως τους θα ‘χουν οδηγό μα και η γλυκιά η φωνή σου
απαντοχή κι ελπίδα τους θα ‘ναι μες στη ζωή.

Εσύ ‘σαι ο πρωτομάστορας, κι έχεις μεγάλο χρέος
σωστά να χτίσεις της ζωής τα βάθρα, στερεά,
στην άμμο πύργος κι αν χτιστεί, όσο κι αν είναι ωραίος
συντρίμμια γίνεται με μιας στο κύμα του βοριά.

Να τα μετράς τα λόγια σου και δίκαια να κρίνεις
τη ζυγαριά στα χέρια σου να την κρατάς γερά
και να θυμάσαι όταν τροφή στη ερινύες δίνεις
όσο θα ζεις, θα σου τρυπούν το νου και την καρδιά.

Μα σαν θα φτάσεις στην κορφή, με σώμα αποσταμένο
σαν μια θεά πεντάμορφη η δικαίωση θα ‘ρθει
κι όλος ο κόσμος θα σε δει δαφνοστεφανωμένο
και μιαν αγάλλιαση γλυκιά θα νιώσεις στην ψυχή.

Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής,
μέλος Πνευματικών Δημιουργών Χανίων

Όταν το ένστικτο μιλεί
Παιδάκια μεγαλώναμε, στις γειτονιές του Βλάτους
και κυνηγούσαμε πουλιά και ποντικούς σε βάτους.
Στα ξεροκάμπια τρέχαμε, όλα μαζί παρέα,
ξυπόλητα τσι πια φορές, μα χρόνια ‘ταν ωραία.
Για μπάλα εκλωστούσαμε, άδεια γαλατοκούτια
και βγαίναμε σε χαρουπιές, σαν βλέπαμε χαρούπια.
Νόστιμο χαρουπόμελο, είχαν που μας τραβουσε,
αν και ο κόσμος στα χωριά, σπανίως επεινούσε.
Λάδι, ψωμάκι και τυρί, παπούδια στο τραπέζι,
κότες κι αυγά δεν λείπανε και ντόπιο πετουμέζι.
Την κατοχή δεν γνώρισε, εκεί ο κόσμος πείνα,
μα αγγαρίες πήγαιναν, όλοι τα χρόνια κείνα.
Οι Γερμανοί εργατικά, ψάχνανε να βρουν χέρια
και τα επιστρατεύανε, χειμώνες καλοκαίρια.
Για πάντα ενομίζανε, πως θα ‘μεναν στη Κρήτη,
τέσσερα χρόνια συναπτά, μας μπαίνανε στη μύτη.
Σαν χάσανε τον πόλεμο, άλλαξε το τοπίο,
φύγανε οι κατακτητές, καθάρισε το… πύο.
Μ’ αφήσανε κατάλοιπα, σ’ ολόκληρη τη χώρα,
που μας ταλαιπωρήσανε, τραβήξαμ’ ανηφόρα.
Ο συμμοριτοπόλεμος, δεινά ‘φερε μεγάλα
και παραλίγ’ οι αφελείς, να χάναμε τη μπάλα.
Οι ξένοι μάσε παίζουνε, πάντοτε κομπολόϊ,
κάνουνε τη δουλίτσα τους και τρωμ’ εμείς τη… χλόη.
Κι ακόμα μέχρι σήμερα, συνβαίνουνε τα ίδια,
μέχρι που πάει να γενεί, η χωρ’ αποκαΐδια.
Μα ο Πανάγαθος θεός, δεν πρόκειται ν’ αφήσει,
το άστρο της Ελλάδας μας, οριστικά να σβήσει.
Λίγες οι χώρες του Ντουνιά, που ‘βγαλαν τόση λάμψη
κι ένστικτο μέσα μου μιλεί, πως πάλι θ’ ανακάμψει.

Εννιαχωριανός,
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων

Λαογραφικά
Στον Αϊ Γιώργη στα Σελιά παράνο παρακάτω
κάθουνται δυο Νοικοκυροί δυο βαροκουραδάροι
μ’ ογείς τον άλλο αναρωτά μα την αναλήθιο σύντεκνε
ποσάνε τα οζά σου πόσες χιλιάδες είναι;
μα την αλήθεια που μνωξες  μ’ οψές αργάς τα μέτρησα
μ’ ο γιός μου κι ο βοσκός μου μ’ εφτά χιλιάδες τα βγαλα
και χωριστά τα στείρα χωρίς τ’ αρνιά με τσι κρηγιούς
δίχως τσι πράβατάρους.

