Ψάχνω ένα τρόπο
Ψάχνω ένα τρόπο για να βρω τα νεύρα να δαμάσω
γιατί αν τα αφήσω αμολητά και τα βουνά θα πιάσω.
Έχει μπλοκάρει το μυαλό και η καρδιά μου κλαίει
π’ οθήσανε το χέρι μου να πιάσει το τεφτέρι.
Έχω περάσει πάνδεινα και βγήκα παλικάρι
μα τούτη η καταστροφή δεν θα μου κάνει χάρη.
Χριστέ και Παναγία μου τ’ άγρια να μερέψεις
δώσε στον κόσμο υπομονή, να τον επροστατέψεις.
Και δεν εφτάναν τόσα δεινά που ζούσε η ανθρωπότης,
μον’ ήρθε κι ο κορωνοϊός να μας αποτελειώσει.
Να μη μπορεί κανείς να βγει από το σπίτι κι όξω
Θεέ μου τέτοια ζωή και πώς θα επιβιώσω!
[…]
Και μη τολμήσεις να σκεφτείς ότι θα αρρωστήσεις
σε τούτονε το αλαλούμ μια ώρα αρχύτερα να σβήσεις.
Κι ακόμα μετά θάνατο σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
δεν θα βρεθεί ούτε παπάς να πει αυτά που θέλει.
Σαν το πουλί μες στο κλουβί χωρίς χαρά κι ελπίδα
στην πλήρη απομόνωση καράβι δίχως πυξίδα.
Ο πόλεμος είναι αόρατος, κόσμο πολύ θερίζει
στην Κίνα περισσότερο κι ας τρώγανε και ρύζι.
Και δεν μπορεί κανείς να πει το πότε θα τελειώσει
την πλήρη την απόγνωση ο κόσμος θα βιώσει.
Κι αν κάποιες φορές θα βγεις και σε μεγάλη ανάγκη
αλίμονο και δεν τηρείς αυτά που ο νόμος έχει βγάλει.
Μάσκα και γάντια και χαρτί να γράφει πού πηγαίνεις
και με το χέρι στην γ-καρδιά στο σπίτι σου γιαγέρνεις.
Κι αρχίζεις απολύμανση σ’ αυτά που έχεις ψωνίσει
και προσπαθείς ν’ αποδεχτείς πως θα ‘χεις τέτοια ζήση.
Και ποιά είναι τα χειρότερα πες μου η αφεδιά σου
να μη μπορεί κανείς να δει ούτε και τα παιδιά σου.
Όσοι ‘χουν την υπομονή και νεύρα ατσαλένια
αυτοί θα ζήσουν τη ζωή σε μολυσμένο αέρα.
Τυχεροί είναι όσοι φύγανε, δεν βλέπουν, δεν ακούνε
μα οι ζωντανοί είναι μαρτύριο τη κόλαση να ζούνε.
Και τα σκολειά εκλείσανε, τα μαγαζιά λουκέτο
οι δρόμοι ερημώσανε κι έκλεισε το πακέτο.
Έπαθε η ανθρωπότητα καταστροφή μεγάλη
θ’ αρχίσει η φύση να γεννά απ’ την αρχή και πάλι.
Όσα ελέγαν οι παλιοί, κανένα δεν θα σφάλει
Θεέ μου και πού σπουδάσανε τέτοιας λοής δασκάλοι.
Αυτό ‘ναι ένα μάθημα και για τους πιο μεγάλους
κι οι πλούσιοι και οι φτωχοί σ’ ένα καζάνι βράζουν.
Να καταλάβει κι ο Ερντογάν ο κόσμος δεν είναι δικός του
κι εκείνου σαν και του φτωχού είναι το μερτικό του.
Να μην υπάρχουν διαφορές, εγώ, εσύ η άλλη
να σφίξουμε όλοι τη γροθιά, να βγούμε απ’ το κανάλι.
Δεν μας απόμειναν πολλά, ας τα εκμεταλλευτούμε
σ’ ένα κόσμο καλύτερο, ανθρώπινα να ζούμε.
Ω, Παναγία Δέσποινα και του Χριστού Μητέρα
βοήθησε τον κόσμο σου για να τα βγάλει πέρα.
Άννα Στυλιανουδάκη – Τζεγιαννάκη
ΚΡΗΣΣΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ
Τροζώτερες
Μια φορά ήτονε ένας απού ‘χε τρείς κόρες τροζές.Τέθοια ήτονε η απελπισία ντου, που τωνε κάνει:
«Να πάω,θέλει, να γυρίσω καμπόσους τόπους και αν’ απαντήξω[1] τρωζές σαν και σας θα σασε αφήσω, ειδεμή θα σασε καταλύσω!»
