ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ (2)
Στον Νίκο Εγγονόπουλο
Οι πίνακες ζωγραφικής φυλλορροούν
στα πόδια και στα μυτερά στήθη.
Οι βιγλάτορες παίζουν μαντολίνο
και περιμένουν τα ρολόγια να λιώσουν
από τη στενοχώρια τους.
Σιφόνια. Νύμφες. Ξωτικά.
Αναταραχή στα έγκατα της θαλάσσης
για την εγκαταβίωση μες στις
ατράκτους, των σταλακτιτών.
Ο φόβος που έγινε αγάπη·
τα μαχαίρια που έγιναν λουλούδια.
Θυμός. Βρυχυθμός και τραγούδια
ερωτικά.
Αναρωτιέμαι τι χρώμα μπλούζα
φοράει ο θάνατος και πώς το
γένος αναπαράγεται στα φρενοκομεία.
Η στίλβη και το γυάλισμα των
παπουτσιών ενηλικιώθηκαν και
τώρα στρατεύονται για να
χαρίσουν στην πατρίδα, ξανά,
την ελευθερία της.
Στυλιανός Ξενάκης
Nα οικονομήσει ο Θεός
Σε σπηλαιώδη τόπο της ασκήσεως
με φως, με αέρα,
με τα πρωτόλεια υλικά της συντηρήσεως
σε οπή όπου φέγγει
σου ραίνουν τα αγαθά άκτιστης κτίσεως…
Τι χορτασμός! Σιγή, λαμπρά! Τι θάμπος!
Και τα καλά ετούτα σάμπως
τα βρήκαμε ποθές, ή τα ζητήσαμε;
Μάταιη η ύλη τούτη που ποθήσαμε!
Στην έρημο αυτή που πλανηθήκαμε,
δε κέλευσε ο Θεός, και δε χαθήκαμε·
Έραινε ο Θεός το “νάμα”
μα εμείς ακόμα λέμε όταν, κι άμα…
Ω! Στη μελωδία αυτής της θείας ρήσεως:
“Έξελθε εκ του τόπου σου”,
σκιρτά ο νους στης ενθυμήσεως
κι επαγγελίας στου ανθρώπου σου,
“εσύ” απαρχάς της κτίσεως…
Σε ποια βιοτή τα αγαθά κερδίσαμε;
και πώς; και πόσο εργαστήκαμε;
Κι απώλεσε κι ο νους το θαύμα
που ήταν το φυσικότερο μας πράγμα!
Και πώς, και πόσα αγαθά τελειώσανε!
Και πώς, και πόσα χρήματα μας δώσαμε!
Κι έμεινε πάνω εις τη Γη το τραύμα,
σε επαγγελίας Γη! Και σε ουρανών το χάρμα!
Τι θαυμαστός ο κόσμος της εγκράτειας!
Να οικονομήσει ο Θεός,
κι ο κληρονόμος άνθρωπος της επικράτειας
παντού ως λαός
δικός Του πάνω σε κτίση άρτια…
Λένα Αλυγιζάκη
Τραγούδι των Εννιά Αδερφών
Μη στου Βαρσάρμου το νερό Δεντρίναι ριζομένο
κι εις στη σκιανάδα του Δεντρού οζάναι στολισμένα
Τρεις κλέφτες επερνούσανε στέκου και σωντηρούντα,
Γιάδες οζά γιά δες κριγιούς για δες όμορφους προβατάρους,
“Μπροστάρους”. Για δες σκλαβέργια τα φορούν ασημογανωμένα
Για δες κριγιούς μαυρόματους τράους καμπανελάτους
για δες και στειροπρόβατα πούνε για το μαχαίρι,
Για δες βοσκοί το βόσκουνε ασηναρματωμένοι
παιδιά δεν είναι Σφακιανά μη δε και τω Λακιώτω
μονόναι των ενιά αδερφών των αναγυρισμένω
πουσαν οι τρεις γραμματικοί κι πέντε Καπετάνιοι
μ’ ο Γιάννης ο ψηλός βοσκός το βόσκει το κοράδι.