Ριζίτικο παλιό
Αστρο μου κι αστρίτσι μου κι αυγερινέ μου
κι ασπέρινε και χρυσοπράσινε μ΄αϊτέ
Πού’ σουνε το ξημέρωμα το καλό το ξημέρωμα
κι ήρθαμε πα στη γειτονιά στη γειτονιά στην ερωθιά
λέση μου οι γειτόνισσες οι καλές οι γειτόνισες
ίντα γηρεύης ξένο πα στη γειτονιά στην ερωθιά
κάποια κόρη συμπαθώ κι ήρθα να δω αν τηνε βρω
να την εδώ να της το πω τση κόρης πως την αγαπώ.

Μαντινάδες
Εγώ θα κάμω την αρχή πρώτος να τραγουδήσω
και τη καλή παρέα μας να τηνε φχαρηστήσω.

Χίλιως καλώς ορίσατε και βάλετε και κόπο
κι ήρθετε και τιμήσετε τον εδικό μας τόπο.

Η πρώτη αγάπη που καμα είναι που δε ξεχνιέται
γιατί νε πόθος της ζωής και μια φορά γεννιέται.

Το παρελθόν επέρασε ολόκληρο για μένα
αλλά στο μέλλον αγνοώ της τύχης τα γραμμένα.

Γνωμικό
Οι χαρές χαρές είναι ζωή μας
και το τραγούδι είναι βασίλειο.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.

Το χρυσάφι
Το εννιακόσια προ Χριστού στη χώρα τη Φρυγία,
ζούσ’ ένας άρχων πάμπλουτος, με φήμη και υγεία,
που ήτανε και βασιλιάς μα και σοφός, ο Μίδας,
και είχε τόνους το χρυσό, κι ήτανε και … ατσίδας.
Μα ήταν λάτρης του χρυσού και τη φιλαργυρία
την είχε εις το αίμα του μαζί με πονηρία …
Με πονηριά σκεπτόμενος, γεμισ’ ένα πηγάδι
μ’ ένα πολύ καλό κρασί, κι έστησε … παραγάδι.
κι εμέθυσ’ ένα Σειληνό κι αιχμάλωτο τον πιάνει
και, όταν εξεμέθυσε, ανάκριση του κάνει
να μάθει τη σοφία του. κι αυτός δεν παραλείπει
να πει το θάνατο χαρά, τη γέννησή μας λύπη …
κι ότι «είναι προτιμότερο κανείς να μη γεννιέται,
κι αν γεννηθεί, στα γρήγορα τον κόσμο ν’ απαρνιέται …»
Αφού τον «εξεζούμισε …», τον έστειλε «πεσκέσι»
μαζί με δώρα και κρασιά, στη μόνιμή του θέση,
εις τον Θεό Διόνυσο, που ακόλουθο τον είχε
και αν και ήταν και Θεός, πού ήταν δεν κατείχε.
Τότε ο Θεός Διόνυσος, για να ευχαριστήσει
τον Μίδα, του επρότεινε, χάρη να του ζητήσει.
Κι ο Μίδας του εζήτησε τη χάρη αυτή τη μόνη …
ό,τι κι αν πιάνει σε χρυσό να το μετουσιώνει.
Έγινε το χατίρι του κι ό,τι έπιανε γινόταν
χρυσάφι, κι ο «αχόρταγος» πολύ το φχαριστιόταν.
Όμως, όταν κουράστηκε, κι άρχισε και διψούσε,
κι είπε να πάει για φαΐ, γιατί πολύ πεινούσε
και το φαΐ και το νερό χρυσάφι εγινόταν …
κι εφόσον όλοι ξέρουμε, «αυτό», πως δεν τρωγόταν …
ο Μίδας τα «τεζάρισε» από την ασιτία
κι από τη δίψα του χρυσού … που ήταν η αιτία …
Κι αφού ο Μίδας, είδαμε, πως πήγε … απ’ το χρυσάφι,
όλοι οι μεταγενέστεροι, δεν είπαμε … «νισάφι …»
Κι ακόμα μέχρι σήμερα τό ’χουμε για θεό μας
και για «χρυσό» σκοτώνουμε, πατέρα κι αδερφό μας …
Και μας βολεύει η ψευτιά, ο Μίδας πως επλύθη
στον ποταμό τον Πακτωλό και … ετακτοποιήθη …

Παύλος Πολυχρονάκης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα