ΕΘΝΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ
Θρασύς-υβριστής και εύθικτος
Εφημερίδα Γαλλική είχε καταχωρήσει
γελοιογραφία του Ερντογάν , που ’χει αληλοΐσει
και διαλαλεί ότι αυτό έτσι δεν θα τ’ αφήσει
και την τρωθείσα του τιμή θα την υπερασπίσει .
Γι ‘ αυτό στα Δικαστήρια αμέσως θα προσφύγει
κι <<ικανοποίηση ηθική>> τεράστια θα ζητήσει .
Και αν αποζημίωση του δώσουν πολύ λίγη
με μέσα στρατιωτικά θα την διεκδικήσει .
Κι όλη η Γη παραμιλάει !
Κοίτα ρε φίλε ποιος μιλάει…
Ο πιο χυδαίος υβριστής αφού δεν έχει αφήσει
τίποτα στην Υδρόγειο που να μην το’χει φτύσει
θίχτηκε που τον πρόσβαλαν και τον γελοιογραφήσαν
σα να μην ξέρει ο άξεστος ότι τονε τιμήσαν
αφού όλοι οι πολιτικοί τιμή το θεωρούνε
αλλά και διαφήμιση σαν τους γελοιογραφούνε.
Και είπε ο σατιρικός : Σιγά να μην εθίχθη
Του κόσμου << το παχύδερμο >> που γελοιγραφήθη .
Για βλάκες και κορόϊδα τους Γάλλους τους περνάει
και προσπαθεί με απειλές παράδες να τους φάει .
Παύλος Πολυχρονάκης
Μάνα και γιος
Μια Μάνα σε νανούριζε σούλεγε παραμίθια,
Σε χάδευε σε στόλιζε Κι ´ έζιε με ξενίθια.
Ηθελε να σε δεί γαμπρό να σ ´αποκαμαρώσει,
Και τσ ´ έυτυχίας την ´ ευκή μια μέρα να σου δόσει.
Κηπαρισάκι όμορφο σαν βέργα λιγεράτο,
ήσουν μπουμπούκι τσ ´ άνοιξης με όνειρα γεμάτο.
Σε τάιζε σε πότιζε με του πουλιού το γάλα,
Μ ´η τύχη σου σιγκλώνιαζε στο ριζικό σου άλλα.
Σε πήραν ´απ ´τη Μάνα σου μέσ ´απ ´την ´αγκαλιά τσι,
Και τσι ριμάξαν τη ψυχή μαζί με τη καρδιά τσι.
Τσίκαμαν πέτρα τη καρδιά με τη ψυχή χαράκι,
Και τρέχανε τα μάθια τσι οσάν και νάταν ριάκι.
Σκέφτετε και παραμιλεί με μάθια παγωμένα,
μιρολογάτε τραγουδεί Για όνειρα χαμένα.
Που για το γιό τσι έκανε να δεί να μεγαλώσει,
Και Η Πατρίδα δινατό να τσι τον παραδόσει.
Κακό στο νού δεν ´ έβανε οντέ τον ´εκαλούσε,
να τη δοξάσει τούπανε Γι ´αυτό και τραγουδούσε.
Χαλάλι νιάτα και ζωή το μοναχόπαιδό τσι,
εις ´τη πατρίδα χάρισε σβίνοντας τ όνειρό τσι.
Αθαβο Κι ´αληβάνιστο κήτετε ξεχασμένο,
να λαχταρά το γυρισμό Δαφνστεφανομένο…
Μαρία Νίκ.Γρυφάκη
Συγγραφέας – Μέλος της Λογοτεχνική Παρέας Χανιων
Ο γλυκός ήχος της καμπάνας
Στο άκουσμά της δεν μπορείς ν’ αντισταθείς στον πειρασμό να βγεις στο μπαλκόνι να την απολαύσεις και να θυμηθείς….
Και παρακάτω γράφει: Στο νου σου έρχεται κι η άλλη καμπάνα,
η πένθιμη, που ενημέρωνε ότι κάποιος έφυγε από τον κόσμο ετούτο κι έβγαιναν οι χωριανοί ανήσυχοι στα παράθυρα και
στις εξώθυρες και ρωτούσαν το κάθε περιστατικό ποιός πέθανε…
Με αυτά τα λόγια αρχίζει το υπέροχο αυτό δημοσίευμά της στα “Χανιώτικα νέα” με ημερομηνία 14-11-2020, η άγνωστη εις εμέ (όμως γνωστή μου από τις δημοσιεύσεις της στην ίδια εφημερίδα) κα Αθηνά Κανιτσάκη.
