Ψάχνει να βρει τη λύτρωση
Συλλογισμένος, ράθυμος, λερός, πάλι πιωμένος,
πήρε το γνώριμο στρατί να πάει στο γιαπί του,
με μύρια όνειρα νεκρά στους ώμους φορτωμένος,
με την ψυχή του αδειανή και ρίγος στο κορμί του.
Ότι του χάρισε ο Θεός, στης θάλασσας τα βάθη
μι αφέγγαρη μουντή βραδιά, η μοίρα του η σκληρή
τα ‘ριξε κι έμεινε μοναχός, γιομίζοντας τον πάθη
και στο κρασί τη λησμονιά εκεί ψάχνει να τη βρει.
Πίνει και κλαίει πίνοντας, κι όταν μεθά γελάει
και με τα χείλια της ψυχής λέει ψιθυριστά:
‘’σώσε με απ’ το μαρτύριο’’ και το κρασί φιλάει
και οι στεναγμοί του πνίγονται μες στ’ αναφιλητά.
Άλλοι τον βλέπουν και γελούν κι άλλοι αναστενάζουν
κι άλλοι με δάκρυα στης ψυχής τα μάτια τον κοιτούν
κι άλλοι πικρόλογα όταν τον δουν με μίσος αραδιάζουν
κι άλλοι γυρνάν τα μάτια τους αλλού να μην τον δουν.
Μονάχα ο φίλος του* ο πιστός τον πάει στο γιαπί του,
μοιράζεται τις πίκρες του, του κάνει συντροφιά,
να ζεσταθεί… απαλά ακουμπά πάνω του το κορμί του
και του ζεσταίνει το κρασί τα στήθια του βαθιά.
*ο φίλος του: ο σκύλος του
O Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ
Το φίλο του Ναθαναήλ ο Φίλιππος ευρήκε
τον έφερε στον Ιησού και στην ομάδα μπήκε.
Ανάμεσα στους εκλεκτούς τους μαθητές θα πάρει
τη θέση που του άξιζε γιατ’ είχε Θεού χάρη.
Ίδε του είπε ο Χριστός, σωστός Ισραηλίτης
που φτάνει με το φίλο ντου και δόλο δεν του βρίστεις.
Όταν τον είδ’ από μακριά με Φίλιππα παρέα
να ‘ρχεται προς το μέρος του για να ‘μει στο φορέα.
– Πώς με γνωρίζεις Κύριε, πρώτη φορά με βλέπεις;
– Πριν σε φωνάξ’ ο Φίλιππος σε είδ’ εγώ να στέκεις
κάτ’ απ’ τον ίσκιο μιας συκιάς σ’ απόσταση μεγάλη
και θαύμασ’ ο Ναθαναήλ και μεσ’ την παραζάλη
εις τον Χριστό απάντησε, συ ει ο Βασιλέας
του Ισραήλ που κουβαλάς τον κλάδον της ελαίας.
Επειδή σου ‘πα στη σκιά να κάθεσαι πως σ’ είδα
πίστεψες και απόθεσες σε μένα την ελπίδα;
Στο μέλλον περισσότερα θα δεις και θα γνωρίσεις
εάν αφήσεις τους δικούς και με ακολουθήσεις.
Κι άρπαξε ο Ναθαναήλ τότε την ευκαιρία
και το Χριστό ακολουθεί στου βίου την πορεία.
Ένας από τους Δώδεκα θα γίνει Αποστόλους
και θα τιμάτ’ η μνήμη του εις τους αιώνες όλους.
Εννιαχωριανός
Μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Ο Φίλος
Ο φίλος που’ χει πρόσωπα δύο και όχι ένα,
δεν είναι φίλος, είν’ εχθρός, δε νοιάζεται για σένα!
Σαν “διπλωμάτης” σε κοιτά, σαν φίλος πλησιάζει,
μάλλον με φίδι κολοβό πιότερο ’κείνος μοιάζει…
Κοιτάζει μόνο πώς μπορεί κάτι ν’ αποκομίζει
από την όποια “λάμψη” σου, κ’ ύστερα …σε χωρίζει!
Στα μάτια πρέπει να κοιτάς προσεκτικά το φίλο,
και ’κει θα δεις “πανσέληνο” ή της κακίας “σπήλιο”…
Τα μάτια είναι εύγλωττα πιότερ’ από τη γλώσσα
για τούτο να’ στε σίγουροι…έχω διαβάσει τόσα !
Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος -Συγγραφέας
Μέλος «Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων»
Η φύση και ο άνθρωπος
Εγράψαμε κι άλλες φορές πάλι θα ξαναπούμε
το χώρο απού έχουμε δεν πρέπει να ξεχνούμε.
