Γενικό Νοσοκομείο Χανίων
Νοσοκομείο λειτουργεί εις των Χανιών τη πόλη
εξοπλισμένο επαρκώς κι αυτό το ξέρουμ’ όλοι.
Γιατροί μα και νοσηλευτές κάνουν ότι μπορούνε
για την υγεία του λαού γι’ αυτό τσ’ ευγνωμονούμε.
Μαζί και το προσωπικό που στο Νοσοκομείον
υπηρετεί κι εργάζεται το Γενικό Χανίων.
Εκεί που καταφεύγουνε άρρωστοι και παθόντες
Χανιώτες και από χωριά απόμακρα δραμόντες.
Φτωχοί και πλούσιοι μαζί στην αίθουσα του πόνου
βρίσκουνε καταφύγιο στο πέρασμα του χρόνου.
Όσοι ανάγκη έχουνε και χρήζουν θεραπείας
εισέρχονται στο Ίδρυμα κι εισπράττουνε ανθρωπιά
Απ’ επιστήμονες γιατρούς με πείρα και με γνώσεις
π’ επιτελούν λειτούργημα με χίλιες αποχρώσεις.
Σε βάση καθημερινή φτάνουν στα όριά τους
χάρην των συνανθρώπων τους αλλά κι αυτού του κράτους.
Η πιο μεγάλη αμοιβή είν’ η ευγνωμοσύνη
είναι τ’ απόσταγμα ψυχής π’ ο άρρωστος αφήνει.
Χειρούργοι κι ορθοπεδικοί αλλά κι ακτινολόγοι
παιδίατροι και Ο.Ρ.Λ. όπως και ογκολόγοι.
Γυναικολόγοι και γιατροί άλλων ειδικοτήτων
που προσπαθούν να λύσουνε της Αριάδνης μίτου.
Να βρούνε την ασθένεια και να τη θεραπεύσουν
όλων αυτών που έρχονται στα χέρια τους να πέσουν.
Και γενικής ιατρικής και γαστρεντερολόγοι
όπως και οφθαλμίατροι μα και καρδιολόγοι.
Και φυσικοθεραπευτές υπάρχουνε στη λίστα
που βοηθούνε χορευτές να ξαναβγούν στην πίστα.
Αν κάποιες ειδικότητες δεν έχω αναφέρει
μη με παρεξηγήσετε δεν είμ’ εδά κι αστέρι.
Την επιστήμη τουτηνά σ’ εκτίμηση την έχω
κι υγειάς σαν έχω πρόβλημα πάντα σ’ αυτήν ξετρέχω.
Είν’ επιστήμη που ανθεί σ’ όλα τση γης τα κράτη
μα όλ’ αναγνωρίζουνε πρώτο τον Ιπποκράτη.
Εννιαχωριανός
Αθρωπιά και τιμιότητα
Πάει εδά πολύς καιρός απού τάχω χαμένα
εκεινανά που κάτεχα δεν έμεινε κιανένα.
Όσα ‘μαθα στη ζήση μου τα έθιμα και ήθη
ούλα γενήκανε καπνός και τα ‘φαγε η λήθη.
Φιλόσοφος δεν έγινα φιλόλογος δεν είμαι
έμαθα όμως τη ζωή πώς ήτονε, πώς είναι.
Είχαμε τσι συνήθειες σα ριζιμιά χαράκια
εδά ξαφανιστήκανε τσι φάγαν τα κοράκια.
Πάντοτε είχαμε τιμή άξια και παινεμένη
εδά την ξεφτιλίσαμε, πράμα δεν απομένει.
Είχαμ’ αξιοπρέπεια που τη θαυμάζαν ούλοι
μα τηνε ρίξαμε κι αυτή στων ξένων το σακούλι.
Αν πεις και για την πίστη μας λίγοι τηνε βαστούνε
ελάχιστοι τη σέβουνται παιδιά όντε βαφτιστούνε.
Αγάπη δίδαξ’ ο Χριστός να ‘χουμ’ ο γεις στον άλλο
εδά ξανοίγει κάθα εις ίντα μπορώ να βγάλω.
Η εθνική συνείδηση εχάθηκε και πάει
δεν τηνε βρίστουμε ποθές το χρήμα κυνηγάει.
Μια λέξη είν’ η αθρωπιά κι απού την έει γεια ντου
με κεινηνά θα πορπατεί χαράς τη λεβεδιά ντου.
Μαδαρίτης
Χαμόγελο
Ένα γλυκό χαμόγελο τίποτα δεν στοιχίζει
μα κείνον που το δέχεται πάντοτε τον πλουτίζει.
Κι ενώ αυτόν που το ’στειλε ποτέ δεν τον φτωχαίνει
πλούσια γλυκιά ανάμνηση στον αποδέκτη μένει.
Κανένας πλούσιος δεν θα πει χωρίς αυτό πως κάνει
και πάντα ειν’ ο πιο φτωχός όποιος σ’ αυτόν δεν φτάνει.
Στο σπίτι μέσα συνεχώς δημιουργεί ευθυμία
δίνει χαρά μες τη δουλειά, διώχνει τη ραθυμία.
Είναι γλυκιά ανάπαυση σ’ όλους τους κουρασμένους,
χειμωνικό ηλιόφωτο για όλους τους θλιμένους.
Της φύσης το αντίδοτο ειν’ για τις στεναχώριες
και μετατρέπει τις στιγμές απ’ άσχημες πανώριες.
Ποτέ δεν το αγοράζουνε, ούτε το ζητιανεύουν
και ούτε το δανείζονται κι ακόμα δεν το κλέβουν
γιατί ένα χαμόγελο για να σε ωφελήσει
με την καρδιά του ο στέλνοντας πρέπει να στο χαρίσει!
Παύλος Πολυχρονάκης
Ριζίτικο
Ήλιε που βγαίνεις την αυγή και βασιλεύεις βράδυ
ήλιε κι αμπάς στο Σέλινο στο ηλιοβασίλεμά σου
κι αμπάς στο Κουστογέρακο θα βρεις δυο αντρειωμένους.
Θα βρεις τον πατερόΓιωργο και τον πατερΑρτέμη
που σκότωσαν τους Γερμανούς τση μπαρμπαγιός το ρούμα.
Μαντινάδες
– Τη λεβεδιά σου συμπαθώ και την ευγένειά σου
ευχαριστώ τη τύχη μου που σε ‘φερε κοντά μου.
– Πέρδικα του καλοκαιριού μη κατεβείς στα ρυάκια
γιατί σε τριγυρίζουνε πολλών λογιών γεράκια.
*Τα ριζίτικα τραγούδια μας έχουνε πάρει την τοπική προφορά από έσπαλες = ανέκαθεν, γι’ αυτό πρέπει να τα τραγουδούμε όπως τ’ ακούσαμε και ακριβώς όπως τα βρήκαμε από τους μεγαλύτερους.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.