Για το παραπάνω δημοσίευμά της ας μου επιτρέψει να της γράψω και να της αφιερώσω με θαυμασμό, σεβασμό και αγάπη στο πρόσωπό της, τους σχετικούς στίχους μου που ακολουθούνε:
Τα λόγια σου γινήκανε γλυκόλογες καμπάνες
και μας σε νανουρίσανε σαν τις γλυκές μας ΜΑΝΕΣ.
…Μετά που κοιμηθήκαμε με τα ΣΟΦΑ ΣΟΥ λόγια
γρικούσαμε στον ύπνο μας χαρές και… μοιρολόγια.
…Σε θέατρο γροικούτανε «ΖΩΗ» θαρρώ το λένε
που κάνει μύριους να γελούν μα και πολλούς να κλαίνε.
Στου ήχου της το “σβήσιμο” μαγεύει την ψυχή μας
και νιώθουμε πως θα ‘θελε ν’ αφήσει το… κορμί μας.
Γιώργος Λεάνδρου Κοκολογιάννης
Στέκια και καφενέδες
Στέκια γνωστά των Χανιωτών που δεν υπάρχουν τώρα
σαν ΤΕΒΕτζής εγνώρισα και βγάζω ντα στη φόρα.
Λέγοντας στέκια εννοώ τα καφενεία κείνα
που τσικουδιές επίναμε και παίζαμε κολτσίνα.
Τάβλι και πρέφα πιο πολλοί κι αργότερα μπιλότα
παιχνίδι π’ εξελίχθηκε κι έγιν’ από τα πρώτα.
Σημαντηράκης Στελιανός είχ’ ένα καφενείο
εις του Γαλάνη το στενό στο κέντρο των Χανίων.
Του Κουβαρίτη καφενές, υπήρχε στη Σκαλίδη
στέκι των Εννιαχωριανών που το ‘φαγε το… φίδι.
Στη Ζυμβρακάκηδων ψηλά ήτανε του Βουράκη
απ’ τα χαράματ’ ανοιχτό γνωστό καφενεδάκι.
Στον ίδιο δρόμο χαμηλά, Βιδάκης είχε κι άλλο
που κάναν πιάτσα τα ταξί και σαματά μεγάλο.
Στην Αγορά υπήρχανε καλοφαγάδων στέκια
π’ ερχότανε για ‘να πατσά και με αστροπελεκιά.
Στο Σαντριβάνι το γνωστό Τζανάκη καφενείο
στην είσοδο της Ομβριακής σ’ επίκαιρο σημείο.
Στον Καλυκά ο καφενές του Πατελάκη Νίκο
που πρόσφατα ‘νταμώσαμε και κέρασέ μ’ απίκο.
Και του Καβρού στα Παχιανά εις την οδό Θερίσου
στέκι παλιών λογίζεται φτωχών και όχι Κροίσου.
Φυτράκη χώρος ήτανε στο Δήμο από κάτω
και πάντα μάθαινες εκεί καλό – κακό μαντάτο.
Του Πούλακα στη Γιάνναρη ήταν και κείνο στέκι
κι η γειτονιά του Κάτωλα δεν έφευγε παρέκι.
Του Ανιτσάκη το καφέ που ‘γινε δεκατρία
εις τη Χανιώτικη ζωή άφησε ιστορία.
Του Μπολανάκ’ ο καφενές γραμμένος στη γυναίκα
έξ’ από τ’ απροσάρμοστα άξιζε σκιάς για δέκα.
Και του Ζαχάρη βέβαια στης Μαλινού το τέρμα
με πελατεία αρκετή στους δειλινού το γέρμα.
Μοτάκη απ’ τα ‘Νια Χωριά ήταν στη Νέα Χώρα
και του Λουκά στο Κουμ Καπί γνωστά και κερδοφόρα.
Κάποι’ απ’ τ’ αναφερόμενα ίσως κρατούν ακόμη
μα σήμερα τα κυβερνούν τσ’ εξέλιξης οι νόμοι.
Τα καφεδάκια σήμερα ακούγονται φραπέδες
κι έτι τα παραγγέλνουνε οι των Ελλήνων παίδες.
Εγώ το φρούτο τούτονα δεν το ‘χω δοκιμάσει
το καφεδάκι προτιμώ που πίνω μόλις βράσει.
Σ’ ελάχιστ’ αναφέρθηκα, εις ων Χανιών τη πόλη
στέκια που μαζευόμαστε, καθημερνή και σκόλη.
Εννιαχωριανός
ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ
Έτσα το φέραν οι καιροί
Άρχισε το λιομάζωμα
δύσκολη εργασία,
άμα ‘ναι ο καιρός κακός
μα κι η τοποθεσία.
Τη δύναμη μας αέδινε
κάθε χειμώνα ο Νίκος,
που στη βεδέμα έπεφτε
σαν στ’ αρνιά ο λύκος.
Εράβδιζε με όρεξη
απ’ το πρωί ως το βράδυ,
ιδίως τσι χειμώνηδες
πούχει τιμή το λάδι.