Η φύση είναι μόνο μια μην την κακοποιούμε
πρέπει να την προσέχουμε γιατί από κείνη ζούμε.
Επά μας έμπεψ’ ο Θεός άρχοντες στον πλανήτη
όϊ να μην αφήνουμε πράμα σαν σκάσει μύτη.
Αθρώποι γεννηθήκαμε κι ότι καλό θωρούμε
αντίς να το προσέξουμε αμέσως το χαλούμε.
Εμείς δεν υπακούουμε, τα πάντα αψηφούμε
ετσά στο περιβόλι μας καταστροφές θωρούμε.
Το καθετί που ‘ναι στη γη άθρωπος καταστρέφει
μετά παραξενεύεται τυφώνας όντε ν-έρθει.
Ο κάθα εις πάντα θαρρεί πως κάτι θα κερδίσει
αν κάποιες βασικές αρχές τση φύσης δεν τηρήσει.
Παίρνομε για παράδειγμα νέες ανακαλύψεις
και εταιρίες έκαμαν κάποιες επιχειρήσεις.
Τέθοιες εκαταφέρανε κι εμπήκαν στη ζωή μας
τα προϊόντα αγνόησαν απού ‘βγανε η γη μας.
Με τον καιρό ξεχάσαμε πώς ζούμε, ίντα τρώμε
θαρρούμε τα ξενόφερτα ωφέλιμα καλά ‘ναι.
Πρόσφατα μας δοκίμασε η φύση για να δούμε
ίντα πρέπει να κάνουμε ίσως διορθωθούμε.
Επά μας έμπεψ’ ο Θεός τση φύσης σαν προστάτες
όϊ να γέρνουμε αλλού και να γυρνούμε πλάτες.
Με τον καιρό η φύση μας θα ξαναγίν’ ωραία
ως ήτονε πρωτύτερα αν θέλουμε παρέα.
Θα ξαναβλέπουμε πρωί τον ήλιο να ζεσταίνει
να μη θρηνεί και θλίβεται ούλη η οικουμένη.
Μαδαρίτης
Μαντινάδες
– Να σε δούνε πώς χορεύεις, να μη λένε πως δε ξέρεις.
– Οι χαρές, χαρές είναι ζωή μας
και το τραγούδι είναι βασίλειο.
– Όμορφό ‘ναι το κορμί σου,
φαντάζομαι πόσο γλυκό θάναι και το φιλί σου.
– Μα εδά ‘ν’ αργά κι είναι καλά, τα έξω δροσινιάζουν
χαράς εκείνες τις καρδιές που δεν αναστενάζουν.
– Για τ’ όνομά μου ρώτησες πως θέλεις να το μάθεις
Τζιτζιφιανός είμαι κι εγώ λέγομαι Τζαγκαράκης,
μ’ αρέσει κι η παράδοση και το παλιό κρασάκι.
Ριζίτικο
Κάτω στη μπέρα γειτονιά στην παρακάτω ρούγα
μ’ ερχόταν οι συμπέθεροί μας, οι καλοί συμπέθεροί μας,
σιγά -σιγά ερχότανε κι όμορφα ετραγουδούσαν
σιγανά – σιγανά κι όμορφα μα και και καλάς που το λέγανε.
Ναι, οι καλοί οι συμπεθέροι μας
Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Απουσίες
Στο σπίτι μας καραδοκούν πολλά καντηλέρια.
Από γυαλί, μπρούτζο ή πορσελάνη κηροστάτες
από πηλό ή πέτρα κηροπήγια
ακόμα και κάποια παλιά φαναράκια
τετράπλευρα
πιο πένθιμα και πιο ασφαλή.
Μοιάζει να αντιστοιχούν στις απουσίες
που διαρκώς αυξάνουν.
Είναι και κείνο το παλιό μπρούτζινο
ψηλό, με ένα μόνο κηροστάτη
όπου η λαμπάδα άναβε τις καλές μέρες
για να φωτίσει στιγμές σαν παλιές ψαλμωδίες
να φέξει στο Ευαγγέλιο της Κυριακής
να κυματίσει η φλόγα με κατάνυξη
να χαιρετίσει
Πάσχα ή Χριστούγεννα.
Ετούτο το χειμώνα
σαν να έχει χάσει το σκοπό της ύπαρξής του
στέκει λησμονημένο στην κουζίνα
στωικά και περήφανα συντροφεύει
κάποιο άδειο ταψί.
Τη θέση του πήρε ένα καντήλι
που ανάβει, δίχως να σβήνει,
πλάι στην εξώθυρα.
Πηνελόπη Ι.Ντουντουλάκη