Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Παντέρμη Κρήτη
Κρήτη περήφανο νησί, σκλαβιά δε σου ταιριάζει
γιατ’ η ψυχή του Κρητικού δε σταματά να βράζει.
Από τα προϊστορικά, τα προ Χριστού τα χρόνια
η Κρήτη αγωνίζεται και πολεμά αιώνια.
Όσο κι αν επατήσανε τα Άγια χώματά σου
εχθροί πήραν το μάθημα, φύγαν από μπροστά σου.
Άραβες, Τούρκοι, Ενετοί λακίσαν απ’ τον τόπο
που ο Χριστός σημάδεψε τη μοίρα των ανθρώπω.
Εσείς πανύψηλα βουνά, Μαδάρες Ψηλορείτη
είστε το καταφύγιο απού φωλιάζ’ η Κρήτη.
Τα γαντζωμένα σου χωριά εις τα Λευκά τα Όρη
κρατούνε το ριζίτικο σαν τη πανώρια κόρη.
Ένα νησί ολόκληρο το βγάζει στα ουράνια
και όλοι νιώθουμε γι’ αυτό, ρίγος και περηφάνια.
Σε κάθε μας χαροκοπιά ετούτο τραγουδιέται
αντιλαλούνε τα βουνά κι η Κρήτη δε ξεχνιέται.
Όσο παλεύ’ ο Κρητικός ο τόπος δε φοβάται
σαν τη γοργόνα στο γιαλό η Κρήτη κι αν κοιμάται.
Γιατ’ αν ξυπνήσει το Θεριό και πιάσει το μαχαίρι
το Κρητικό, τη λευτεριά, θα την επαναφέρει.
Δασκαλογιάννης, Γιάνναρης, Μάντακας και Σκαλίδης
αγώνες δώσανε σκληρούς όπως και ο Περίδης.
Μαζί και μ’ άλλους αρχηγούς σηκώσανε τη Κρήτη
στο ύψος τηνε φέρανε του Γέρω Ψηλορείτη.
Κι αν κάποιοι τ’ αγνοήσανε ευρέθηκ’ εν’ Αρκάδι
που ‘στειλε φίλους και εχθρούς συγκούρμουλους στον Άδη.
Ετούτα κι άλλα γίνονται εις την παντέρμη Κρήτη
που δεν φοβάται τον καιρό τον κοσμοκαταλήτη.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων

Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα

Τα ιερά μας μάρμαρα φέρτε του Παρθενώνα
ω, γύπες που τ’ αρπάξατε σε ζοφερές στιγμές
τότε που η χώρα μου έδινε τον ιερόν αγώνα
τις αλυσίδες της σκλαβιάς να σπάσει τις βαριές.

Κι αφήσανε ανεξίτηλα σημάδια που δεν σβήνουν,
όπως στα χέρια του Χριστού άφησαν τα καρφιά,
τα νύχια σας, που όπου ακουμπάν βαθιές πληγές ανοίγουν,
στη χώρα που χάρη έδιναν κι αιθέρια ομορφιά.

Δεν αγοράζεται η τιμή κι η δόξα με χρυσάφι
και την αλήθεια δεν μπορεί το ψέμα να την πνίξει,
μοιάζει με σπόρο που κρυφός μένει μες στο χωράφι
ώσπου να ‘ρθει η άνοιξη τα κάλλη του να δείξει.

Μα εγώ το ξέρω θα ‘ρθουνε μια ροδαλήν αυγή,
όπως τα διαβατάρικα πουλιά ξαναγυρίζουν
στην πρώτη τους ζεστή φωλιά, στην πατρική τους γη…
και την αρχαία Ελληνική ψυχή θα καθρεφτίζουν.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος Πνευματικών Δημιουργών Χανίων
Ρουμελιώτικο
Στη Ρούμελη μωρές παιδιά, στη Ρούμελη και στο Μοριά,
έχει κορίτσια λεβεδιά. Στη Λιβαδειά, στη ρεμαθιά
αντάμωσα μια λεβεδιά: “γεια σου χαρά σου λυγερή
πού πας στο ρέμα μοναχή;” “Το ρέμα, ρέμα
πάω στη Κρύα για νερό, για να δω κείνον, κείνον π’ αγαπώ”.
Κι αυτό για να γελάσετε, το γέλιο είναι υγεία.
Για μια Λιδορικιώτισσα πολλούς καημούς απόχτησα.
Μωραΐτικο
Απόψε η πούλια μάλωνε, μάλωνε με τ’ αστέρια
κι εγώ είδα στον ύπνο μου πως ήμουνα με σένα
και ξύπνησα με τη χαρά και τ’ όνειρο ‘ταν ψέμα.

