Μη φοβάσαι
Μη φοβάσαι, και στις στιγμές του δυνατότερου σκεπτικισμού υπάρχει ελπίδα. Και όταν όλα φαίνονται μαύρα και τα νέφη της απελπισίας σκεπάζουν την ψυχή. Κι όταν τ’ αστέρια τρεμοσβήνουν και χάνονται κι η νύχτα ενδύεται πέπλα ανηδονίας. Κι όταν οι άνθρωποι δείχνουν ξένοι και η σκιά των ονείρων αποκαλυφθεί. Και τότε υπάρχει ελπίδα.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Αθρωπιά – λόγος – τιμή –
Αλήθεια Είναι καιρός απού ‘θελα για τουτανέ να γράψω μα δα που επλησιάνανε μπορώ να τα ξεχάσω; Ίσως δε σκέφτομαι καλά μα λέω δεν πειράζει καλιά ‘ναι να τα πει κιανείς παρά να τα σκεπάζει. Απής εγεννηθήκαμε στα πρώτα βήματά μας πολλά καλά μας έμαθε η οικογένειά μας. Να ‘χουμε πίστη στο Θεό, τον Πλάστη και στσ’ Αγίους τσ’ αθρώπους να σεβόμαστε τσοι νόμους τσ’ επιγείους. Ετσά θα -ν- έχουμε παντού μέσα στην κοινωνία τιμή με λόγο κι αθρωπιά και θεία ευλογία. Απού μιτσοί εμάθαμε γλυκό ψωμί που βγαίνει πως πρέπει να δουλεύουμε νάμαστ’ ευτυχισμένοι. Πάντα οι παλιοί κατέχανε του λόγου την αξία με λόγο αγοράζανε μεγάλη περουσία. Το πια καλό στον άθρωπο είναι η αθρωπιά ντου είναι ο λόγος, η τιμή και η κορμοστασιά ντου. Εδά θωρούμε μερικούς πούναι ανάμεσά μας με λόγους να επιχειρούν να κλέψουν τα δικά μας. Είμαστε έξυπνος λαός με τρόπους και με ήθη κάθε γενιά να τσοι βαστά μην τσοι σκεπάζει λήθη. Μια λέξη είν’ η αθρωπιά κι απού την έει γεια ντου με κεινηνά θα χαίρεται θα βρουν και τα παιδιά ντου. Την κοινωνία τουτηνέ λίγοι τηνε τιμούνε αυτοί που ζούνε με δουλειά ξέρουνε ν’ αγαπούνε. Η κοινωνία κι η ζωή μια μέρα θα τιμήσουν εκείνους πούναι λογικοί και τίμια θα ζήσουν.
Μαδαρίτης
ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ
Έτσα το φέραν οι καιροί
Άρχισε το λιομάζωμα δύσκολη εργασία, άμα ‘ναι ο καιρός κακός μα κι η τοποθεσία.
Τη δύναμη μας αέδινε κάθε χειμώνα ο Νίκος, που στη βεδέμα έπεφτε σαν στ’ αρνιά ο λύκος. Εράβδιζε με όρεξη απ’ το πρωί ως το βράδυ, ιδίως τσι χειμώνηδες πούχει τιμή το λάδι.
Κι έτσα που τρέχουν οι ελιές απάνω στη λινάτσα, μας έλεγε ηδονίζεται σαν τράος από ράτσα.
Δεν επιστεύαμε ποτέ ο Νίκος να κωλώσει, και ούλα ντου τα λιόφυτα σιμισιακά να δώσει. Άραγες ήντα σύμβηκε κι άφησε το χωράφι, μα μήπως έπιασε λαχνό κι έχει λεφτά στο ράφι; Το λάδι πράσινος χρυσός μα ‘χει μεγάλο κόπο, καλιά είναι ο κίτρινος ο μετρητός στον τόκο. Όμως θα του χρεώσουμε μεγάλη προδοσία, γιατί αυτός μας δίδασκε τη πατριδογνωσία.
Με το μπιτόνι να ‘ρχεται τα κάλαντα να λέει, σταλιά δε θα του βάλουμε ούτε θα δει ελέη.
Γ.Μ.
