Σφάλματα προόδου
Πολλά καλά ‘ναι που ‘φερε η πρόοδος στον κόσμο
τσι φίλους και δικούς θωρείς μ’ ένα κουμπάκι μόνο.
Την ώρα που γεννήθηκε ο κάθα εις στη φύση
επήρε θεϊκή εντολή απείραχτη ν’ αφήσει.
Αυτή μας δούδει το ψωμί το καθαρό αέρα
σύννεφα, ήλιο και βροχή που ‘χουμε κάθε μέρα.
Τα όρη τα ψηλά βουνά, δάση, λαγγά, ποτάμια
χαρίζουνε πολλή δροσιά, ζωντάνια, περηφάνια.
Στου κόσμου ούλου τα νησιά, θαλασσινά και ψάρια
με κάθε τρόπο πιάνουνται λαυράκια, καλαμάρια.
Χωριά και πόλεις τρέφουνται και ζούνε απού κείνα
όποιος δεν τρώει γίνεται λελέκι απού πείνα.
Όσπρια και λαχανικά μας φέρανε καινούρια
πολλοί καλλιεργήσανε, φυτέψανε κι αγγούρια.
Μετά την καλλιέργεια είδανε ίντα κάνουν
είδαν τη δεύτερη χρονιά εισόδημα δεν βγάνουν.
Ετσά ‘ναι τα υβρίδια που πρόοδος μας φέρνει
κάθε αγρότης μια φορά στη ζήση ντου τα παίρνει.
Εδά τα πήραν είδηση κι ούλοι παλιά ζητούνε
θέλουνε να ‘χουνε παλιά τη νοστιμιά ποθούνε.
Δε μοιάζουνε τα σύγχρονα με τα παλιά φυντάνια
που ‘χανε τόση νοστιμιά εδά τα βρίστεις σιτάνια.
Η πονηριά περίσσεψε στ’ αθρώπους του καιρού μας
κάμανε οικολογικά όσα ‘χε ο παππούς μας.
Ξαναγυρίζουμε θαρρώ στα τρόφιμα ετούτα
γάλατα, τυροκομικά, λαχανικά και φρούτα.
Απ’ ούλα που τρεφόμαστε, μένουνε και χαλούνε
στην ύπαιθρο, στη θάλασσα κι όπου αλλού πετούμε.
Λάστιχα, ξύλα, σίδερα ότι βρεθεί μπροστά μας
φεύγουνε, χάνουνται μεμιάς όταν βρεθούν μπροστά μας.
Ετσά τη φύση γύρω μας, εμείς τηνε χαλούμε
κι απόης νάναι καθαρή κι υγιεινή ζητούμε.
Ελάχιστοι εμάθαμε να λέμε την αλήθεια
αφού εσυνηθίσαμε ούλοι στα παραμύθια.
Μαδαρίτης
Στους πρώτους δασκάλους
Με σιωπές ξεθώριασαν οι φωνές σας κι ας μας έμαθαν κάποτε τον κόσμο να συλλαβίζουμε:
Λ και Ι για τη λίμνη, Θ και Α για το μέλλον, την ασύνορη θάλασσα.
Των πρώτων δασκάλων τρικάταρτα λόγια, φυλαχτά και εξάντες οι λέξεις σε ταξίδια αφανέρωτα.
Παραχωμένη η θύμηση κάτω από σωρούς συναισθήματα, κι ας μας δείξατε εσείς της καρδιάς πώς χρωματίζεται η έξαψη:
Πορφυρό για το πάθος, μωβ για τη γνώση, πράσινο της αέναης γέννησης. Εβένινα τα δοκάρια, που θα χτίσεις την ύπαρξη.
Παραστάτες ακλόνητοι στην ανηφόρα του χρόνου, που ατελείωτη φάνταζε, κι ας ταφήκατε απρόσμενα, στεφανωμένοι με όνειρα, που η ζωή διακωμώδησε.
Μ και Α για τη μάνα, Χ και Α της χαράς, Θ και Α του θανάτου, Ε και Ρ ερωτήσεις, ερέβη και έρωτες, τα φωνήματα γίναν μοίρες και οι φωνούλες κελιά και λαβύρινθοι.
Πώς θα ήθελα τώρα στους κυκλώνες τη θαλπωρή σας πάλι να έβρισκα, επειδή η ελευθερία δίχως αγάπη αδιέξοδη περιπλάνηση:
– Μη βγαίνεις από τη γραμμή, να εδώ βάλε γιώτα… τραγούδα μαζί μας μια προσευχούλα: Στείλε μου άγγελο προστάτη, που η ψυχή μου λαχταρά, κάνε Θεέ μου να με βάλει κάτω απ’ τα άσπρα του φτερά..
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΑΠΑΝΗΣ
ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ
Ο Ειρηνοδίκης
Μια βολά ήτονε ένας Ειρηνοδίκης,καλός και χαρισάμενος (χαρισματικός) άθρωπος. Εγύριζε δεξά, ζερβά, ανύπαντρος, έρημος και παντέρημος.
Ούλοι λέγανε να παντρευτεί και του κάνανε τσοι προξενητάδες,μα αυτός δεν εθελημάτευγε(τους έκανε τη χάρη).
Με τα πολλά τον καταφέρνει κιαείς(κάποιος) να πάνε να δούνε μια νύφη, σ’ αλάργο (μακρυνό)μέρος, να πούμε από ’παέ (Χανιά)στο Κάστρο.
Μπαίνουνε στο παπόρι να πάνε. Όντεν εφτάξανε, στον τόπο τση νύφης, εμπήκανε στη βάρκα να βγούνε όξω, δε κατέω πως επαραπάτησε, γλίστρησε και πέφτει στη θάλασσα.
Βγάνουνε τόνε παπί. Πάει στο ξενοδοχείο, αλλάσσει κι ο προξενητής τον ανείμενε σ’ όθεν(κάποιο κοντινό) καφενέ. Μα άργιε να ’ρθει. Σηκώνεται και πάει να τονε βρεί.
« Έλα μωρέ, για το θεό, να πάμε στο σπίτι τ’ αθρώπου!»
« Δεν έρχομαι!»
« Δεν έρχεσαι; Κι αμμέ γιάντα ήρθαμ’ επαέ; Έλα να πάμε κι αδέ σ’ αρέσει, η γυναίκα, δε λέμε πράμα!»
« ΄Oϊ, δεν έρχομαι!»
« Εμετάγνωσες;» «
« Εξεκλώσσισα!»
Τάξε όπως τσι κλωσσούδες, για να ξεκλωσσίσουνε τσι βουτούνε στο νερό. Έτσά κι ευτός εξεκλώσσισε(πέρασε ο οίστρος) σαν έπεσε στην θάλασσα.
Ματθαίος Ι. Τσιριμονάκης.
Ταξίδια της ψυχής
Ένα κορμί χρωστώ στη γη και πρέπει να το δώσω,
μα την ψυχή στον κύκλο της θα την(ε) παραδώσω.
Και κείνη στα συμπαντικά άγνωστα μονοπάτια
αόρατα μα υπαρκτά στα ανθρωπίσια μάτια,
θα ανιχνεύσει για να βρει εις το γαλάζιο άστρο
νέο κορμί να θρονιαστεί προσωρινό της κάστρο,
μέχρι κι εκείνο να γενεί χώμα στης Γης τα μέρη
και η ψυχή φτερουγιστά το μήνυμα θα φέρει
πως είναι τούτη αθάνατη σ’ αιώνιο φευγιό της,
μ’ αναζητεί αιώνια το νέο άνθρωπό της.
Αναρωτιέμαι και ζητώ να μάθω ποίος ήμου
πριν γεννηθώ και λάβω εγώ την τωρινή μορφή μου,
κι αναρωτιέμαι συνεχώς για δεν αναστορούμαι
κάτι από παλιές ζωές πριν γίνω αυτό που’ μαι…
Μα δεν μπορώ να θυμηθώ και μία σκέψη κάνω
δεν εγεννήθηκα εγώ, απλά για να πεθάνω…
Έχει συνέχεια η ζωή κ’ όποιος δεν το πιστεύει,
ας ανατρέξει στις Γραφές Εκείνου που λατρεύει…
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΣΑΤΙΡΑ
Γιατί δεν του τα λες Ευρώπη;
Δεν μπορώ να εξηγήσω, ούτε να κατανοήσω
πως απάντηση δεν παίρνω την Ευρώπη όταν ρωτήσω:
1) Γιατί τα αυτιά του Τούρκου αυστηρά δεν τα τραβάει
που ενώ λοιμοκτονάει και βοήθεια μας ζητάει
από την άλλη αγριεύει και γυρέυει να μας φάει
και εμάς και τα εδάφη και της θάλασσας τον πάτο
και τις τέσσερεις ηπείρους τις σε κάνει άνω_ κάτω.
2) Για ποιό λόγο δεν του λέει ότι δεν ειν΄ Ευρωπαίος
ούτε Λύβιος, Αιγύπτιος, Έλληνας ή Ιουδαίους
που εννιά χιλιάδες χρόνια την Μεσόγειο έχουν κοιτίδα
κι αυτός πάει να τους την πάρει σαν “Γαλάζια του πατρίδα”
3)Και γιατί δεν του θυμίζουν κι αν δεν ξέρει να το μάθει
πως του Τούρκου η πατρίδα στης Ασίας ήταν τα βάθη.
Εκεί τον έκοψε η πείνα κι “ έδωσε των αμαθιών του …”
με τα άγρια στίφη όλων των ομοεθνών του.
Τράβηξε κατά τη Δύση και λαούς που συναντούσε
στις ορδές του αν δεν μπαίναν όλους τους γενοκτονούσε.
Έτσι άλωσε την Πόλη και “δγιά πυρός και σιδήρου”
έφτασε μέχρι την μέση τσ’ Ευρωπαϊκής ηπείρου
όπου η προέλασή του πήρε επί τελους τέρμα…
Έκτοτε έζιε με των σκλάβων τον ιδρώτα και το αίμα
επί χρόνια τετρακόσια στη χλιδή και στο χρυσάφι
ώσπου όλοι οι σκλαβωμένοι είπαν: Φτάνει πια! νισάφι !
Πανταχού ξεσηκωθήκαν και απ’ τις χώρες τους τον διώξαν
και στο μέρος που’ναι τώρα έκτοτε τονε στριμώξαν.
Και αν του λείπε η Αμέρκα που ως τώρα τον στηρίζει
με βοήθεια και όπλα, τη Ρωσία για να φοβίζει
από την πολλή την πείνα, δεν θα μπόριε να γρυλίζει.
Παύλος Πολυχρονάκης