Να χάνεσαι
Να χάνεσαι από εκεί όπου δεν έλαμπες ποτέ Για να προχωρήσεις μπροστά πρέπει και να γυρίσεις πίσω Πίσω Εκεί που κοιτάς κάθε φορά που απομακρύνεις τα σχοινιά τους Στα αφυδατωμένα λάθη που σε γέμισαν δώρα Να χάνεσαι Από εκεί όπου πάλεψες μα δεν κατάφερες να υπάρξεις Να χάνεσαι Να γίνεσαι μύθος Ένα πλάσμα που επιλέγει τη σιωπή να ιππεύει Να μη ρίχνεις ψίχουλα πίσω σου Μπορούν να σε βρούν αν θέλουν Να χάνεσαι Να μη ρίχνεις ψίχουλα πίσω σου Εκεί όπου δε θές να γυρίσεις ‘Ο,τι αφήνεις πίσω σου φυτρώνει και στο κλέβουν ; Έ ,και ; Χρειάζεται πού και πού να δίνεις αίμα Να χαρίζεις κομμάτια εκεί που οι άλλοι προσπαθούν να ενώσουν Να χάνεσαι απο εκεί όπου λιώνουν οι υποσχέσεις των πάντα και ποτέ Να πετάς πιο πάνω απ’την κατάφαση φτερωτών λόγων Μην απορείς απ’τις ακαθαρσίες καθαρός πως κρατήθηκες Βρώμικος ήρθες ,σε έπλυναν κι ύστερα μόνος σου πλύθηκες Να χάνεσαι Απο εκεί όπου η λάμψη σου τυφλώνει τα σκοτάδια τους Γίνε αθόρυβη(;) ανάμνηση Έπαιρναν απ’ το φώς σου και την ομορφιά σου ; Έ ,και ; Τους έδινες ,σε ‘κείνους που δεν είχαν Την ομορφιά την κοστολόγησαν αυτοί που ό,τι έχουν χάσει το ζηλεύουν Να χάνεσαι στο χρόνο σου Στην ποιότητα που θές να αντανακλά η ψυχή σου Να χάνεσαι στα χρώματα ,να μπορείς να δίνεις αυτά που βρίσκεις Να χάνεσαι ανάμεσα στις στάχτες ,να σπάς τα κάρβουνα με την καρδιά και την αγάπη σου ,να ψήνεις κάστανα εκεί Να χάνεσαι στο χορό της βροχής ,σε εκείνο το φύλλο που έπεσε στις λάσπες ,στο φιλί σου επάνω του Να χάνεσαι στο ηλιοβασίλεμα ,να μπορείς να δείχνεις αυτά που βλέπεις ,στο γέλιο του ορίζοντα Να χάνεσαι Όχι απο εκείνους που κρατούν τα μάτια τους ανοιχτά και παλεύουν να σε κοιτάξουν Μα απο εκείνους που στα μάτια των άλλων τα δικά σου προσπαθούν να αλλοιώσουν Να φυλάγεσαι απο μάτια φενάκη Να χάνεσαι απο ιδέες πως τάχα τα γκέμια και τα χαλινάρια είναι για τα άλογα Να τις σκοτώνεις πρίν γεράσουν Να χάνεσαι Για τις φωτιές που έλιωναν τα φτερά που φορούσες Για τα κομμάτια που τράβηξαν απ’ τη σάρκα σου και προσπάθησες ξανά να ενώσεις Να χάνεσαι για να έχεις χρόνο να ψάξεις τις λίρες σου και τα κειμήλια που κληρονόμησες Να χάνεσαι Για τις ώρες της πείνας σου Για να αφήνεις στου χρόνου το ανάθεμα εκείνα που Εκεί τους πρέπει να μπαίνουν Να ακολουθείς το στενό δύσβατο δρόμο σαν κρίνεις τον εαυτό σου Να εννοείς αυτά που λές ,γιατί όταν δεν τονίζεις σωστά τις λέξεις ,να ξέρεις χάνουν την ενέργειά τους Να χάνεσαι και να κοιτάς βαθιά τους άλλους μες στα μάτια γιατί οι ματιές αποθηκεύουν οξυγόνο Και για να λές πως είσαι τίμιος και πιο ελαφρύς ,να λές στο λάθος σου «εγώ φταίω» «το παραδέχομαι» «έκαμα λάθος» Τόσο ζυγίζεις ,όσο αυτά που κουβαλάς Εάν είναι οι ρίζες σου στο χώμα Τότε μαθαίνεις να πετάς Με την επιμονή σου να απογειώνεσαι Για να γεμίζεις με καινούριο αέρα και φτερά Να χάνεσαι απο τα ψίχουλα Να χάνεσαι απο τις σφαγές Να χάνεσαι για την αλλαγή Να χάνεσαι για τις σταχτένιες στιγμές που αξίζουν Να χάνεσαι για να μπορείς να δίνεις Κι αν σε κλέβουν στο μέτρημα να γυρίζεις τα ρέστα τους Και… να χάνεσαι…
ΥΓ : Ένα απο τα αγαπημένα μου παραμύθια είναι ο Κοντορεβυθούλης… Κάποιες φορές όμως πρέπει απλώς να χάνεσαι…
Lina Ginger Kelaidi ηθοποιός, σκηνοθέτις
Το άλλο πρόσωπο της νύχτας
Είναι τώρα που βραδιάζει νωρίς· που τα τραύματα της ψυχής μας επουλώνονται,που οι καρδιές μας παρηγορούνται και τα παιχνίδια της μνήμης ζητούν δικαίωση. Σαν στρατιώτες, στεκόμαστε προσοχή και περιμένουμε τα κορίτσια να ξαναδώσουν νόημα στην ύπαρξή μας. Με πεφταστέρια θρυμματίζουμε τα βότσαλα της άμμου· με άριες και προσευχές σπέρνουμε φθορά και αφθαρσία. Τα λευκά άτια, καλπάζουν στα καταπράσινα λιβάδια και μαγεμένα απ’ τους αυλούς των ποιμένων, μεταμορφώνονται σε αμνούς του Θεού. Σφυρηλατούμε το αμόνι· κολλάμε με οξυγονοκόλληση τις ζωές μας, σαν να ‘τανε η μοίρα μας διττή. Και με αλφάδια και χρυσά κοσμήματα, φωτοφόροι και πνευματοφόροι, εξακολουθούμε να βαδίζουμε μπροστά.
Στυλιανός Γ. Ξενάκης
Ριζίτικο τραγούδι της τάβλας
Εγώ θα κάμω την αρχή πρώτος να τραγουδήσω και την καλή παρέα μας να τηνε φχαριστήσω. Ριζίτικο της τάβλας Μα ‘γω θωρώ τη τάβλα μας κι είναι καλά στρωμένη με μόσχους και με ζάχαρες και με τα κυπαρίσσια. Ο μόσχος είναι το κρασί, η ζάχαρη είναι το ψωμί τα κυπαρίσσια οι λεβεδιές, χαρά στο νοικοκύρη. Μαντινάδες Έπιασε η κόρη στο χορό και κάνετέ τση τόπο να τη χαρεί παρέα μας και να τη καμαρώσω. Όμορφα απού χόρεψες συρτό και πεντοζάλι αυτά είναι χαρίσματα που δεν τα ‘χουνε άλλοι. Χαρές, χαρές, πάντα χαρούμενοι φιλόξενος, ζηλευτή η συντροφιά ντου.
Ο Ριζίτης της Μ.Τ.
IΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ 1947 Μωρέ κλέφτες, κλέφτες το τουφέκι το τουφέκι με χίλιες σφαίρες, μόλις ακούσαν αυτοί, το τουφέκι με χίλιες σφαίρες, εγινήκανε λαγοί, καπνός.