Ποιά είν’ αυτή που πέρασε και δε μα σε χαιρέτισε
είναι η Ρένα του παπά που πορπατεί καναριστά
για πέτε της για να σταθεί να τη ρωτήσω να μου πει
ποιό δέντρο έχει τον ανθό που κάνει τον καλό καρπό.

Μαντινάδες
Όμορφο που τραγούδησες ωραίο παλικάρι
θα σε παρακαλέσωμε να τραγουδήσεις πάλι.

Πολλά καλά ‘ναι στο ντουνιά και στον απάνω κόσμο
και με υγεία και χαρά να τα χαρούμε μόνο.

Ριζίτικο παλιό
Μάνα πολλά μαλώνεις με κι εγώ θα φύγω θέλω να πάω
Μάνα μου στα μακριά κι εις τον αλάργο κόσμο να κάμεις μήνες να με δεις
Χρόνους να μ’ ανταμώσεις
Να ‘ρθουνε Μάνα μου οι γι’ Αποκριές και τω Βαγιών οι σκόλες να πάεις
Μάνα σου εις την Εκκλησιά να κάνεις το σταυρό σου θα δεις Μανάδες με τσι γιούς
Γυναίκες με τους άντρες και τότεσάς θα θυμηθείς θ’ αναστενάξης και θα πείς πως έχεις γιο στα ξένα Μάνα μου ένα γιο στα ξένα.

Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Γάιδαρος ήτανε;

Ο χιουμορίστας σαδιστής επείραζε τον Άρη,
τον αφελή, που κόντευε ο δόλιος να κρεπάρει.
Μια μέρα τον λυπήθηκε και του ‘πε πως πιστεύει
σ’ αυτό που λέν’ πως, «ο Θεός ον αγαπά παιδεύει…».
– Κι εγώ να ξέρεις φίλε μου, πολύ σε αγαπάω
και μη σου κακοφαίνεται σαν το παρατραβάω
γιατί σε όλους ειν’ γνωστό πως όπου και να πάω
πάντα πειράζω όποιον βρω και γάιδαρο εγώ σκάω!
– Ναι, μα εμένα παλαβέ ποτέ δεν θα με σκάσεις
όσο κι αν το επιθυμείς, κι όσο κι αν κοπιάσεις,
είπε ο Άρης άγρια και τη γροθιά χτυπάει
σ’ ένα τραπέζι, δυνατά! και τον καρπό του σπάει.
Εσύ
Καλή μου, Εσύ που μου ’δωσες ανείπωτη χαρά
και μου ’κάνες τα χέρια μου του αετού φτερά.
Που πεθαμένος ήμουνα και μ’ έχεις αναστήσει
με την γλυκιά αγάπη σου, την πιο όμορφη στην κτίση.
Που στη ζωή μου φάνηκες Γενάρη πρωινό
με γέλιο και με ανέβασες στον έβδομο ουρανό.
Που τις πληγές μου γιάτρεψες με τα γλυκά σου λόγια
κι από το κρύο, μ’ έβαλες μες τα ζεστά σου ανώγεια.
Που όνειρα δεν έβλεπα μα εφιάλτες μόνο
και τώρα όνειρο γλυκό μαζί με σε βιώνω.
Που έγινες αυτόκλητα, φύλακας άγγελός μου,
μάνα, πατέρας κι αδελφή κι ο φίλος ο καλός μου.
Που, «Η αγάπη, ευτυχώς», μου ’πες, πως «δεν εχάθη»,
γιατί την ανακάλυψες στης λεμονιάς τα άνθη.
Που μου ’δωσες απλόχερα αυτό που μου ’χε λείψει
και ευτυχία έκανες τη μόνιμή μου θλίψη.
Που στην καρδιά μου σ’ έβαλα μ’ ένα μικρό τραγούδι
και της ζωής μου γίνηκες το πιο όμορφο λουλούδι.
Που σε ονόμασα «Ζωή» γιατί ζωή μου δίνεις
και κάθε πόνο και καημό μ’ ένα σου χάδι σβήνεις.
ΕΙΣΑΙ το «Θαύμα του Θεού», γλυκιά, χαριτωμένη,
η ευτυχία ζωντανή και τρισευλογημένη!

Παύλος Πολυχρονάκης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Το ριζίτικο “Μάνα πολλά μαλώνεις με…” δεν είναι του κυρίου που το υπογράφει. Είναι παμπάλαιο ριζίτικο, άγνωστου συνθέτη…

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα