Λέξεις μαύρες και στο τέλος μια ελπίδα
Μόνο να ‘ξερες πόσο κοστίζει
η αγάπη κι ο κονιορτός
που εκτοπίζει τη μοναξιά και
της δίνει φτερά τριανταφυλλένια
για να συνεχίζει να υπάρχει.
Μες στους κλώνους και στα μαγικά
τετράδια εκτονώνονται οι ανθρώπινες
καρδιές κι εκεί κάπου στις κερκίδες
παράγεται εξακολουθητικά η αιδέσιμη
λαίλαπα του γκρίζου σύννεφου.
Με βοή και στέρνο ψεύτικο
ντύνονται οι φίλοι των ευνούχων
μπλε και χακί χρώματα, ίσα με
τον ορίζοντα τ’ ουρανού.
Κι αν κάποτε οι μετρικές
του σκοταδιού χαρίσουν φως
οι γεννήτριες της ερήμου
θα δουλεύουν ασταμάτητα
για να διατυπώσουν πάλι οι μοναχοί
τα ανέκδοτα του εικοστού πρώτου
αιώνα.
Δίμορφο και βελούδινο απομεσήμερο
με βάρκες και ψαράδες και καΐκια
βενζινοκίνητα, να σχίζουν στα δύο
το μπλε της θάλασσας.
Ίδια βαγόνι η σημαία που κρέμεται
στο μπαλκόνι του μόλου.
Βυθοσκοπώντας την καρδιά, μες
απ’ τα κανάλια του διφυούς ανδραγαθήματος
εξουσία διψούν οι μέρες, καθώς
οι νύχτες κεντούν με το αδράχτι
του πόνου, ροζ τηλεκατευθυνόμενα
αυτοκίνητα.
Όταν κάποτε αλλάξουν τα πράγματα
οι ποιητές βγουν απ’ την αφάνεια
που τους περιβάλλει, τότε θα δικαιωθούμε
όλοι.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Τώρα στα λιομαζώματα
Τώρα στα λιομαζώματα θα βγω στον κάμπο πέρα,
που χάρες έχει αμέτρητες η φύση κι ομορφιές
για να ρουφήξω αχόρταγα τον καθαρόν αγέρα,
να καμαρώσω νιούς και νιές και τις νοικοκυρές
που με τραγούδια ολημερίς μαζεύουν τις ελιές.
Να δω τον γέρο κλαδευτή τα δέντρα να κλαδεύει,
με την περίσσια τέχνη του και χέρι σταθερό
να λέει στον ακάτεχο νιό να τον συμβουλεύει
πώς να φροντίζει το δεντρί για να ‘ναι καρπερό,
να παίξω σαν μικρό παιδί σ’ ελιών τρανό σωρό.
Να δω πως λάμπει από χαρά η χρυσοχέρα κόρη
που ακούραστη σαν μέλισσα δουλεύει ολημερίς
με ροδαλό το πρόσωπο από το ξεροβόρι,
να κυλιστώ στα χώματα της νοτισμένης γης
κι απ’ το νερό να δροσιστώ μιάς γάργαρης πηγής.
Και ν’ ανέβω τ’ απόβραδο στη ράχη στο εκκλησάκι
με ευλάβεια στον άγιο του να πω μια προσευχή,
ν’ ανάψω το καντήλι του κι ένα μικρό κεράκι,
να μου αναδέψει τα μαλλιά τ’ ανάλαφρο αεράκι,
να γαληνέψει η ανήσυχη στα στήθη μου ψυχή.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Ρύπανση του περιβάλλοντος
Παράδεισο μας έφτιαξε ο Θεός
Βασιλικά να ζούμε
Κι εμείς τον επροδώσαμε
Σαν Ιούδες λειτουργούμε
Πράσινο δεν αφήσαμε
Εκάψαμε τα δάση
Και φουλ τα ψεκαστικά
Καθημερινά στη δράση
Εποχές δεν υπάρχουν πια
Η φύση έχει σαλτάρει
Νοτιές το καταχείμωνο
Στη ζέστη το χαλάζι
Κι αναρωτιώμαστε τι έφταιξε
Ευθύνες να αποδοθούνε
Κακό κραβάτι στρώσαμε
Κακά θα κοιμηθούμε
Ειμαστε όλοι βιαστές
Απέναντι στη φύση
Κι κεινη παίρνει εκδίκηση
Για να μας τιμωρήσει
Οι δαίμονες όλοι του παρά
που λύνουνε και δένουν
Ότι θέλουν αφήνουνε
Και ότι θέλουν παίρνουν
Την καλλιέργεια στη γη
Την έχουν καταργήσει
Όλοι κοιτάζουν να χουνε
την εύκολη τη λύση
Τίποτα δεν αφήνουνε
Φυσιολογικά να γίνει
Λιπάσματα, ορμόνες, δηλητήρια
Να γίνουν άλλα τόσα
Τους μόλυνες τα τρόφιμα
Τον αέρα που αναπνέουν
Και τα νερά εις την πηγή
Δηλητήρια να ρέουν
Είσαι φονιάς ασύλληπτος
Που συνεχώς σκοτώνεις
Και τα παιδιά δε σκέφτεσαι
Κι όμως ουτε εσυ γλιτώνεις.