Κι έτσα που τρέχουν οι ελιές
απάνω στη λινάτσα,
μας έλεγε ηδονίζεται
σαν τράος από ράτσα.
Δεν επιστεύαμε ποτέ
ο Νίκος να κωλώσει,
και ούλα ντου τα λιόφυτα
σιμισιακά να δώσει.
Άραγες ήντα σύμβηκε
κι άφησε το χωράφι,
μα μήπως έπιασε λαχνό
κι έχει λεφτά στο ράφι;
Το λάδι πράσινος χρυσός
μα ‘χει μεγάλο κόπο,
καλιά είναι ο κίτρινος
ο μετρητός στον τόκο.
Όμως θα του χρεώσουμε
μεγάλη προδοσία,
γιατί αυτός μας δίδασκε
τη πατριδογνωσία.
Με το μπιτόνι να ‘ρχεται
τα κάλαντα να λέει,
σταλιά δε θα του βάλουμε
ούτε θα δει ελέη.
Γ.Μ.
Γ.Κ.
Για τον κορονοϊό
Έχει μπλοκάρει το μυαλό
kαι η καρδιά μου κλαίει
kαι ώθησαν το χέρι μου
nα πιάσει το τεφτέρι.
Έχω περάσει πάνδεινα
και βγήκα παλληκάρι
μα τούτη η καταστροφή
δε θα μου κάνει χάρη.
Χριστέ και Παναγία μου
τ’ άγρια να ημερέψεις
δώσε στον κόσμο υπομονή
να τονε προστατέψεις.
Δε μας εφτάναν τόσα δεινά
που ζούσε η ανθρωπότης
μονο ‘ρθε και ο κορονοιός
να μας αποτελειώσει.
Να μην μπορεί κανείς να βγει
από το σπιτι κι όξω
Θεέ μου τέτοια ζωή
και πως θα επιβιώσω;
Ούτε εκκλησιά, ούτε γιατρός
κι ανθρώποι πέρα-πέρα
μεγάλη πίκρα να ζεις
σαν να πιασες χολέρα.
Και μην τολμήσεις να σκεφτείς
ότι θα αρρωστήσεις
Σε τουτο να το αλλαλούμ
μια ώρα αρχίτερα θα σβήσεις.
Κι ακόμα μετά θάνατον
σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Δε θα βρεθεί ούτε παπάς
να πει αυτά που πρέπει.
Σαν το πουλί μες στο κλουβί
χωρίς χαρά κι ελπίδα
στην πλήρη απομόνωση
καράβι δίχως πυξίδα.
Ο πόλεμος αόρατος
κόσμο πολύ θερίχει
στην Κίνα περισσότεροι
κι ας τρώγανε και ρύζι.
Και δεν μπορεί κανείς να πει
το πότε θα τελειώσει
την πλήρη την απόγνωση
ο κόσμος θα βιώσει.
Κι αν κάποιες φορές θα βγεις
και σε μεγάλη ανάγκη
αλλοίμονο αν δεν τηρείς
αυτά που ο Νόμος προστάζει.
Μάσκα και γάντια και χαρτί
να γράφει που πηγαίνεις
και με το χέρι στην καρδιά
στο σπίτι σου γιαργένεις.
Κι αρχίζεις απολύμανση
σ΄αυτά που χεις ψωνίσει
και προσπαθείς να αποδεχτείς
πως θα χεις τέτοια ζήση.
Και ποια ‘ναι τα χειρότερα
πες μου η αφεντιά σου
Να μην μπορεί κανείς να δει
ούτε και τα παιδιά του.
Όσοι έχουνε υπομονή
και νεύρα ατσαλένια
αυτοί θα ζήσουν τη ζωή
σε μολυσμένο αέρα.
Και τα σχολειά εκλείσανε
τα μαγαζιά λουκέτο
Οι δρόμοι ερημώσανε
και έδεσε το πακέτο.
Έπαθε η ανθρωπότητα
καταστροφή μεγάλη
Θα αρχίσει η φύση να γεννά
Απ’ την αρχή και πάλι.
Αυτό ‘ναι ένα μάθημα
και για τους πιο μεγάλους
Κι ο πλούσιος και ο φτωχός
σ΄ ένα καζάνι βράζουν.
Να μην υπάρχουν διαφορές
εγώ, εσύ κι οι άλλοι
Να σμίξουμε όλοι τη γροθιά
Να βγούμε απ’ το κανάλι.
Δε μας απόμειναν πολλά
Ας εκμεταλλευτούμε
Σ’ ένα κόσμο καλύτερο
Ανθρώπινα να ζούμε.
Τζεγιαννάκη Ιωάννα
Καμισιανά
Πάλι ένα ένα διαλεγμένα