Ο Ριζίτης Μ.Τ.
Για τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο
Της αμύνης το σκουφάκι
έφερε τον Λευτεράκη
αλλά οι φίλοι μας και πάλι
μας ποτίσαμε φαρμάκι.
Γι αυτό βάλανε προδότες
όπου βάζουν ως συνήθως
όταν θέλουνε να κάμψουν
το ελληνικό το ήθος.
Τον Λευτέρη μας να διώξουν
που χαλούσε τα σχέδια τους
κάνοντας μεγάλη Ελλάδα
θα ξεχνούσαν τα όνειρα τους.
Πρόδωσαν τον Λευτεράκη
και τον στειλαν εξορία
κι από τότε η Νιόβη κλαίει
μέσα στη Μ.Ασία.
Μάνα Ελλάδα ξαναγέννα
ένα Βενιζέλο πάλι
γιατί όπως μας καταντήσαν
νέα Νιόβη θα προβάλει.
Οι Σμυρναίοι σε τιμούνε
κάθε χρόνο στ΄ακρωτήρι
γιατί δεν ξεχνούν Λευτέρη
πως βοήθησες τη Σμύρνη.
Και στεφάνι καταθέτουν
ως ελάχιστη τιμή
και ποτέ δεν θα ξεχάσουν
τη δική σου συμβολή.
Δήμητρα Δελημιχάλη – Γεωργιάδη
Ο καφενές και το μετόχι
(Το Ναι και το Οχι)
Και το Ναι, αλλά και τ’ Οχι
μέσα του καθ’ένας το ‘χει
κι όσες φορές θα χρειαστεί,
αποφασίζει ποιό θα πει.
Ομως, φίλοι,το μετόχι,
πάντα κείνο λέει Οχι
και λοιδωρει΄τον καφενέ
που καταδέχεται το Ναι.
Αναζητάει δραστικό
για “καφενέδες” γιατρικό
κι επιστρατεύει για βοηθό
του στίχου το φαιδρό ανθό:
Εν ονόματι του Οχι,
με του στίχου την απόχη
να συλλάβετε το Ναι
φίλοι μου εσείς του καφενέ
κι έξω απ’ τη δική σας μάντρα
να το κλείσετε για παντα
το ταπεινό, το σκλάβο Ναι
φίλοι μου εσείς του καφενέ.
Θάρρος,δύναμη να βρείτε
απ’ το Ναι να λυτρωθείτε,
στου μυαλού σας σε μια κόχη
να θρονιάσετε το Οχι!…
Μαζί του εγώ δεν συμφωνώ
μήτε το Ναι το κυνηγώ,
αλλά φροντίζω το σωστό
κάθε φορά ν’ αναζητώ.
Λάθος του, που το μετόχι
σ’ όλα κι όλους λέει Οχι,
τι για τα έργα του φωτός,
το Ναι, ο λόγος ο σωστός!
Μονάχα σ’ έργα σκοτεινά
μην ξεστοχήσει η καρδιά
κι αντί το Οχι για να πει,
στου Ναι τα δίχτυα μπερδευτεί!…
Ελισάβετ Διαμαντάκη- Κωνσταντουδάκη
Η κραυγή του αρνιού
Οι άνθρωποι στον κόσμο μας
λατρεύουν τα ζωάκια
γι’ αυτό μασούνε μαλακά
τ’ αρνίσια παϊδάκια.
Θε μου γιατί μ’ έκανες
σκυλάκι στα σαλόνια
κι όχι αρνάκι σουβλιστό
στ’ ανθρώπινα σαγόνια.
Θε μου και δώσε μου φωνή
τσ’ αθρώπους να μιλήσω
για να τους πω πως θα θελα
όπως κι αυτούς να ζήσω.
Το βέλασμα τση ΜΑΝΑΣ ΜΑΣ
τσι λαγκαδιές ραγίζει
και δάκρυ στ’ άλλα ζωντανά
και πόνο τα γεμίζει!!!