Ο καρπός του παράνομου έρωτα
Μια μάνα απ’ τον παράνομο και τον κρυφό έρωτά της, ω! τον καρπό του κράταγε και τον γλυκοφιλούσε που με χεράκια σαν αφρός χάιδευε τα μαλλιά της και με λεξούλες τρυφερές συχνά την ερωτούσε: «Μάνα, που ‘ναι ο πατέρας μου; Γιατί ορφανό με λένε, τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς; Δεν ξέρω την αλήθεια…
Γιατί μάνα τα μάτια σου μέρα και νύχτα κλαίνε κι όλο θλιμμένη σκεφτική μου λες τα παραμύθια;» Κι ήρθε μι(α) αυγή που στέρεψαν τα μάτια της μητέρας κι άλλα δεν είχαν δάκρυα να τρέξουν ν’ αλαφρώσει και ξάγρυπνη την εύρισκε(ν) ο ήλιος της ημέρας, τ’ αμάρτημά της – έλεε – στο παιδί, πως θα το φανερώσει!
«Πώς να του πω η άμοιρη, πώς να το ξεστομίσω πως είναι γόνος μιας κρυφής αγάπης πονεμένης! Πώς να σταθώ στο πλάι του όρθια, μη λυγίσω, πώς να του πω είναι ψεύτικα τα όνειρα που υφαίνεις; Τα χείλη που τα λάτρεψε πώς να το μαρτυρήσουν τη μαύρη αλήθεια που κρυφή στο χρώμα τους την κρύβουν, στην τρυφερή ψυχούλα του σημάδι μην τ’ αφήσουν… Τρέμω αν μου πει τα δάκρυα μου το καίνε που το νίβουν!» Κόσμε σκληρέ που αφορμή ψάχνεις να βρεις να ρίξεις φαρμάκι πάνω σ’ ανοιχτές πληγές που αιμορραγούν, σκέψου πως το παράθυρο της μοίρας σου να τ’ ανοίξεις δεν το μπορείς… και καταχνιές ίσως σε καρτερούν!
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής συγγραφέας – ποιητής μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Καρύδι και Καρυδάκι
Του Βλάτους μία γειτονιά ήταν το Καρυδάκι μα δεν ανάβει σήμερα καντήλι με λαδάκι. Σ’ αιώνες παλαιότερους όπως γνωρίζουμ’ όλοι μια πανδημία έπεσε που λέγανε πανώλη. Αφάνισε την γειτονιά δεν άφησ’ ούτε γάτη κι οι τελευταίοι άθαφτοι μείνανε στο κρεβάτι. Τούτο το καταλάβανε οι άνθρωποι του Βλάτους όταν καπνός δεν έβγαινε απ’ τον ανηφορά τους. Του άι Γιώργη εκκλησιά στον τόπο λειτουργείται δεν ξέρω η ανέγερση πότε χρονολογείται. Κτήτορες της περιοχής τ’ αδέρφια Μιχελάκη μ’ εξαίρεση ελάχιστες ελιές στο Καρυδάκι.
Σ’ ελάχιστη απόσταση βρίσκετ’ απ’ τα Σταυράκια που ιστορία γράφτηκε με Εννιαχωριανάκια. Και Σελινιώτες που ‘δωσαν μάχη πολύ μεγάλη με Τούρκους καταπατητές σώμα με σώμα πάλη. Που Πύργο ετοιμάζανε να χτίσουν στο σημείο φόρους για να εισπράττουνε να κλείνει το ταμείο.
Και ν’ αποδεκατίζουνε της αγροτιάς τσι κόπους π’ από το Στόμιο φεύγανε να πάνε σ’ άλλους τόπους. Μα δεν εκαταφέρανε να κλείσουνε τη στράτα στραπάτσιο πως επάθανε θα σας το πω σταράτα.
Με ζώα μεταφέρανε κρασί αλλά και λάδι κατωμερίτες από κει τη νύχτα με σκοτάδι. Στον ώμο εκρατούσανε το στρατολάτη πάντα και το δισάκι π’ ήτανε πολύ μεγάλ’ αβάντα. Αυτά σε προγενέστερους συνέβαιναν αιώνες ώσπου λευτερωθήκαμε με επικούς αγώνες. Δεν ξέρ’ αν σχέση τ’ όνομα έχει με το Καρύδι μονή στον Αποκόρωνα, πολλούς αιώνες ήδη.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Παντα ομορφα χαιρομαι να τα διαβαζω