Χριστουγεννιάτικες Αναμνήσεις
Των Χριστουγέννων τσι γιορτές ποτέ δεν θα ξεχάσω που σαν παιδάκι πέρασα όσο και να γεράσω.
Έχουνε ανεξίτηλα εις το μυαλό μου μείνει οι αναμνήσεις οι παλιές που τίποτα δεν σβήνει.
Οι εποχές που σιάζαμε στο σπίτι τα τσουρέκια με χειμωνιάτικο καιρό, βροχές κι αστροπελέκια.
Και τσι Χριστουγεννιάτικες αξέχαστες κουλούρες του καθενός ξεχωριστή μην έχουμε μουρμούρες.
Αλλά και στη γειτόνισσα εβγάζαμε μερίδα στο έθιμο τσ’ ανταλλαγής το μάτι μου γαρίδα. Κάλαντρα την παραμονή κι αυτή χρονιάρα μέρα π’ οι χωριανοί μας κάνανε και την καλή τους χέρα.
Καλοχερίδια τρουλιαστό γεμίζαμε καλάθι κανένα δεν ξεχνούσαμε ασύμφορα τα λάθη.
Σαν η καμπάνα στο χωριό Χριστούγεννα σημάνει όλοι μαζί στην εκκλησιά τρέχαμε μάνι μάνι. Και με κατάνυξη πολύ τούτην την Άγια μέρα επαίρναμε αντίδωρο απ’ του παπά τη χέρα. Σπίτι μετά γυρίζαμε και τρώγαμε τη σούπα από κοτόπουλ’ ορνικό κι ας έριχν’ έξω στούπα. Το χιόνι που ‘πεφτε μετά χάρμ’ οφθαλμών λογάται και τσι χιονιές επαίζαμε μικροί μεγάλ’ ελάτε. Αυτά θυμούμαι που ‘ζησα στα παιδικά μου χρόνια και δεν μου φεύγουν απ’ το νου κι ας έχω καν’ εγγόνια.
Εννιαχωριανός Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Γάμος αλά Σφακιανά*
Σα μου τηνε κοπάνησε η αγαπητικιά μου απου την είχα χρόνους δυό μέσα στην κατοικιά μου, σε δρόμο νυφοπάζαρο πήγα από γινάτι και μιας ωραίας κοπελιάς της έκλεισα το μάτι. Μα στο λεφτό μαζώχτηκαν δεκαοχτώ νομάτοι δικοί της και με δέρνανε, σύζυγο να την πάρω γιατί λέει την έκθεσα και φέραν και κουμπάρο που ήταν εκδοροφαγεύς , νταής και μαγαρίτης** και μου ΄λεγε: Γίνε γαμπρός, μη γίνεις μακαρίτης. Μου φέρανε κι έναν παπά που ταν μασκαρεμένος και σε μια ώρα το πολύ βρέθηκα παντρεμένος. Με πήγανε στο σπίτι μου κι είπαν να την προσέχω κι αν μάθουν την κακολαλώ, κι άσκημα θα την έχω…. γιατί αυτοί ΄ναι Σφακιανοί, κουβέντες έχουν λίγες και στο σπαθί τους ως εδά δεν έχουν κάτσει μύγες! Σαν φύγαν οι Προκρούστηδες κοιτάζω την κυρά μου κι αντίκρυσα τη φάλαινα την όρκα συμφορά μου, κουτσή, αλλήθωρη, ψευδή, ξεδόντα και φευγάτη*** μα και το φοβερότερο στη βρώμικη απάτη: Δεν ήτανε η κοπελιά που τση ΄κλεισα το μάτι.
* Ο τίτλος είναι από την Αμερικάνικη ταινία ” Γάμος αλά Ελληνικά”
**Βρωμιάρης
***Χαζή
Υπ;eροχα ;oλα χρ;oνια πολλά καλά Χριστούγεννα