Στο δρόμο ντου απαντήχνει μια γυναίκα, απού το κοπέλι τση κοιμούντανε κι από πάνω ντου κρεμούνταν,στα κλαδιά ενός δεντρού ένα μανάρι[2].Μοιρολογούντανε και φώνιαζε:
«Ώφου,κοπέλι, μου μαναροσκοτωμένο!»
Φοβούντανε πως ο αέρας θα ‘ριχνε το μανάρι στο κοπέλι και θα το σκότωνε!
«Είντα ‘χεις ;»
«Ώφου το κοπέλι μου το μαναροσκοτωμένο!»
«Είντα θα μου δώσεις να σου το γλυτώσω;»
«Εκατό γρόσια!»
Πίανει το κοπέλι και το βάνει αλάργο απού το δεντρό,παίρνει τα γρόσια και γκάβγει[3]!
Πάει παρακάτω κι απαντήχνει μια γυναίκα απού φώνιαζε:
«Ώφου παιδί μου κουτσοχερισμένο!»
Είχε βάλει το κοπέλι σε μια λαήνα τη χέρα ντου να πάρει καρύδια,έπιασε πολλά και δεν εχώρειε να βγεί.
«Πόσα θα μου δώσεις ,κερά μου,να σώσω τη χέρα του κοπελιού;»
«Εκατό γρόσια!»
Λέει του κοπελιού:
«Πόσα καρύδια βαστάς παιδί μου;»
«Τέσσερα!»
«Άφης τα μισά και σύρε[4] τη χέρα σου!»
Έτσα ‘καμε το κοπέλι κι έβγαλε τη χέρα ντου!
Πάει παρακάτω και απαντήχνει μια γυναίκα απου του κάνει:
«Που πας;»
«Στο γέροντο διάολο!»
«Να σου δώσω εκάτο γρόσια να του τα δώσεις αν σ’ απαντήξει ο γιός μου;»
«Ναι!»
Γαέρνει σπίτι και λέει:
«Ηύρηκα τρεζώτερες και δε σασε πειράζω!»
[1] Συναντήσω [2] Τσεκούρι. [3] Φεύγει. [4] Τράβηξε.
Ματθαίoς Ι. Τσιριμονάκης
Ο Ταραξίας Νταβατζής
Ψηφίσματα του ΟΗΕ, πέντε είχε αγνοήσει
όταν στην Κύπρο εισέβαλε και την ειχ’αφανίσει
ο Τούρκος ο ανθρωποφάς , της γης ο Ταραξίας
και έκτοτε περιφρονεί και Νόμους και αξίας
και δικαιώματα λαών κι όσους μπορεί τους σφάζει
κι από τις βιαιότητες αυτού αναστενάζει
ολόκληρη η Μεσόγειος κι η Δυτική Ασία
και ο Παρακαυκάσιες και η Αγιά Σοφία!
Κι η διεθνής Κοινότητα τονε καταδικάζει
με λόγια και με απειλές μα εκείνον δεν τον νοιάζει
γιατί Ρωσία κι Αμερική οι μόνες που μπορούνε
να του τραβήξουν τα αυτιά… δεν το αποτολμούνε
διότι σαν αντίβαρο ο Γεις του άλλου τον θέλει
κι ανε στενάζουν οι λαοί καθόλου δεν τους μέλει.
Και αυτός αποθρασύνθηκε, σαν νταβατζής μουγκρίζει
κι όσους τονε κατηγορούν βρίζει και φοβερίζει.
Και την Ευρώπη απειλεί, ότι θα τηνε πνίξει
τις κάνουλες της προσφυγιάς εάν θα τις ανοίξει.
Και οι Ευρωπαίοι δεν τολμούν σκληρά να του μιλήσουν
και όσο για την προσφυγιά να του υπενθυμίσουν
ότι αυτός τους πρόσφυγες έχει δημιουργήσει
κι αφού απ’ τη χώρα του περνούν, τα σύνορα του ας κλείσει.
Και με κυρώσεις μοναχά φαίδρες τον απειλούνε
Λέγοντας πως θα πάψουνε όπλα να του πουλούνε.
Την ώρα που σαν νταβατζής τζάμπα απ’ αλλού τα παίρνει
κι έχει και << Στοκ >> για μια ζωή να σφάζει και να γδέρνει
Παύλος Πολυχρονάκης
Oruc Reis
Πώς το τολμάς πλοίο πειρατικό
Στα νερά μας πάλι να αρμενίζεις
Με θράσος απύθμενο μοναδικό
Και τον βυθό μας να σκαλίζεις.
Κανένας δεν σου είπε ότι εδώ
Είναι η χώρα του Κολοκοτρώνη
Που έχει στα στήθη της λεβεντιά
Και το ανάστημά της το ορθώνει.
Γι’ αυτό φύγε πριν να είναι αργά
Και μες στη θάλασσα βουλιάξεις
Πριν γίνεις συντρίμμια και φωτιά
Και δεις των Ελλήνων τις πράξεις.
Ισίδωρος Καρδερίνης