Δεν προλαβαίνεις τα μετράς
Κρούσματα του καρκίνου
Κι όλοι είναι αδιάφοροι
Μονο την τσέπη να γεμίσουν.
Που πάς άφρον πλούσιε
Μια μέρα θα πεθάνεις
Κι όλα σου τα υπάρχοντα
Στον τάφο θα τα βάλεις.
Ας κάνουμε καινούργια αρχή
Τα λάθη μας να δούμε
Λίγο μυαλό χρειάζεται
Να νοικοκυρευτούμε
Ας προσπαθήσουμε παιδιά
Όλοι μαζί μπορούμε
Σ΄ένα κόσμο ανθρώπινο
Καλύτερα να ζούμε…
Τζεγιαννάκη Ιωάννα
Καμισιανά
Οι τοίχοι και οι στίχοι
Οι ποιητές που πλέκουνε όπου βρεθούνε στίχους
μοιάζουν με χτίστες και ‘πουργούς που θεμελιώνουν τοίχους.
Βρίσκουνε την κατάλληλη για καντονάδα πέτρα
που μένει πάντα σταθερή αιώνες κι αν εμέτρα.
Στα τείχη τα Κυκλώπεια η σκέψη μου ξετρέχει
και στους μεγάλους ποιητές π’ η αρχαιότης έχει.
Στην ικανότητα τ’ ενός εις το να βρει τη λέξη
και εμπειρία τ’ αλλουνού πια πέτρα να διαλέξει.
Που την τοποθετούσανε στην πρέπουσα τη θέση
σωστή για να γενεί δουλειά και το γλυκό να… δέσει.
Η λέξη στην κατάληξη κι η πέτρα στη γωνία
έκαναν όλη τη δουλειά κι έφευγ’ η αγωνία.
Έτσι κρατήσαν ως εμάς, τ’ αθάνατα τα έπη
και τα μνημεία π’ ευτυχώς όλος ο κόσμος βλέπει.
Που βρέθηκαν τέτοια μυαλά, στα χρόνια τα φευγάτα
ενώ σήμερα τρώγονται σαν σκύλος με τη γάτα.
Μιλώ για τους πολιτικούς, τσ’ Ελλάδας το ξαθέρι
που σε ολόκληρο ντουνιά άλλο δεν έχουν ταίρι.
Και δίνουν το δικαίωμα για να τους σατιρίζουν
οι σύγχρονοι οι ποιητές μ’ αυτοί δεν χαμπαρίζουν.
Κι αν με τη σάτιρα γελούν, δεν δίνουν σημασία
αφήνουνε το νόημα και πιάνουν την… ουσία.
Βούλιαξαν την Ελλάδα μας και πλούτισαν εκείνοι
μα ο Ουράνιος κριτής μια μέρα θα τους κρίνει.
Εννιαχωριανός
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ
Ο Απαράδεκτος
Η Εξουσία που κρατάει ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει , πάρτο , λέγοντας , και Συ.
Κι ένας που εσχάτως το’ χάσε για να το ανακτήσει ,
αυτόν που του το στέρησε θα τον κατηγορήσει
για : Αδράνεια , ανικανότητα , λάθη , παρανομία ,
υπουργούς ακατάλληλους και για την <<πανδημία >>
την ώρα που ο νικητής της πανδημίας την μπόρα
την διαχειρίστηκε πιο καλά από κάθε άλλη χώρα
και είχε πληθυσμιακά τις πιο μικρές απώλειες .
Γι ‘αυτό οι κατηγόριες του είναι ψευτιές και δόλιες
κι αντεθνικές σε μια στιγμή που η χώρα κινδυνεύει
απ’ την Τουρκία και χίλια δυό … και ηρωικά παλεύει .
Ποιος ειν’ ο απαράδεκτος αν τον κατονομάσω
είναι θαρρώ πλεονασμός , τα λόγια μου θα χάσω
αφού εις τις οθόνες τους τον βλέπουν νύχτα μέρα
κι αυτοί που τον ψηφίσανε κι όσοι τον κάμαν πέρα .
Παύλος Πολυχρονάκης
Λαέρτης
(για τον πατέρα μου 30-11-2020)
Στο γονικό σπίτι.
Όσες ανθυποστιγμές της ζωής και αν περάσουν.
Πάντοτε.
Με ανοιχτή αγκάλη και γλυκύ χαμόγελο,
με συνετό λόγο και φρόνιμη συμβουλή.
Στέκεται ο δικός μου Λαέρτης.
Με περιμένει, έχοντας δίπλα του ως Άργο
τα παιδικά μου χρόνια…
Γεώργιος Η. Ορφανός